Τι πάει στραβά με τη δημοσιογραφία στην Ελλάδα

Η ποιοτική δημοσιογραφία συνδέεται με την ποιότητα της δημοκρατίας; Ή μήπως η ποιότητα της δημοκρατίας συνδέεται με την ποιοτική δημοσιογραφία;
|
Open Image Modal
Φωτογραφία αρχείου
picture alliance via Getty Images

Κατρακύλα της Ελλάδας στην κατάταξη για την Ελευθερία του Τύπου διαπιστώνουν οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσαν για το 2022 με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ελευθερίας του Τύπου. Βάσει των στοιχείων η χώρα μας συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ βρίσκεται στη χειρότερη θέση, ξεπερνώντας ακόμη και την Βουλγαρία.

Συγκεκριμένα η Ελλάδα κατρακύλησε 38 θέσεις και από την 70η θέση το 2021 βρέθηκε στην 108η μέσα σε ένα χρόνο.

Προσωπικά βρίσκω προβληματικά διάφορα στοιχεία στην έρευνα των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα καθώς παρόλα τα προβλήματα που υπάρχουν και κάθε δημοσιογράφος στην Ελλάδα γνωρίζει ποια είναι αυτά, δεν μπορώ να δεχθώ ότι βρισκόμαστε κοντά σε διδακτορικά καθεστώτα όσον αφορά την ελευθερία του Τύπου στη χώρα μας. 

Επίσης αίσθηση προκαλεί ότι οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα έχουν συμπεριλάβει και μια παράνομη κρατική οντότητα, τη «Βόρεια Κύπρο» και μάλιστα την έχουν κατατάξει στην 81η θέση άσχετα εάν το ελεγχόμενο από την Άγκυρα καθεστώς φυλακίζει και κυνηγά ελεύθερες φωνές όπως τον Τουρκοκύπριο δημοσιογράφο Σενέρ Λεβέντ.

Όμως αρκετά από τα ευρήματα σχετικά με τη χώρα μας προβληματίζουν και  κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την ποιότητα της  Δημοκρατίας στη Ελλάδα.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι μέρος ομιλίας του γράφοντος με τίτλο «Δημοσιογράφοι και Αλγόριθμοι» στο πλαίσιο μιας σειράς διαδικτυακών Στρογγυλών Τραπεζών με θέμα «Το Οπτικοακουστικό την Εποχή της Πανδημίας» που διεξήχθησαν τον Οκτώβριο του 2020 από το Εργαστήριο Μελέτης Θεσμικού Λόγου του Τμήματος Φιλοσοφίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και από τον Τομέα Ανθρωπιστικών, Κοινωνικών Επιστημών και Δικαίου της Σχολής Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.

Οι ομιλίες όλων των συμμετεχόντων περιέχονται πλέον στην ειδική έκδοση με τίτλο “To Οπτικοακουστικό στην εποχή της Πανδημίας” από τις εκδόσεις Ελληνοεκδοτική (στη σειρά Mελέτες – Δοκίμια – Συλλογικοί Τόμοι)  και με επιστημονική επιμέλεια από τους Κώστα Θεολόγου και Γιώργο Αραμπατζή.

Δημοσιογράφοι και Αλγόριθμοι 

Η εξέλιξη της πανδημίας προκαλεί τεράστια ανησυχία για τη δημόσια υγεία. Παράλληλα, διαπιστώνουμε ότι η ομαλότητα της καθημερινότητας, όχι μόνο στην Ελλάδα, δεν είναι πλέον δεδομένη. Οι κρίσεις είναι η νέα κανονικότητα.

Σε αυτή την τόσο μεταβατική εποχή είναι ιδιαίτερα σημαντικό να αναγνωρίσουμε τον ρόλο που μπορεί να παίξει η ανεξάρτητη και ποιοτική δημοσιογραφία. Τώρα είναι η στιγμή που τη χρειαζόμαστε περισσότερο από ποτέ. Τώρα είναι που χρειαζόμαστε ικανούς δημοσιογράφους με επιστημονικές γνώσεις, ανθρώπους που θα μπορούν να κάνουν ερευνητική δημοσιογραφία, που θα μπορούν να διαχειριστούν τον τεράστιο όγκο πληροφοριών και να ξεχωρίσουν τις αληθείς από τις ψευδείς ειδήσεις.

Είναι επιτακτική η ανάγκη για ελεύθερη πρόσβαση στην πληροφορία, όπως επιτακτική είναι και η ανάγκη η δημοσιογραφία στην Ελλάδα να καταφέρει να επανεφεύρει τον εαυτό της. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την αρωγή των δημοσιογραφικών σωματείων, εάν καταφέρουν να προσαρμοστούν στη νέα εποχή και να αποδεσμευθούν από τις κομματικές εξαρτήσεις, την κυβέρνηση, τους ιδιοκτήτες των μέσων ενημέρωσης. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί ήδη επισημαίνουν την κρισιμότητα της κατάστασης όσον αφορά στα ΜΜΕ. 

“Πόσο απέχουμε από το όραμα-στόχο της «αποδεσμευμένης» δημοσιογραφίας, ιδίως στην εποχή της πολιτικής ορθότητας;”

Στη διαδικασία αποδέσμευσης μπορεί να συμβάλει η κοινωνία των πολιτών και ο μάχιμος δημοσιογράφος που ακόμη έχει επαγγελματικό όραμα. Υπάρχει μια αμφίδρομη σχέση που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας, εάν θέσουμε το παρακάτω ερώτημα: Η ποιοτική δημοσιογραφία συνδέεται με την ποιότητα της δημοκρατίας; Ή μήπως η ποιότητα της δημοκρατίας συνδέεται με την ποιοτική δημοσιογραφία;

Πιστεύω πως η ελευθερία της έκφρασης και η ανεξαρτησία των μέσων ενημέρωσης διέπουν ως βασικές αρχές την ευρωπαϊκή δημοκρατία και είναι αυτές οι οποίες θα μας επιτρέψουν να ξεπεράσουμε τις μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η δημοσιογραφία. Είναι έτσι τα πράγματα; Πόσο απέχουμε από το όραμα-στόχο της «αποδεσμευμένης» δημοσιογραφίας, ιδίως στην εποχή της πολιτικής ορθότητας; Φοβάμαι πως το μέλλον είναι δυσοίωνο και ένας από τους λόγους είναι ότι ήδη βρισκόμαστε στο μέλλον και προσπαθούμε να το κατανοήσουμε με όρους του παρελθόντος.

Πολύ σωστά τονίσθηκε από τους διοργανωτές της διαδικτυακής συζήτησης «Το Οπτικοακουστικό στην Εποχή της Πανδημίας» πως «η τρέχουσα πανδημία αναδεικνύει όψεις του οπτικοακουστικού καθεστώτος. Πράγματι, η εικόνα και το αναλογικό φωτόγραμμα έχουν απωθηθεί ως παγιώσεις και αντικαθίστανται από αέναη ψηφιακή ροή πληροφοριών, η οποία αφαιρεί τη γνώση από αυτές τις πληροφορίες, τις καθιστά, δηλαδή, κενές γνωσιολογικού, δηλαδή αξιακού περιεχομένου». Με αφορμή αυτή την τοποθέτηση αναπόφευκτα αναστοχαζόμαστε τη διάσημη ρήση του Καναδού επικοινωνιολόγου Μάρσαλ Μακ Λούαν (Marshall McLuhan) «Το Μέσο είναι το Μήνυμα». 

“Ο online τρόπος ζωής μας έχει αλλάξει τις εγκεφαλικές περιοχές που σχετίζονται με την προσοχή, τη μνήμη και τις κοινωνικές δεξιότητες.”

Σε μια ομιλία του ο Μακ Λούαν, εξηγώντας τη σκέψη του, είχε αναφέρει ως παράδειγμα το τηλέφωνο, λέγοντας πως δεν έχει μεγάλη σημασία τι λέει κάποιος στις τηλεφωνικές συνομιλίες. Άλλωστε, αυτό επηρεάζει ελάχιστους. Όμως, το τηλέφωνο ως υπηρεσία είναι από μόνο του ένα τεράστιο περιβάλλον. Αυτό είναι το μέσο και το περιβάλλον που επηρεάζει τους πάντες και τα πάντα. Το ίδιο συνέβη και με την τυπογραφία. Δεν έχει τόση σημασία το τι τυπώθηκε. Αυτό που έχει σημασία είναι πως η τυπογραφία ήταν το περιβάλλον εκείνο που επηρέασε και άλλαξε τα πάντα. Αυτά έλεγε ο Μακ Λούαν πολύ πριν εμφανιστεί το διαδίκτυο, αναφερόμενος στα ηλεκτρονικά μέσα της εποχής και ειδικότερα στην τηλεόραση.

Σήμερα έχουμε το διαδίκτυο, τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης αλλά και την τηλεόραση στη σύγχρονη μορφή της. Αυτό είναι το περιβάλλον στο οποίο όλοι μας ζούμε, δυνητικό και ταυτόχρονα πραγματικό. Τα συγκεκριμένα μέσα διαμορφώνουν ταυτότητες και την κοινωνία και είναι άμεσα σχετιζόμενα με την ποιότητα της δημοκρατίας.

Σήμερα έχουμε συνεχή εναλλαγή πληροφοριών και, όπως θα έλεγε και ο Μακ Λούαν, τα μέσα είναι επέκταση του νευρικού μας συστήματος. Νομίζω πως πρέπει να δούμε τα αρνητικά των μέσων σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Τα αρνητικά που έχουν να κάνουν με το υποσυνείδητό μας, με την ψυχολογία, με την υγεία αυτών που εργάζονται στον χώρο των μέσων ενημέρωσης και αυτών που δέχονται ή, καλύτερα, «βομβαρδίζονται» με την πληροφορία.

Πρέπει να δούμε ποιες είναι οι κοινωνικές επιπτώσεις και οι επιπτώσεις στο πολίτευμα. Εάν καταλάβουμε τα νέα μέσα και τα εξηγήσουμε, ίσως καταφέρουμε να ακυρώσουμε τις αρνητικές πτυχές τους και να αναδείξουμε ό,τι πιο θετικό μπορούμε. 

“Υποστηρίζεται πως τα νέα μέσα είναι αρκετά συμμετοχικά, επιτρέπουν την αλληλεπίδραση του αναγνώστη με τον δημοσιογράφο.Έχουμε, όμως, πράγματι μια νέα τύπου συμμετοχική δημοκρατία; Και τι σχέση έχει αυτή η δημοκρατία με τους αλγόριθμους;”

Μερικές διαπιστώσεις με τις οποίες νομίζω ότι λίγο πολύ όλοι είμαστε εξοικειωμένοι: Μια από αυτές είναι η συνεχής έκθεση στην οθόνη ή καλύτερα στις οθόνες του κινητού, της τηλεόρασης, του υπολογιστή, από την ώρα που θα ξυπνήσουμε μέχρι να κοιμηθούμε. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μια αλληλεπίδραση μεταξύ αυτών που επί είκοσι τέσσερις ώρες παρέχουν την πληροφορία και αυτών που την καταναλώνουν – γιατί πρόκειται για κατανάλωση, και μάλιστα βουλιμική.

Η συγκεκριμένη παράμετρος πρέπει να εξεταστεί τόσο σχετικά με τις γνωστικές ικανότητές μας όσο και με την αντίληψη της εικόνας που έχουμε για τον εαυτό μας αλλά και τη σχέση μας με τον Άλλο. Υποστηρίζεται πως τα νέα μέσα είναι αρκετά συμμετοχικά, επιτρέπουν την αλληλεπίδραση του αναγνώστη με τον δημοσιογράφο.

Έχουμε, όμως, πράγματι μια νέα τύπου συμμετοχική δημοκρατία; Και τι σχέση έχει αυτή η δημοκρατία με τους αλγόριθμους; Όσον αφορά στην καταιγιστική ροή των πληροφοριών, μελέτες έχουν δείξει ότι παρεμβαίνει στις νοητικές λειτουργίες μας. Ο online τρόπος ζωής μας έχει αλλάξει τις εγκεφαλικές περιοχές που σχετίζονται με την προσοχή, τη μνήμη και τις κοινωνικές δεξιότητες. Η συνεχής ενασχόληση με την οθόνη έχει διαπιστωθεί πως οδηγεί σε μείωση της φαιάς ουσίας σε συγκεκριμένες περιοχές του προμετωπιαίου φλοιού οι οποίες ευθύνονται για τη διατήρηση της προσοχής σε ένα έργο. Επίσης, διαπιστώνεται ότι διαρκώς μειώνονται οι μνημονικές μας ικανότητες. Έχουμε τόση υπερπληροφόρηση, διαβάζουμε τόσα κείμενα μέσα στην ημέρα και έπειτα από λίγο έχουμε ξεχάσει τι διαβάσαμε.

Όσον αφορά στη σχέση δημοσιογράφου-κοινού, πράγματι έχει αλλάξει. Αναρτάται ένα κείμενο σε μια ιστοσελίδα και αμέσως ο αναγνώστης σχολιάζει δημοσίως. Η ποιότητα των σχολίων πολλές φορές είναι αμφίβολη. 

“Το μέλλον, επισημαίνουν οι ειδικοί, θα είναι η πρωτογενής δημοσιογραφία, η ερευνητική δημοσιογραφία και οι συνεντεύξεις.”

Όμως, υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα. Το κοινό αξιολογεί, ακόμη και ανεξάρτητα από τη θέλησή του, μέσω των διαδικτυακών μετρήσεων και των αλγορίθμων, τα άρθρα με τα περισσότερα «κλικ». Έτσι, οι δημοσιογράφοι γίνονται δέσμιοι αυτών των «κλικ». Αρχισυντάκτες και εργοδότες παρακολουθούν αυτές τις μετρήσεις, γιατί σημαίνουν έσοδα από τις διαδικτυακές διαφημίσεις. Η δε έλλειψη αυτών των «κλικ» μπορεί να σημαίνει και απόλυση. Ως εκ τούτου, το παραγόμενο δημοσιογραφικό έργο χάνει σε αξία, γιατί πρέπει να υπάρξουν τίτλοι προβοκατόρικοι, προκλητικοί και θέματα που φαίνεται να επιθυμεί το κοινό.

Άρα, αντί το δημοσιογραφικό έργο να προάγει τον πολιτισμό, την παιδεία, την κριτική σκέψη, κάνει ακριβώς το αντίθετο. Μιλώντας για αλγόριθμους θα πρέπει να αναφερθεί και η τεχνητή νοημοσύνη. Αυτά τα δύο είναι μία πραγματικότητα στην παραγωγή, διαχείριση και διανομή ειδήσεων, ιδίως στο εξωτερικό. Για παράδειγμα, το ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters χρησιμοποιεί σχετικά προγράμματα, αλλά έχει βάλει ως προτεραιότητα να μην αντικαταστήσει τον δημοσιογράφο.

Η ευρεία χρήση λογισμικού υπολογιστικών συστημάτων επιτρέπει την αυτοματοποιημένη συγγραφή τίτλων, κειμένων, την ιεράρχηση και ταξινόμηση ειδήσεων, την εύρεση άρθρων σχετικών με τη θεματολογία που ενδιαφέρει τον δημοσιογράφο/χρήστη. Μέρος των ειδήσεων που μεταφράζονται-αντιγράφονται χωρίς καμία κριτική σκέψη είναι προϊόντα αυτών των προγραμμάτων. Αυτά τα προγράμματα βοηθούν τους δημοσιογράφους στο εξωτερικό να κάνουν καλύτερη και ποιοτικότερη ερευνητική δημοσιογραφία. Το μέλλον, επισημαίνουν οι ειδικοί, θα είναι η πρωτογενής δημοσιογραφία, η ερευνητική δημοσιογραφία και οι συνεντεύξεις.

 

“Αυτό που συμβαίνει, στην αυγή της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, είναι ότι δημιουργείται ένα νέο προλεταριάτο, αυτό των δημοσιογράφων...Τεράστιοι όγκοι πανομοιότυπων κειμένων πρέπει να παραχθούν γρήγορα στη βαριά βιομηχανία της ενημέρωσης.”

Ας δούμε τώρα τι γίνεται στην Ελλάδα. Ο κορονοϊός έχει πλήξει τον τομέα των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Αλλά το πρόβλημα προϋπήρχε. Τώρα είναι ακόμη πιο εμφανές. Η αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης σχετικά με την πανδημία είναι επιτακτική και δεν είμαι σίγουρος πόσο εύκολο είναι για αρκετούς δημοσιογράφους να διακρίνουν την αληθινή από την ψευδή είδηση ή την προπαγάνδα. Δεν είναι τυχαίο ότι με αφορμή και τον κορονοϊό η πληροφόρηση είναι τόσο αντιφατική, που για ακόμη μία φορά έχει δημιουργηθεί σοβαρή πόλωση στην ήδη διχασμένη ελληνική κοινωνία.

Όλα αυτά έχουν επιπτώσεις όχι μόνο για τα μέσα ενημέρωσης αλλά και για τους δημοκρατικούς θεσμούς. Ο κόσμος δεν εμπιστεύεται τους θεσμούς, τα κόμματα και τα μέσα ενημέρωσης.

Πρέπει να λάβουμε πολύ σοβαρά υπόψη μας τα στοιχεία που δόθηκαν το 2020 στη δημοσιότητα, με αφoρμή την Παγκόσμια Ημέρα Ελευθεροτυπίας, από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα. Η Ελλάδα κατατάσσεται 24η στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27, με 28,80 βαθμούς, ξεπερνώντας τη Μάλτα (30,16), την Ουγγαρία (30,84) και τη Βουλγαρία (35,06).

Δύο χρόνια αργότερα συνεχίζεται η κατρακύλα της Ελλάδας στην κατάταξη για την Ελευθερία του Τύπου σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσαν για το 2022 οι Δημοσιογράφοι χωρίς Σύνορα, καθώς συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ βρίσκεται στη χειρότερη θέση, ξεπερνώντας ακόμη και την Βουλγαρία.

Όλοι μας γνωρίζουμε, πως σήμερα, αύριο, μεθαύριο, τις μέρες και τους μήνες που ακολουθούν, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, θα διαβάσουμε τα ίδια μονότονα και ανούσια άρθρα, χωρίς καμία κριτική σκέψη. Θα βομβαρδιστούμε ή θα σας βομβαρδίσουμε εμείς οι δημοσιογράφοι με βλακώδη άρθρα στο διαδίκτυο και αναπαραγωγή κειμένων από ιστότοπο σε ιστότοπο με τους ίδιους προλόγους και επιλόγους. Αυτό που συμβαίνει, στην αυγή της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, είναι ότι δημιουργείται ένα νέο προλεταριάτο, αυτό των δημοσιογράφων. Πρόκειται για σκυθρωπούς εργαζόμενους, σε ανήλιαγα γραφεία και θορυβώδεις επαγγελματικούς χώρους, με βλέμμα θολό, που φωτίζεται από την οθόνη του υπολογιστή. Τεράστιοι όγκοι πανομοιότυπων κειμένων πρέπει να παραχθούν γρήγορα στη βαριά βιομηχανία της ενημέρωσης.

 

“Το multitasking δηλαδή οι πολλαπλές εργασίες οδηγούν σε μειωμένη παραγωγικότητα και προκαλούν μείωση της φαιάς ουσίας στον πρόσθιο φλοιό του προσαγωγίου του εγκεφάλου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα σε βάθος χρόνου την πρόκληση ψυχιατρικών διαταραχών, την αδυναμία συγκέντρωσης, τα προβλήματα μνήμης, τη διάσπαση προσοχής, την ευερεθιστότητα, την αύξηση καρδιακών παλμών.”

Η καθημερινότητα του δημοσιογράφου είναι τα πολλά ανοικτά «παράθυρα» στην επιφάνεια εργασίας, η μια πληροφορία να διαδέχεται την άλλη σε μικροδευτερόλεπτα, η παρακολούθηση και αλληλεπίδραση στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, e-mails, πίεση για την τήρηση αυστηρών προθεσμιών, εντατικός ρυθμός εργασίας. Οι οκτώ ώρες είναι πολλές, αλλά ελάχιστες σε αυτό το νέο περιβάλλον. Οι διαρκείς ματιές στις ειδοποιήσεις που έρχονται στο κινητό, η συνεχής ενημέρωση, η άμεση ανταπόκριση σε εργασιακά μέιλ…

Αυτή η συνεχής εναλλαγή όλο και περισσότερων εργασιών αποκαλείται και multitasking (πολλαπλές εργασίες). Την ίδια ώρα, το απαρχαιωμένο μάνατζμεντ εκτιμά ότι οι εργαζόμενοι με αυτόν τον τρόπο είναι πιο παραγωγικοί. Ωστόσο, ειδικοί στην ψυχική υγεία και σε μεγάλα πανεπιστήμια του εξωτερικού έχουν άλλη άποψη, εκτιμώντας ότι οι πολλαπλές εργασίες οδηγούν σε μειωμένη παραγωγικότητα και προκαλούν μείωση της φαιάς ουσίας στον πρόσθιο φλοιό του προσαγωγίου του εγκεφάλου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα σε βάθος χρόνου την πρόκληση ψυχιατρικών διαταραχών, την αδυναμία συγκέντρωσης, τα προβλήματα μνήμης, τη διάσπαση προσοχής, την ευερεθιστότητα, την αύξηση καρδιακών παλμών.

Το 2017 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κάλεσε την Κομισιόν και τα κράτη μέλη να ευαισθητοποιήσουν τους οικονομικούς και κοινωνικούς φορείς όσον αφορά στις επιπτώσεις του multitasking και να προωθήσουν μια οργάνωση της εργασίας που να «συμφιλιώνει» την παραγωγικότητα με την υγεία των εργαζομένων.

Όταν οι δημοσιογράφοι έχουν αυξημένους καρδιακούς παλμούς, σαν να είναι πιλότοι μαχητικών αεροσκαφών, στρες και αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης, άγχος, κατάθλιψη, αϋπνία και διαταραχές ύπνου, πονοκεφάλους, προβλήματα όρασης, δερματικές παθήσεις, αρθρίτιδα, αισθήματα ενοχής, χαμηλής αυτοεκτίμησης ή απελπισίας, απώλεια δημιουργικότητας, σύνδρομο εργασιακής εξουθένωσης –η λίστα είναι μεγάλη–, τότε για ποιο μέλλον μπορούμε να μιλήσουμε;

 

“Είναι προς όφελος των εργοδοτών, της κοινωνίας, της δημοκρατίας και, φυσικά, των εργαζομένων να διεξαχθεί μια κοινωνιολογική έρευνα σε συνθήκες πανδημίας με στόχο την αλλαγή της εργασιακής κουλτούρας για μια διαφορετική δημοσιογραφία που θα την ασκούν άνθρωποι και όχι αλγόριθμοι.”

Πριν από λίγα χρόνια βρέθηκε στην Αθήνα ο πρόεδρος της «The New York Times Company» και πρώην γενικός διευθυντής του BBC, Mark Thompson. Στην ομιλία του όσον αφορά στη δημοσιογραφία σε σχέση με τον Τραμπ και τον λαϊκισμό, είπε πως αυτή είναι η στιγμή της: «Οι δημοσιογράφοι πρέπει να εξηγήσουν στον κόσμο τι συμβαίνει. Ο δημοσιογράφος πρέπει να σηκώσει το ανάστημά του. Πρακτικά, αυτό σημαίνει πως η δημοσιογραφία είναι κάτι που κοστίζει και πρέπει να πληρώνεται καλά». Σημείωσε δε πως από την ημέρα ανόδου του Τραμπ στην εξουσία οι πωλήσεις της εφημερίδας και οι ψηφιακές συνδρομές αυξήθηκαν, ενώ επενδύθηκαν πέντε εκατομμύρια δολάρια για την ενίσχυση της ερευνητικής δημοσιογραφίας στα γραφεία της Ουάσιγκτον.

Συμπερασματικά, είναι προς όφελος των εργοδοτών, της κοινωνίας, της δημοκρατίας και, φυσικά, των εργαζομένων να διεξαχθεί μια κοινωνιολογική έρευνα σε συνθήκες πανδημίας με στόχο την αλλαγή της εργασιακής κουλτούρας για μια διαφορετική δημοσιογραφία που θα την ασκούν άνθρωποι και όχι αλγόριθμοι.