Το καλεντάρι της νοσταλγίας

Κι έφυγε η προσμονή, τυλίχτηκε κάπου στο στρογγύλεμα της όμικρον, που προαναγγέλει μεταλλάξεις ίσως κι ως το... ωμέγα.
|
Open Image Modal
David Pollack via Getty Images

Στον τοίχο ένα ημερολόγιο μικρό με κάτι άθλια τετράστιχα στην πίσω πλευρά της κάθε μέρας. Όποτε έφτανε Δεκέμβρης, σκαρφάλωνα κρυφά σε ένα ξύλινο καρεκλάκι και ξεκόλλαγα τα εσωτερικά φυλλαράκια από το καλεντάρι, για να έρθουν οι γιορτινές μέρες πιο γρήγορα...

Απορούσα, πως ο πατέρας καταλάβαινε πάντα ποιός είχε κάνει τη διαολιά. Ποιός μίκραινε τη σειρά των ημερών στο καλεντάρι, ποιός άφηνε από τη σοκολάτα μόνο το περιτύλιγμα, ποιός έκανε λάσπες στα γυαλισμένα πατώματα, ποιός ζωγράφιζε λουλούδια και πεταλούδες στις πίσω σελίδες των βιβλίων του αδερφού μου, ποιός μείωνε αλγεβρικά τα σιροπιαστά μελομακάρονα, ποιός τρύπωνε τα βράδια στην ακρούλα του γονεϊκού κρεββατιού. Αργότερα, που μεγάλωσα, κατάλαβα πως μόνο ένας στο σπίτι φορούσε τόσο μικρό νούμερο παπούτσια και για να φτάσει στο ημερολόγιο ή στο σερβάν με τα μελομακάρονα, χρειαζόταν καρεκλάκι...

Φτωχικά μα ευτυχισμένα χρόνια, στη  μικρογειτονιά που μεγάλωσα. Από τις χαραμάδες έμπαζε παγερό άνεμο και ευρωπαϊκές αναζητήσεις για μια Ελλάδα που αναζητούσε την ταυτότητά της και το δημοκρατικό της βηματισμό, μετά το... γύψο. Κουτσό, κρυφτό, τα «μήλα», βώλους και «μέντα-μέντα» παίζαμε στις αλάνες και τα στενάκια. Η μόνη οθόνη που υπήρχε στη ζωή μας ήταν αυτή της ασπρόμαυρης τηλεόρασης που κι αυτή έπαιζε όλα κι όλα δυό κανάλια. 

Βιτρίνες ολόφωτες με ρούχα και παιχνίδια που έμοιαζαν στα παιδικά μου μάτια απολύτως μαγικά. Μαλακές καραμέλες πασπαλισμένες με ζάχαρη, λαμπιόνια γυάλινα που έσπαζαν με το παραμικρό, κάτι χοντρομπαλούδικα κακοφτιαγμένα αγγελάκια, μικροπωλητές που διαλαλούσαν την πραμάτεια τους, ημερολόγια και φτηνοδώρα σε καρότσια, αγιοβασίληδες με ρούχα από κόκκινη φόδρα, καστανάδες παντού να τυλίγουν σε χωνάκι εφημερίδας, τους καυτούς καρπούς. Αγαπημένο δώρο ένα ακόμη βιβλίο, για να ντύσει με φαντασία και λέξεις, τα παιδικά μου όνειρα ζωής και την ανάπαυλα των χριστουγεννιάτικων ημερών.

Στην «εξουσία» της γιορτινής κουζίνας, πρωτοκαθεδρία είχε τότε η μάνα. Ζύμωνε, με τα χέρια φουσκωμένα από την προσπάθεια, σε μια μεγάλη πήλινη λεκάνη τα μελομακάρονα, ενώ από το φούρνο αναδύονταν ευωδιές από κανελογαρύφαλλα.

Ο πατέρας και τα αδέρφια μου κουβαλούσαν διαρκώς τα «ψώνια» και τα καλούδια για το γιορτινό τραπέζι. Και τότε, κανείς δε με μάλωνε όταν τρύπωνα  στη βουερή κουζίνα ξυπόλητη κι αγουροξυπνημένη, χώνοντας τη μουσούδα στο ζυμάρι για «να μυρίσω».  Ούτε όταν γκρίνιαζα και διεκδικούσα συμμετοχή στο «πλάσιμο», με τα πιο κακοφτιαγμένα μου φοινίκια να δέχονται επαινετικά σχόλια γιατί τα είχε κάνει η… «μικρή».

Πανηγύρι γεύσεων και χαράς στο σπίτι, τις γιορτινές μέρες. Μαζεύονταν τα ετερόκλητα σόγια, η θεία με το κραγιόν στο δόντι, τα ξαδερφάκια που μας έσπαζαν τα νεύρα και τα παιχνίδια, οι θείοι σφιγμένοι στα δυό νούμερα μικρότερα σακκάκια και τη γραβάτα σφηνωμένη στο διπλοσάγονο. Μας έφερναν δώρο κάτι φτηνοπαίχνιδα της συμφοράς και σχολίαζαν τα καλοραμμένα μας ρούχα, αυτά που η μάνα ξενυχτούσε στη σίνγκερ για να μας τα ράψει. Λουστρινένια απαστράπτοντα παπούτσια, λευκές κάλτσες ως το γόνατο, πουλόβερ πλεγμένο στο χέρι, κόκκινη καρρό φουστίτσα και ολόασπρο ζεστό παλτουδάκι. Λευκός φιόγκος στα μονίμως ατίθασα μαλλιά που πλέκονταν επιμελώς σε μπουκλίτσες, μέχρι το πρώτο ξεμάλλιασμα με την αντιπαθητική ξαδέρφη.

Τα καλά σερβίτσια στο γιορτινό τραπέζι, λευκό τραπεζομάντηλο με κοφτά κεντίδια, βελούδινες κουρτίνες, έπιπλα που μύριζαν κερί και προσδοκία. Πιατέλες μοσχομυριστές και «γκαστρωμένες» που γέμιζαν κι άδειαζαν στο λεπτό, σαμιώτικο γλυκό κρασί σε ποτηράκια κρυστάλλινα και συζητήσεις ακατανόητες.

Άκουγα τις «κουβέντες των μεγάλων» καταγράφοντας ένα-ένα τα «τι» και τα «γιατί», να ρωτήσω αργότερα τον πατέρα: Τι είναι απεργία, δικαιώματα, υπερωρία, τι σημαίνει συνδικάτο και τι εργοδοσία. Ευχές και τσουγκρίσματα ποτηριών μα και ανθρώπων, στις διαρκείς οικογενειακές υποβόσκουσες αντιπαραθέσεις με μπηχτές, μικροπαρεξηγήσεις και πειράγματα. Κι ύστερα μουσική, χορευτικές φιγούρες, οι θείοι να καταλήγουν να κοιμούνται μονίμως καθιστοί στον καναπέ, οι θείες που σφούγγιζαν τις πούδρες από τα ιδρωμένα πρόσωπα και πριν φύγουν, έσκυβαν να με φιλήσουν. Κρυβόμουν πίσω από τις φούστες της μάνας μου και δήλωνα επαναστατικά: «Δε θέλω…»

Τίποτα από εκείνα που τότε «δεν ήθελα», σήμερα δεν έχει μια βαθιά αίσθηση γλυκιάς νοσταλγίας. Ίσως γιατί το καλεντάρι μας δεν έχει πια προσμονές για τα όμορφα που θα ρθουν, μήτε εκείνον τον αληθινά παιδικό ενθουσιασμό για όσα φανταζόμασταν πως θα κουβαλούσε η κάθε νέα χρονιά... Χάθηκε το ξεφύλλισμα των ημερών, καθώς μαζί με τις μέτρες μετράμε χιλιάδες κρούσματα. Κι έφυγε η προσμονή, τυλίχτηκε κάπου στο στρογγύλεμα της όμικρον, που προαναγγέλει μεταλλάξεις ίσως κι ως το... ωμέγα. 

Σαν έφευγαν τα συγγενολόγια από το σπίτι, ερχόταν η μελωμένη οικογενειακή ώρα για το «φλουρί» και τα δώρα. Στηνόμασταν γύρω από το τραπέζι με τα χοντρά λεοντοπόδαρα, έκοβε τελετουργικά ο πατέρας την πρωτοχρονιάτικη πίτα κι η μάνα με τα καλά της ρούχα αλλά παντόφλες στα πόδια, μας μάλωνε τρυφερά να μη ρίχνουμε ψίχουλα στο τριμμένο χαλί καθώς μπουκωνόμασταν ανηλεώς για να βρούμε εκείνο το κέρμα το τυλιγμένο σε χρυσόχαρτο, που έπαιζε το ρόλο του «φλουριού»... Κι ο «τυχερός» είχε το προνόμιο να δει ένα ολοστρόγγυλο ταληράκι να πέφτει στο γουρουνομούρικο κουμπαρά του.

Μου έχει λείψει εκείνο το αργοπορημένο πρωτοχρονιάτικο ξύπνημα, σε ένα σπίτι φτωχικό μα πλούσιο σε γέλια κι αγάπη. Η κόκκινη καρό κουβερτούλα, μισοτριμμένη στις άκρες μα τόσο απαλή-σαν τα χέρια της μάνας που μας ξυπνούσε με χάδια και φιλιά. Τα μικρά δωμάτια που έμπαζαν ξυλιασμένο αέρα μα και προσμονές. Μου έλειψε κι εκείνη η πεποίθηση πως μεγαλώνοντας θα ήμουν ζεστή και προστατευμένη, όπως στην αγκαλιά του πατέρα και πως όλα θα ήταν απλόχερα και λαχταριστά, σα γιορτινό τραπέζι.

Αναπολώ κι εκείνο το τσιτσίρισμα της φωτιάς στη σόμπα. Τα κάστανα που χάραζε μ’ ένα σουγιαδάκι ο πατέρας με τα τραχιά του χέρια κι όπως τα άπλωνε πάνω στη μαντεμένια επιφάνεια, άφηναν κρότο σύγκρουσης.

Εκείνες τις εποχές, οι κοινωνικοπολιτικές συγκρούσεις άλλαζαν άρδην την Ελλάδα. Αποκάλυπταν τις ιδεολογικές αποκλίσεις και δε συγκάλυπταν τις υπερμεγενθυμένες ασημαντότητες που κορδακίζονται σήμερα τους ηγήτορες. Δημιουργούσαν συνθήκες ανάπτυξης μιας αγωνιστικότητας που ξεσήκωνε η ανάγκη και διαπότιζε η ελπίδα.

Κι ο πνευματικός κόσμος της χώρας δεν εντρυφούσε σε μια υπνώτουσα δυσπραγία αλλά ξεροψηνόταν σα κάστανο στη φωτιά των ζυμώσεων. Εκεί που η στιβαρή σάρκα των ιδεολογιών και των απόψεων άλλοτε μέλωνε κι άλλοτε, ξεροψηνόταν. Μα τη γεύονταν λαίμαργα, εκείνοι που πεινούσαν. 

Ο κόσμος τότε δεν είχε εξανδραποδιστεί υπό το φόβο της πανδημίας που προελαύνει παγκοσμίως, αδηφάγα, τυραννική, τρομοκρατόρισσα. Κι οι λαοί της γης, δεν είχαν γονατίσει ή συνθηκολογήσει, τρέμοντας για την πορεία προς το αύριο που περνά μέσα από τους τύμβους νεκρών. 

Σα καμμένο κάστανο στη φουφού του σήμερα, η ελπίδα μαύρισε και μυρίζει άσχημα. Αχρήστευσε και αχρηστεύθηκε, όταν στέφθηκε με την «κορώνα» του διαρκούς φόβου. Όταν η δύναμη που φόβιζε τους εξουσιαστές, μασκοφορέθηκε και αυτοεγκλωβίστηκε σε έναν κοινωνικό απομονωτισμό, αρρώστησε και διασωληνώθηκε.

Μέσα στους αέρηδες του παγκόσμιου τρόμου, σβήνουν μέρα τη μέρα, οι προσμονές μας. Και οι μέρες στο καλεντάρι του αύριο, ξεκολλούν μία-μία και χάνονται...