Οι 3 κυριότεροι παράγοντες της καταστροφής μας

Αδιαφορία, Ανομία, Αναξιοκρατία.
Open Image Modal
Getty

H παγκόσμια οικονομική κρίση, που βίωσε ο πλανήτης στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, βρήκε την Ελλάδα παντελώς απροετοίμαστη και επηρέασε τη χώρα μας τόσο σε οικονομικό, όσο και σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Απόρροια της οικονομικής κρίσης ήταν και η κρίση των θεσμών και αξιών που βιώνει ο τόπος εδώ και μια οκταετία. Η διαφθορά, η διαπλοκή, η φοροδιαφυγή, η ανομία, τα ρουσφέτια, η αναξιοκρατία, η αδιαφορία, η ευνοιοκρατία, κλπ. ήταν οι κυριότεροι γενεσιουργοί παράγοντες της διαφθοράς και της χαμηλής οικονομικής απόδοσης της Ελλάδας όχι μόνο κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης αλλά εδώ και σαράντα χρόνια τουλάχιστον.

Σίγουρα, το μοντέλο οργάνωσης της ελληνικής οικονομίας που εφαρμόζεται εδώ και δεκαετίες, ειδικότερα από το 1981 και ύστερα, έχει πολλές αδυναμίες, οι οποίες και γιγαντώθηκαν με την έλευση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Κύριος παρονομαστής σε αυτή την κατάσταση ήταν και είναι ο ανθρώπινος παράγοντας. Ο ανθρώπινος παράγοντας, ο όποιος αποδέχεται στάσεις και συμπεριφορές όπως η ανομία, η αδιαφορία και η αναξιοκρατία. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο λοιπόν, κάποιοι εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία και μας οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση. Και εμείς μείναμε απαθείς είτε επειδή μας βόλευε, είτε επειδή αδιαφορούσαμε, είτε επειδή είχαμε πλήρη άγνοια. Και παρ’ όλο που όλοι είχαμε μια άποψη για το τι φταίει, τι πρέπει να γίνει για να απαλλαγούμε από τέτοιες συμπεριφορές, ποτέ τίποτα δεν γινόταν, διότι, όπως συνηθίζουμε να πιστεύουμε, όλοι οι άλλοι φταίνε εκτός από τους ίδιους τους εαυτούς μας. Όλοι κοιτάμε το παρόν, αδιαφορώντας για το μέλλον. Όλοι μας έχουμε ακούσει ή χρησιμοποιήσει τη φράση «αν δεν αλλάξουμε νοοτροπία...». Αλλάζει όμως η νοοτροπία και η συμπεριφορά των ανθρώπων εύκολα και μάλιστα αυτόνομα ως ανεξάρτητη μεταβλητή για να επακολουθήσουν τα επιθυμητά αποτελέσματα; Ο Καντ είχε πει ότι η μεροληψία, η τάση του ανθρώπου να κάνει εξαιρέσεις επ′ ονόματι του εαυτού του, είναι η κεντρική ανθρώπινη αδυναμία από την οποία πηγάζουν όλες οι υπόλοιπες. 

Αδιαφορία

Η αδιαφορία δεν σχετίζεται μόνον με την πολιτική απάθεια, αλλά αφορά, επίσης, στην ηθική συμπεριφορά και τις κοινωνικές σχέσεις. Σε πολιτικό επίπεδο, διανύουμε μια εποχή έντονης κοινωνικής δυσαρέσκειας (ειδικά τα τελευταία 4 χρόνια) και αβεβαιότητας. Η αγανάκτηση είναι διάχυτη ανάμεσα στις τάξεις των πολιτών για το υπάρχον πολιτικό σκηνικό, μια αγανάκτηση που αγγίζει τα όρια της κοινωνικής αδιαφορίας και της απέχθειας για την πολιτική. Πολλά έχουν γραφτεί για τους λόγους της στάσης αυτής (αναξιοπιστία κυβέρνησης, αναξιοπιστία πολιτικών, οικονομική κρίση, κρίση θεσμών και αξιών, αναξιοκρατία εντός και εκτός κομμάτων, κ.ά.). Οι πολίτες με την αδιαφορία όμως και την απαξίωση προς τους πολιτικούς, άθελά τους ενισχύουν την ολοένα και αυξανόμενη παρακμή του πολιτικού συστήματος και την εμφάνιση και την κυριαρχία πολιτικών που δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες τους. Όσοι περισσότεροι πολίτες εκφράζουν την απογοήτευσή τους μέσα από την αποχή, την απαξίωση και την αδιαφορία, τόσο πιο εύκολο είναι για τους πολιτικούς και τα κόμματα να συμπεριφέρονται ακόμα πιο ανεύθυνα και να προωθούν τα συμφέροντα των λίγων. Όσο περισσότερο αδιαφορούν οι πολίτες, τόσο πιο εύκολη είναι η εκκόλαψη και ενδυνάμωση πολιτικών προσώπων με βασικές ελλείψεις πολιτικής παιδείας, που βρίσκουν την ευκαιρία να ενταχθούν σε ένα πολιτικό σκηνικό χωρίς επιτυχημένους επαγγελματίες, εμπειρογνώμονες, ακαδημαϊκούς, επιστήμονες και ηγετικές φυσιογνωμίες. Ο Πλάτωνας είχε πει ότι μια από τις τιμωρίες, για το γεγονός ότι δεν καταδέχεσαι να ασχοληθείς με την πολιτική, είναι ότι καταλήγεις να σε κυβερνούν οι κατώτεροί σου. 

Σε κοινωνικό επίπεδο, αδιαφορούμε για τον διπλανό μας και πολλές φορές τον βλέπουμε και ανταγωνιστικά, με κλασικότερο παράδειγμα την οδηγική μας συμπεριφορά. Παρκάρουμε όπου βρούμε, παρκάρουμε σε διαβάσεις πεζών, σε διαβάσεις ΑΜΕΑ, σε parking ΑΜΕΑ, σε στροφές, αδιαφορώντας για τους συνανθρώπους μας. Οδηγούμε όπως γουστάρουμε, αδιαφορώντας για τον συνάνθρωπό μας είτε είναι οδηγός δικύκλου ή οδηγός άλλου οχήματος και χρησιμοποιεί τον ίδιο δρόμο με εμάς, είτε είναι πεζός και θέλει να διασχίσει τον δρόμο σε διάβαση πεζών. Περπατάμε σε δρόμους γεμάτους από κορμιά σωριασμένα σε βρώμικες γωνίες, ψυχές στοιβαγμένες κοντά σε κάδους σκουπιδιών και χάρτινες κούτες. Και τι κάνουμε γι’ αυτό; Συνεχίζουμε να περπατάμε. Βιαζόμαστε. Γιατί είμαστε πολυάσχολοι. Γιατί οι ρυθμοί της καθημερινότητάς μας δεν μας επιτρέπουν να κάνουμε λίγο χώρο στη ζωή μας για αυτούς. Πόσες φορές δεν έχουμε δει συνανθρώπους μας να ψάχνουν τους κάδους σκουπιδιών; Πόσες φορές δεν έχουμε δει αστέγους να κοιμούνται κάπου στο δρόμο; Όλοι βρίσκουμε το θέαμα αποτρόπαιο ή σοκαριστικό, αλλά με το καιρό το «συνηθίσαμε». 

Ζούμε σε έναν κόσμο ο οποίος υποφέρει από τον πόνο και τη δυστυχία των ανθρώπων. Έχουμε χάσει τη συναισθηματική νοημοσύνη μας. Υπάρχουν πάρα πολλά περιστατικά αδιαφορίας που μπορεί ο καθένας μας να θυμηθεί και να περιγράψει στους γύρω του. Υπάρχει αδιαφορία για το bullying, αδιαφορία για τον κοινωνικό ρατσισμό, αδιαφορία για τα πάντα. Φροντίζουμε για τις απολαύσεις μας, για την επιβίωσή μας, και, πάνω απ’ όλα, φροντίζουμε με σχολαστικότητα για την ψηφιακή και κοινωνική μας εικόνα (μέσω των social media). Και εξακολουθούμε να προχωρούμε αδιάφορα και να κοιτάμε δίχως να βλέπουμε και να μιλάμε, δίχως να ακούμε και να πράττουμε, δίχως να νοιαζόμαστε. Ενδεικτικό της απάθειας, της αδιαφορίας και της ασέβειας με την οποία αντιμετωπίζει ο σύγχρονος άνθρωπος τον διπλανό του ήταν το πρόσφατο περιστατικό που συνέβη στο Ελληνικό με το θάνατο μιας γυναίκας (που ζήτησε βοήθεια) από έναν οδηγό ταξί. 

Ανομία

Τίποτα δεν είναι πιο εντυπωσιακό και συνάμα πιο θλιβερό σε αυτή τη χώρα από την περιφρόνηση του νόμου. Η ζωή του νεοέλληνα συχνά χαρακτηρίζεται από πρακτικές που είτε παρακάμπτουν το νόμο, είτε τον παραβιάζουν ανοιχτά, είτε κινούνται στα όρια της νομιμότητας. Σε κάθε περίπτωση, για διάφορους λόγους, ο Έλληνας πολίτης δεν νιώθει να δεσμεύεται από αρχές και νόμους καθολικής εφαρμογής. Τι είναι νόμιμο και τι όχι δεν τον απασχολεί ιδιαίτερα, ενίοτε μάλιστα ούτε καν το αντιλαμβάνεται, αρκεί να γίνει η δουλειά του. Η επίκληση του νόμου δεν επιφέρει αυτόματη συμμόρφωση, αλλά μάλλον έκπληξη, χλευασμό, αντίδραση, τσαμπουκά ή αναζήτηση τρόπων απαλλαγής από όσα αυτός επιτάσσει. 

Ο όρος «ανομία» εισάγεται στα τέλη του 19ου αιώνα από τον Γάλλο κοινωνιολόγο E.Durkheim και αναφέρεται στην κατάρρευση των κανόνων που διέπουν την καθημερινή συμβίωση. Στην Ελλάδα η ανομία είναι δισυπόστατη: Πρόκειται τόσο για διάχυτες ατομικές συμπεριφορές, που συχνά αποκτούν έναν κοινωνικό αυτοματισμό και φθάνουν να θεωρούνται φυσιολογικές, όσο και κρατικές πολιτικές που επιτρέπουν την ύπαρξη και τον πολλαπλασιασμό των συμπεριφορών αυτών. Οι συνέπειες είναι δραματικές και δυστυχώς η ανομία μολύνει τα πάντα στο πέρασμά της και εκφυλίζει κράτος και κοινωνία. 

Η ανομία ποικίλλει και κλιμακώνεται από καθημερινές πρακτικές ευρείας έκτασης, όπως η φοροδιαφυγή, το παράνομο παρκάρισμα, η αναρχία στους δρόμους, οι καταλήψεις, η μόλυνση του περιβάλλοντος, τα περιττώματα των ζώων, η αλλοίωση των πινακίδων κυκλοφορίας, η βία στα γήπεδα, το graffiti, το κάπνισμα σε χώρους όπου απαγορεύεται, η έλλειψη σεβασμού προς τους ηλικιωμένους και τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, αλλά και τα φαινόμενα διαφθοράς ή «ασυλίας» στην παρανομία. 

Καθημερινά γινόμαστε μάρτυρες παραβάσεων του Κ.Ο.Κ. από συνανθρώπους μας. Παραβάσεις που πληθαίνουν, παραβάσεις που φθάνουν στα όρια της βλακείας και που φανερώνουν την παντελή αδιαφορία για τον διπλανό, για τους νόμους, για το ίδιο το κράτος. Αν ταξιδέψετε σε αυτοκινητόδρομους του εξωτερικού θα συναντήσετε πινακίδες όπως: «Δέστε τη ζώνη ασφαλείας. Είναι νόμος» και «Τηρήστε τα όρια ταχύτητας. Είναι νόμος». Για έναν Έλληνα, το εντυπωσιακό στην περίπτωση αυτή δεν είναι η υπενθύμιση-προτροπή, αλλά η αιτιολόγησή της: «Είναι νόμος». Αλήθεια, πόσες φορές δεν έχουμε δει οδηγούς να παραβιάζουν το «Stop» ή τον ερυθρό σηματοδότη; Να αδιαφορούν για τις διαβάσεις πεζών και να παραβιάζουν την προτεραιότητα των πεζών σε αυτές; Να χρησιμοποιούν το κινητό τους ενώ οδηγούν; Να στέλνουν sms ενώ οδηγούν; Να αλλάζουν πορεία χωρίς να χρησιμοποιούν τα φλας συμβουλευόμενοι τους καθρέπτες του οχήματός τους; Να εισέρχονται σε δρόμους που έχει απαγορευτικό; Να οδηγούν ανάποδα σε ΕΟ; Να οδηγούν στη ΛΕΑ; Να οδηγούν μεθυσμένοι; Να οδηγούν χωρίς κράνος ή ζώνη ασφαλείας; Να παραβιάζουν κάθε λογής σήμα του ΚΟΚ; Να έχουν τα οχήματα τους ανασφάλιστα; Να οδηγούν χωρίς δίπλωμα οδήγησης; Να μην πληρώνουν τέλη κυκλοφορίας; Στις εκλογικευμένες κοινωνίες, το γεγονός ότι μια συμπεριφορά ρυθμίζεται με νόμο, αυτό και μόνο αποτελεί, κατ′ αρχήν, επαρκή λόγο για να τηρείται. Το αξιοπρόσεκτο, όμως, στην περίπτωση της Ελλάδας είναι ότι η περιφρόνηση του ΚΟΚ αποτελεί συστατικό στοιχείο της νεοελληνικής κουλτούρας, σε σημείο που να θεωρείται συχνά αυτονόητη, να επιδεικνύεται εκτεταμένη ανοχή απέναντί της, ακόμα και να προβάλλεται δημοσίως. Όπως σωστά είπε ο οδηγός αγώνων Ιαβέρης (Μαρκουΐζος), «Το αυτοκίνητο μπορεί να γίνει όπλο, όταν μπει μέσα του ένα βλήμα». 

Ο αντικαπνιστικός νόμος ήρθε στην Ελλάδα το 2002, αναθεωρήθηκε το 2008, έγινε πιο αυστηρός το 2010, βγήκαν καινούργιες διατάξεις πρόσφατα, αλλά στην πραγματικότητα δεν εφαρμόστηκε ποτέ, καθώς οι καφετέριες, τα clubs, οι χώροι εστίασης, κ.λπ., στον κλειστό χώρο των οποίων απαγορεύεται το κάπνισμα, εξακολουθούν να επιτρέπουν στους πελάτες τους να καπνίζουν. Πρόκειται για μία ιδιαίτερα ενοχλητική κατάσταση, κάτι που παραδέχονται ακόμα και οι πιο φανατικοί των καπνιστών. Είναι ιδιαιτέρα ενοχλητικό να βρίσκεσαι σε κάποιο καφέ, μπαρ, εστιατόριο, κοινωνική εκδήλωση, σε δημόσια υπηρεσία, στη δουλειά, σε χώρους άθλησης, ακόμα και σε φιλικά σπίτια και ο καπνός να πάει κι έρχεται, αδιαφορώντας αν υπάρχει απαγορευτική ένδειξη ή παράκληση να διατηρηθεί ο χώρος άκαπνος. Είναι κάτι σαφώς ενοχλητικό αλλά κι επιβαρυντικό –έως εγκληματικό σε βάθος χρόνου– για τους μη καπνίζοντες, ιδίως όσους πάσχουν από καρδιά, αναπνευστικά προβλήματα, άσθμα, εμφύσημα κ.λπ., εννοείται και για παιδιά, εγκύους, ηλικιωμένους. Δεν είναι μόνο το παθητικό κάπνισμα που αντιμετωπίζουν οι μη καπνίζοντες, αλλά και η επίμονη τσιγαρίλα σε χνώτα, δέρμα, μαλλιά, ρούχα, έπιπλα, παντού, κάτι το οποίο και οι ίδιοι οι καπνιστές δηλώνουν ότι δεν την αντέχουν. Η ανομία στο κάπνισμα παραμένει κανόνας, συνεπικουρούμενη από την πολιτική ατολμία και μια εριστική απολογητική που τη θεωρεί καταξίωση, μαγκιά κι αμφισβήτηση. 

Η ροπή προς την αυθαιρεσία, με τη «βιομηχανία» κατασκευής αυθαιρέτων, τα οποία, η πολιτεία έρχεται με τη σειρά της να «νομιμοποιήσει», αίρει κάθε έννοια κράτους δικαίου. Είναι νωπές οι μνήμες από τις ανείπωτες τραγωδίες στη Μάνδρα (πλημμύρες) και στο Μάτι (πυρκαγιές), που οδήγησαν στο θάνατο μεγάλο αριθμό συνανθρώπων μας, πέραν από τις τεράστιες υλικές ζημιές. Όσο για τις ποινές, σπανίως αποδίδονται στους υπευθύνους. Ο νόμος σύμφωνα με τον οποίο αποφυλακίζονται σκληροί και αμετανόητοι εγκληματίες, δολοφόνοι και βιαστές, οι οποίοι, αμέσως μετά την αποφυλάκισή τους, συνεχίζουν να πράττουν πράξεις παράνομες, αποτελεί θεσμική έκφραση της εμπεδωμένης αντίληψης περί ανομίας, ατιμωρησίας και περιφρόνησης των θυμάτων των εγκληματικών ενεργειών. 

Δυστυχώς, η ανομία και η ατιμωρησία έχουν αμβλύνει τα αντανακλαστικά μας σε τέτοιο βαθμό, ώστε φαινόμενα υψίστης προσβολής της δημοκρατίας, της έννομης τάξης και του λαϊκού αισθήματος να θεωρούνται φυσιολογικά και να γίνονται με «συνείδηση δικαίου». Με την ύπουλη επικράτηση της ανομίας, οι θεσμοί ευτελίζονται, ο πολιτικός και νομικός πολιτισμός της χώρας πλήττεται και μαζί τους οι δημοκρατικοί θεσμοί και οι εγγυήσεις του κράτους δικαίου. Οι συνέπειες αυτών των φαινομένων είναι τεράστιες. Διαβρώνεται ο κοινωνικός ιστός, αυξάνεται η βία και υπονομεύεται η οικονομική ανάπτυξη. Παρακωλύεται το έργο της Αστυνομίας και αλλοιώνεται ο θεσμικός της ρόλος, ο οποίος είναι ένας και μοναδικός, αυτός που υπαγορεύεται από το Σύνταγμα και τους Νόμους. 

Αναξιοκρατία

Ένα από τα καρκινώματα της Ελλάδας – ειδικότερα τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες – είναι η αναξιοκρατία και τα παρακλάδια αυτής, όπως ο νεποτισμός, ο ημετερισμός, η ευνοιοκρατία και τόσα άλλα. Είναι έκδηλη η αντίληψη ότι κανενός (νέου) ανθρώπου η μοίρα δεν προδιαγράφεται ευοίωνη, αν δεν τον ευνοήσει κάποιος που ανήκει στην εξουσία. Διανύουμε μια εποχή όπου κανένα ρόλο δεν παίζουν τα προσόντα, οι γνώσεις και οι ικανότητες. Όλα αυτά παραγκωνίζονται, τίθενται σε δεύτερη μοίρα. Η «αξία» του καθενός τίθεται στην κρίση κάποιου πάτρωνα και εκτιμάται ανάλογα με τις υπηρεσίες που είναι διατεθειμένος να του προσφέρει ή ανάλογα με τις χάρες που είναι πρόθυμος να του κάνει. Καθώς, λοιπόν, η χάρη θέλει αντίχαρη, φροντίζει ο εκάστοτε πάτρωνας να τον «ανταμείψει». Έτσι, από το 1981 και ύστερα, τα πόστα των αποφάσεων στην πολιτική, στη δημόσια διοίκηση και στο συνδικαλισμό καταλήφθηκαν σε μεγάλο βαθμό από ανίκανους και ευκαιριακούς κομματικούς παράγοντες, συχνά μη σχετικούς με το αντικείμενο. 

Η αναξιοκρατία οφείλεται κυρίως στη νοοτροπία του Έλληνα, σύμφωνα με την οποία το «ρουσφέτι» και το «βύσμα» αποτελούν τα εργαλεία-«κλειδιά» για την ανάδειξη και την καταξίωση. Επίσης, οφείλεται στην έλλειψη παιδείας αλλά και καλλιέργειας της κοινωνικής συνείδησης, που ευνοούν τον ατομικισμό και την ιδιοτέλεια σε βάρος του κοινωνικού συμφέροντος. Για τα παραπάνω ευθύνεται επίσης και ο αστικός τρόπος ζωής, που ενισχύει την ανωνυμία, ευνοεί την έλλειψη κοινωνικού ελέγχου και υπηρετεί την αυθαιρεσία και την εκμετάλλευση. Η επικράτηση του ωφελιμιστικού πνεύματος, η προσήλωση στην ύλη και η θεοποίηση του χρήματος επιτρέπουν την επιδίωξη του κέρδους με θεμιτά ή αθέμιτα μέσα. Τα ανθρώπινα πάθη και οι αδυναμίες, όπως ο εγωισμός, η αυτοπροβολή, η φιλαυτία και η φιλαρχία υπερνικούν τις ηθικές αξίες. Έτσι, οι διάφοροι πολιτικοί και οικονομικοί κύκλοι με παρασκηνιακές δραστηριότητες προωθούν τους «δικούς» τους ανθρώπους, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις τους.

Τα παραδείγματα αναξιοκρατίας γύρω μας, αναρίθμητα. Υπουργοί, βουλευτές, πολιτικοί, κομματικά στελέχη, διορίζουν ακατάπαυστα συγγενείς, φίλους, συνεργάτες, συναγωνιστές, συντρόφους, συμβούλους και κάθε «ημέτερο» που εξυπηρετεί τα συμφέροντα του κόμματος και της κυβέρνησης. Στον Δημόσιο Τομέα η επιλογή, πρόσληψη και προαγωγή των αρεστών (ανεξαρτήτως κινήτρου) και όχι των αρίστων, έρχεται να δημιουργήσει τις βάσεις για ένα πελατειακό κύκλο φαυλότητας, ο οποίος στη χώρα μας έχει εξελιχθεί σε Λερναία Ύδρα. Στην επιλογή αναδόχων για τα δημόσια έργα, είναι σπάνιες οι περιπτώσεις όπου πραγματικά επιλέγεται ο καταλληλότερος, ο αξιότερος. Επίσης, και στον ιδιωτικό τομέα υπάρχουν περιπτώσεις αναξιοκρατίας και ευνοιοκρατίας. 

Η γενική αντίληψη είναι ότι για την επικράτηση της αναξιοκρατίας φταίνε οι πολιτικοί, φταίει το πολιτικό σύστημα, φταίει το κλίμα, φταίνε όλοι οι άλλοι……. Παρ’ όλα αυτά, η ελληνική κοινωνία δεν θέλει ούτε αξιοκρατίες, ούτε αξιολογήσεις. Δεν πιστεύει σε αυτές και κάνει ό,τι μπορεί για να ακυρώσει κάθε προσπάθεια αλλαγής. Κι όμως, η έλλειψη αξιοκρατίας ήταν η μία από τις κυριότερες αιτίες που πληθώρα νέων Ελλήνων επιστημόνων μετανάστευσε στο εξωτερικό και οδήγησε στο φαινόμενο του «brain-drain», όπως προκύπτει από έρευνα που διεξήχθη το 2018. Με αυτόν το τρόπο καταδικάζονται οι νέοι που δεν θέλουν να φτάσουν να εκλιπαρούν για τα αυτονόητα εξευτελίζοντας την προσωπικότητά τους, να πάρουν το δρόμο της μετανάστευσης, στερώντας τη χώρα από τα πιο φρέσκα και παραγωγικά μυαλά. 

Υπάρχει Ελπίδα;

Σε όλα τα προβλήματα, υπάρχει πάντοτε μια λύση. Δυστυχώς όμως εδώ μιλάμε για αλλαγή νοοτροπίας του ίδιου του Έλληνα. Φταίει η έλλειψη παιδείας στη χώρα. Είμαστε ένας λαός σε παρακμή, που η κρίση μας έκανε ακόμα χειρότερους. Χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε τη βαθιά ανωριμότητά μας, με την οποία πορευτήκαμε τα τελευταία 40 χρόνια. Η ανωριμότητα αυτή εκφράζεται καταρχήν με την αποποίηση των ευθυνών μας. «Δεν φταίμε για τα ελλείμματα, δεν φταίμε για τα δάνεια, δεν φταίμε για την ανομία, δεν φταίμε για την αδιαφορία, δεν φταίμε για τα χρέη, δεν φταίμε για το πελατειακό κράτος, για την αναξιοκρατία, για την κατάσταση της παιδείας» και ούτω καθεξής. Οι Έλληνες δεν φταίμε ποτέ και για τίποτα. Θεωρούμε ότι δεν φταίμε γιατί όλα τα προηγούμενα χρόνια είχαμε αφήσει τις τύχες μας σε άλλους. Είχαμε παραχωρήσει την ευθύνη μας στο κόμμα, στο κράτος, και γενικότερα σε οποιαδήποτε άλλη εξωτερική αρχή και θεωρήσαμε ότι αυτοί ήξεραν τι να κάνουν. Ήταν πολύ βολικό να αφήσουμε τις τύχες μας σε άλλους. Δεν χρειαζόταν ούτε σκέψη, ούτε κόπος, ούτε δουλειά. Όμως, η λειτουργία των θεσμών και συνολικά του κοινωνικού συστήματος, εξαρτάται από τις αξίες, τους κανόνες και τις πρακτικές που χρησιμοποιούν οι πολίτες μιας κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα της καθημερινής επικοινωνίας και δραστηριοποίησής τους. 

Χωρίς αλλαγή νοοτροπίας της ελληνικής κοινωνίας και αλλαγή αντίληψης, δεν υπάρχει περίπτωση να βγούμε από αυτόν τον φαύλο κύκλο. Πρέπει να αλλάξουμε τον εαυτό μας και τον τρόπο σκέψης μας. Ένας καινούργιος Διαφωτισμός χρειάζεται, για να κερδίσουμε αυτή τη μάχη. Σύμφωνα με τον Καντ, «Διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητά του, για την οποία ο ίδιος είναι υπεύθυνος. Ανωριμότητα είναι η αδυναμία να μεταχειρίζεσαι το νου σου χωρίς την καθοδήγηση ενός άλλου». Χρειάζεται, επομένως, να συνειδητοποιήσουμε ότι ο μορφωμένος άνθρωπος επενδύει συστηματικά στην πνευματική και συναισθηματική του καλλιέργεια, η οποία προκρίνεται ως η μοναδική λύση στην κρίση που βιώνουμε. Η μάχη αυτή δεν κερδίζεται εύκολα. Χαράσσει, όμως, έναν δρόμο που θα οδηγήσει σε μία καλύτερη κοινωνία και ένα καλύτερο μέλλον.