Πιθανή ανάσταση αρχαίων μορφών ζωής: Οργανισμοί 830 εκατ. ετών «κλειδωμένοι» σε κρυστάλλους

Οι μικροοργανισμοί παγιδεύτηκαν 830 εκατομμύρια χρόνια πριν.
Open Image Modal
Ali Majdfar via Getty Images

Κρύσταλλοι αλάτων από την Κεντρική Αυστραλία διαπιστώθηκε ότι είχαν «κλειδωμένους» μέσα τους μικροοργανισμούς που παγιδεύτηκαν πριν από 830 εκατομμύρια χρόνια – και υπάρχει περίπτωση κάποιοι εξ αυτών να είναι ακόμα ζωντανοί.

Όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα του Live Science, οι συγκεκριμένοι μονοκύτταροι οργανισμοί ήταν κλεισμένοι σε μικροσκοπικούς θύλακες υγρού (μικρότερου πλάτους από μια ανθρώπινη τρίχα), σε αλίτη, από έναν σχηματισμό ιζηματογενών βράχων. Οι μικροοργανισμοί αυτοί έζησαν περίπου ένα δισεκατομμύριο χρόνια πριν, σε ένα ρηχό, αλατούχο θαλάσσιο περιβάλλον ή σε μια ρηχή αλατούχα λίμνη. Οι ερευνητές ανακάλυψαν αυτές τις αρχαίες μορφές ζωής εξετάζοντας τους κρυστάλλους μέσω οπτικής μικροσκοπίας, χωρίς να διαταράσσουν τους θύλακες υγρού, και η κατάσταση των μορφών ζωής μέσα τους είναι άγνωστη. Ωστόσο επιστήμονες έχουν υποστηρίξει στο παρελθόν πως κατάφεραν να αναστήσουν πρωτόγoνους μικροοργανισμούς σε κρυστάλλους άλατος, οπότε και οι αυστραλιανοί μικροοργανισμοί θα μπορούσαν να είναι επίσης ζωντανοί.

Αρχαίοι μικροοργανισμοί έχουν βρεθεί ξανά σε κρυστάλλους άλατος, με τους αρχαιότερους να ανάγονται στην Πέρμια Περίοδο, περίπου 250 εκατομμύρια χρόνια πριν. Οι περισσότερες μελέτες πάνω σε αυτούς τους κρυστάλλους, ωστόσο, είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή τους, όπως σημειώνει η Σάρα Σρέντερ Γκόμες, που έκανε την έρευνα ενώ ήταν στο West Virginia University. Σε προηγούμενες μελέτες έρευνες επιστήμονες έβγαλαν τα υγρά που ήταν κλεισμένα μέσα στους κρυστάλλους με σύριγγα, ή συνέθλιψαν ή διέλυσαν τους κρυστάλλους για να εξετάσουν το εσωτερικό τους.

 

 

Οι μέθοδοι αυτοί μπορούν να κάνουν δύσκολη την κατανόηση της ηλικίας των μικροοργανισμών. Για παράδειγμα, κάποιοι θύλακες υγρού σχηματίζονται άμεσα καθώς διαμορφώνεται ο κρύσταλλος άλατος, κάτι που σημαίνει πως οτιδήποτε παγιδεύεται μέσα έχει την ίδια ηλικία με τον κρύσταλλο, όπως είπε η Σρέντερ Γκόμες. Άλλοι θύλακες σχηματίζονται αργότερα, καθώς γεμίζουν οι ρωγμές στο κρύσταλλο. Όταν ο κρύσταλλος συνθλιβεί, είναι δύσκολο να διασφαλιστεί πως οι πρωταρχικοί και οι δευτερεύοντες θύλακες υγρού δεν αναμειγνύονται.

Στο πλαίσιο της νέας μελέτης εξετάστηκε αλίτης από τον σχηματισμό Browne της Αυστραλίας, που διατηρεί ένα αρχαίο, πλούσιο σε άλας τοπίο. Οι ερευνητές πήραν δείγματα αλίτη από βάθη μεταξύ 1.481 και 1.520 μέτρων από τη σημερινή επιφάνεια και τον έκοψαν σε φέτες ενός χιλιοστού. Μεταξύ εξέτασαν μικροσκοπικά τον αλίτη χρησιμοποιώντας τόσο ορατό όσο και υπεριώδες φως, μεγεθύνοντας τα περιεχόμενα των θυλάκων μέσα μέχρι και 2.000 φορές και εστιάζοντας στους κύριους κρυστάλλους που σχηματίστηκαν πριν από 830 εκατομμύρια χρόνια πριν.

Μέσα οι επιστήμονες ανακάλυψαν ευκαρυώτες και προκαρυώτες (βακτήρια και αρχαία άνευ πυρήνα). Ξεχώρισαν αυτούς τους οργανισμούς μέσω σχήματος, μεγέθους, χρώματος και φθορισμού υπό υπεριώδες φως, είπε η Σρέντερ Γκόμες.

Οι ερευνητές δεν μπορούσαν να διαπιστώσουν το ακριβές είδος αυτών των μικροοργανισμών, αν και ένας μοιάζει πολύ με Dunaliella, μια πολύ κοινή άλγη που συναντάται τόσο σε αρχαία όσο και σε σύγχρονα αλατούχα περιβάλλοντα. Οι οργανισμοί είναι πολύ μικροί, διαμέτρου 0,5-5 microns (συγκριτικά, μια ανθρώπινη τρίχα έχει πλάτος περίπου 70 microns).

Οι αλατόφιλοι μικροοργανισμοί είναι πολύ ικανοί στο να επιζούν, καθώς μπορούν να πέφτουν σε νάρκη ή να αλλάζουν τους μεταβολισμούς τους για να παραμένουν ζωντανοί σε περιόδους κατά τις οποίες το νερό γύρω τους εξαφανίζεται, είπε η Γκόμες. Το 2000 επιστήμονες υποστήριξαν πως είχαν αναστήσει ένα βακτήριο 250 εκατομμυρίων ετών από αλάτι, αν και δεν μπορούσαν να αποδείξουν ότι τα «βακτήρια ζόμπι» τους δεν είχαν προκύψει από σύγχρονες μολύνσεις. Άλλοι πολύ παλιοί μικροοργανισμοί έχουν αναζωογονηθεί με μεγαλύτερη βεβαιότητα, περιλαμβανομένων βακτηρίων 101,5 εκατομμυρίων ετών. Μέχρι τώρα οι εν λόγω κρύσταλλοι δεν έχουν διατρηθεί για να διαπιστωθεί εάν οι αυστραλιανοί μικροοργανισμοί μπορούν να ξαναζήσουν. «Αν μπόρεσαν να επιβιώσουν για 250 εκατομμύρια χρόνια, τι θα ήταν μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια παραπάνω;» είπε η Γκόμες. «Είναι σίγουρα μια πιθανότητα για το μέλλον να προσπαθήσουμε να τους καλλιεργήσουμε».