Γυναικεία κακοποίηση και πρότυπα παιδείας

Πρότυπα υπάρχουν και είναι απολύτως αναγνωρίσιμα και σεβαστά από το συλλογικό μας θυμικό.
Open Image Modal
Οι Ερινύες πλήττουν τον Ορέστη
commons wikimedia

Στο εξαιρετικό δοκίμιο του Άγγελου Τερζάκη: «Έλεγχος της δημοκρατικής ιδέας» που ανθολογείται στο βιβλίο των Νέων Ελληνικών της Γ΄ τάξης των ΕΠΑΛ και έχει μπει και στις πανελλήνιες εξετάσεις των ΓΕΛ, παραλείπεται το τελευταίο και κατά τη γνώμη μου θαυμάσιο και πάντα διδακτικό κομμάτι που είναι εξαιρετικά επίκαιρο αυτές τις μέρες που τα εγκλήματα με θύματα γυναίκες γίνονται και πάλι, δυστυχώς, θέμα συζήτησης:

«Υπάρχει όμως κι ένα άλλο στάδιο βαρβαρότητας που πρέπει να ξεπεραστεί, για να είναι ένας λαός άξιος της Δημοκρατίας: το στάδιο του θαυμασμού προς τη βαναυσότητα.

 

Η χοντρή πλάνη να την περνάει κανείς για δύναμη. Συναντούμε κοινωνικά σύνολα που δεν ξέρουν, δεν υποπτεύονται τι κρύβεται πίσω από τη βαναυσότητα: πόση ουσιαστική αδυναμία, πόση ανάγκη για άμυνα, πόση μεταμφιεσμένη μνησικακία, πόσα συμπλέγματα, πόση περιφρόνηση προς το ανθρώπινο γένος, πόσοι παράγοντες αστάθμητοι και σκοτεινοί.

 

Η πραγματική δύναμη είναι κατά πολύ πιο δύσκολα εξακριβώσιμη απ’ ότι πιστεύει ο κόσμος. Εμφανίζεται αθόρυβη και σεμνή εκεί που κανένας σχεδόν δεν το φαντάζεται στο εργαστήρι του σοφού, στο κελί του αγίου, στη φυλακή του επαναστάτη. Σπανιότατα στο προσκήνιο.

 

Γιατί δύναμη ανθρώπου θα πει ένα και μόνο: δύναμη ψυχής. Κι αυτή φανερώνεται στη μοναχικότητα και στον κατατρεγμό όχι στην αγορά και στο θρίαμβο.» 

Η αποκατάσταση της πραγματικής έννοιας της δύναμης είναι εξαιρετικά επίκαιρη αυτές ειδικά τις μέρες με τα τόσο αποτρόπαια παραδείγματα εκδήλωσης της βαναυσότητας της δύναμης ως κατεξοχήν χαρακτηριστικού του αντρικού φύλου.

Είναι επείγουσα ανάγκη, αν θέλουμε μία καλύτερη κοινωνία και καλύτερες ανθρώπινες σχέσεις, υγιέστερη και ουσιαστικότερη επικοινωνία μεταξύ των φύλων, πραγματική δημοκρατία σε τελική ανάλυση, να υπενθυμίζουμε σε κάθε ευκαιρία στο σπίτι και στο σχολείο ότι πραγματική δύναμη είναι η ψυχική κι ότι η σωματική δύναμη πρέπει να τίθεται στην υπηρεσία του ασθενέστερου και όχι να χρησιμοποιείται για να επιβάλει τα πιο άγρια και ταπεινά ένστικτα.

Όσο κι αν ενοχλεί ορισμένους γιατί επιχειρούν να εκμεταλλευτούν τέτοια φαινόμενα για να επιβάλουν τα ιδεολογήματα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, που επενδύει στον κατακερματισμό των συλλογικών ταυτοτήτων και εν τέλει και του ίδιου του ατόμου, διαθέτουμε ως πολιτισμός τις αξίες και τα πρότυπα που μπορούν, εφόσον τα αναδείξουμε, να αντιπαλέψουν τη λατρεία της δύναμης ως βίαιης επιβολής είτε σε ατομικό, όπως συμβαίνει σε τόσα περιστατικά αντρικής κυρίως βίας είτε σε συλλογικό επίπεδο, όπως συμβαίνει με την επιθετικότητα της Τουρκίας.

Τα πρότυπα αυτά δεν είναι άλλα από τα διαχρονικά πρότυπα της δικής μας, αλλά και κάθε άλλης απελευθερωτικής παράδοσης, στα οποία αναφέρεται κι ο Τερζάκης: του σοφού, του αγίου και του ήρωα-προμάχου, του αγωνιστή που υπερασπίζεται το δίκιο.

Είναι το πρότυπο του καλοῦ κἀγαθοῦ συμπληρωμένου με αυτά της σοφίας και της καλοσύνης που πρώτος ο Πλάτωνας είχε τονίσει: πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται.

Πρότυπα υπάρχουν λοιπόν και είναι απολύτως αναγνωρίσιμα και σεβαστά από το συλλογικό μας θυμικό. Το ίδιο όμως αναγνωρίζουμε και τη δυνατότητα του ανθρώπου για το χειρότερο, τη σκοτεινή εκείνη πλευρά του εαυτού που κάνει ακόμη και τα πιο προικισμένα και ξεχωριστά άτομα ικανά για τα χειρότερα εγκλήματα.

Απέναντι σε αυτά ο δικός μας πολιτισμός έχει δημιουργήσει την τραγωδία ως μάθημα αποτροπής που υπενθύμιζε τη βέβαιη επιβολή της Νεμέσεως, της τιμωρίας από τους θεούς, σε όσους διέπρατταν ὓβριν, μία αντίληψη που θα διατηρηθεί και στον χριστιανισμό που θα κρατήσει με διαφορετική πλέον, ηθική, σημασία την έννοια της αρετής ως πρότυπο ζωής και θα καταδικάσει την «αμαρτία».

Ο σύγχρονος άνθρωπος όμως «σκοτώνοντας τον Θεό», μη έχοντας τον Θεό του, όπως λέμε, περιφρονεί κάθε ηθική επιταγή αναγάγοντας την «απελευθέρωση της επιθυμίας (που θα γίνει ο τάφος της κάθε εξουσίας, σύμφωνα με ένα αντεξουσιαστικό σύνθημα της δεκαετίας του ’80)» σε κυρίαρχο πρότυπο ζωής.

Η αμφισβήτηση της κατεστημένης ηθικής και κυρίως της υποκρισίας που τη χαρακτηρίζει υπήρξε, φυσικά, αναγκαία. Έφτασε όμως στο σημείο να δώσει άλλοθι στην έκφραση ταπεινών και εγκληματικών ενστίκτων, όπως η παιδεραστία, ο βιασμός, η κακοποίηση γενικότερα, στο όνομα της «σεξουαλικής απελευθέρωσης» και της περιφρόνησης κάθε ηθικού φραγμού.

Αυτό σε συνδυασμό με μία ανατροφή των παιδιών και ειδικά των αγοριών χωρίς όρια, με τα μυαλά τους φουσκωμένα με την ιδέα ότι μπορούν να «γ…ούν και να δέρνουν» ατιμώρητα τόσο από το σπίτι όσο και από το σχολείο της παραίτησης από την επιβολή ορίων, γέννησε τα τέρατα με τα οποία «πέφτουμε», τάχα, «από τα σύννεφα» όταν αντιμετωπίζουν τις γυναίκες ως αντικείμενα χρήσης για ατομική ικανοποίηση.

Τώρα που γνωρίζουμε ότι δεν είναι όλες οι επιθυμίες «καλές» και ότι δεν είναι δυνατόν να μεγαλώνουμε αγόρια που δε σέβονται κανέναν κανόνα γιατί έχουν μάθει να τους επιτρέπονται τα πάντα, είμαστε σε θέση να αναθεωρήσουμε τη στάση μας.

Οφείλουμε λοιπόν να αποκαταστήσουμε στην κλίμακα αξιών μας εκείνα τα πρότυπα παιδείας που αντί να διαλύουν την κοινότητα σε εξατομικευμένες οντότητες που ανταγωνίζονται η μία την άλλη μέσα από άπειρες ταυτότητες, όπου η κάθε μία διεκδικεί την απόλυτη αλήθεια για τον εαυτό της, θα της επιτρέψουν να ανασυγκροτηθεί στη βάση του αλληλοσεβασμού και της αλληλεγγύης, της πραγματικής αποδοχής και ανεκτικότητας αλλά και της επιβολής ορίων που χαλιναγωγούν την τάση του ανθρώπου προς το «κακό», στο όνομα της ενότητας.

***

Τάσος Χατζηαναστασίου, Δρ Ιστορίας, εκπαιδευτικός