...να μας φυλάει ο Θεός...
|
Open Image Modal
ASSOCIATED PRESS

«Είμαστε καλά. Η καταιγίδα ήταν τρομακτική. Ευτυχώς είμαστε σε τούβλινο σπίτι στο κάμπινγκ και για μας ήταν ευκολότερη η κατάσταση. Δεν μας ειδοποίησε κανείς απολύτως το προηγούμενο βράδυ, κι αυτό είναι που με ανησυχεί πιο πολύ. Έχω καλομάθει, βλέπεις, από τις ΗΠΑ. Σε ενημερώνουν με μεγάλη λεπτομέρεια και σε κατευθύνουν για το πού να πας και το τι να κάνεις. Σε ειδησεογραφικά μέσα ενημέρωσης, στις δημόσιες συγκοινωνίες, με μηνύματα στα κινητά...»

Με τα παραπάνω λόγια περιέγραψε την εμπειρία της, στις 10 Ιουλίου 2019 στη Χαλκιδική, φίλη που είχε κλείσει εκεί οικογενειακές διακοπές. Θα μπορούσε το κείμενο να ολοκληρωθεί εδώ και ο καθένας να συμπληρώσει με το μυαλό του το τι θα είχε συμβεί στους γνωστούς μου, αν τύχαινε να κλείσουν μερικές δεκάδες χιλιόμετρα δυτικότερα κι αν είχαν την έμπνευση να βγουν για φαγητό στην «στεγασμένη» ταβέρνα που σκότωσε την Ρουμάνα με το παιδάκι της. Ή το τι θα είχε συμβεί στην άλλη οικογενειακή γνωστή, αν το τροχόσπιτο στο οποίο έτρεξε να καλυφθεί βρισκόταν στο «λάθος» σημείο, όπως αυτό των άτυχων Τσέχων συνταξιούχων. 

Το παρήγορο με αυτές τις -κάθε άλλο παρά υπερβολικές- υποθέσεις είναι ότι μπορούν να διατυπωθούν και από την αντίστροφη, θετική πλευρά. Φανταστείτε να είχε γίνει -τις προάλλες αλλά και παλιότερα- στοιχειωδώς καλύτερη διαχείριση της ήδη διαθέσιμης πληροφορίας. Η Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία ήδη επί διήμερο (9 & 10/7) προειδοποιούσε για καταιγίδες, θυελλώδεις ριπαίους ανέμους και χαλαζοπτώσεις σε Κεντρική / Ανατολική Μακεδονία και Θράκη – δημοσιεύοντας και χάρτες που δεν άφηναν την παραμικρή αμφιβολία για το ότι τα σφοδρά φαινόμενα θα έπλητταν όλες τις αναφερόμενες περιφέρειες και -χειρότερα όλων- τη Χαλκιδική. Αν λοιπόν (1) αυτή η πληροφορία γινόταν «μασημένη τροφή» για Αρχές, κατοίκους και τουρίστες και (2) βρισκόταν τρόπος να φτάσει σε όσο το δυνατόν περισσότερους από αυτούς, δεν θα αυξανόταν η πιθανότητα να αυτοπροστατευθούν καλύτερα οι πιο παράτολμοι και να μεριμνήσουν περισσότερο οι αρμόδιοι για τις ζωές των ανυποψίαστων, που περιμένουν «προβλέψιμη ηλιοφάνεια» στο ελληνικό τους καλοκαίρι; Να σωθούν, με λίγα λόγια, κάποιες ζωές;

Πρώτον. Το να κάνεις «μασημένη τροφή» την εξειδικευμένη πληροφορία είναι μια δουλειά σημαντική και όχι εύκολη. Επειδή δυστυχώς δεν μπορεί ο καθένας να παραγγέλνει υπηρεσίες επικοινωνιολόγου σε καταστάσεις ανάγκης, είναι χρήσιμο αυτήν την «τέχνη» να την διδάσκονται όσοι αποστέλλουν μαζικά μηνύματα. Παράδειγμα προς αποφυγή αποτελεί το βιντεάκι που ανέβασε η Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας, για τις ενέργειες σε περίπτωση φωτιάς που απειλεί κατοικίες. Η επικοινωνία εδώ έχει εγκλωβιστεί στη γραφειοκρατική λογική «εγώ σας τα είπα και αμαρτίαν ουκ έχω». Απουσιάζει (ακόμη και μετά την καταλυτική εμπειρία της καταστροφής στο Μάτι) μια ξεκάθαρη, συνοπτική καθοδήγηση που θα περάσει στον πολίτη το μήνυμα πως η ζωή του έχει αξία μεγαλύτερη από οποιαδήποτε ακίνητη περιουσία και πως σε τέτοιες ακραίες συνθήκες η απομάκρυνση και διάσωση των ανθρώπων έχει την υπέρτατη προτεραιότητα. 

Δεύτερον. Το να φτάσει η πληροφορία στο ευρύτερο δυνατό κοινό είναι λιγότερο εξειδικευμένη δουλειά – αλλά και ακόμη δυσκολότερη υπόθεση. Η αρχή μπορεί να γίνει από τον ίδιο τον πομπό του μηνύματος. Σίγουρα με τόσους κατόχους proficiency στο ελληνικό Δημόσιο είναι εφικτό να μεταφραστούν στα αγγλικά οι λίγες αράδες των έκτακτων δελτίων της ΕΜΥ και να είναι κι αυτές διαθέσιμες σε όποιον ξένο εμπιστεύεται την επίσημη εγχώρια υπηρεσία πρόγνωσης περισσότερο από τα «μοντελάκια» των εφαρμογών στο κινητό. Και, ακόμη κι αν δεν έχει εγκατασταθεί το “reverse 112” (για το οποίο και έγινε τόσος αχρείαστος θόρυβος), οι Αρχές μπορούν ακόμη και σήμερα μέσω των εταιρειών τηλεφωνίας να ενημερώσουν οποιονδήποτε βρίσκεται σε ζώνη πιθανού κινδύνου. 

Το μπορούσαν και πέρυσι τον Ιούλιο. Το γιατί, όμως, δεν έγιναν αυτά που μπορούσαν να γίνουν έχει να κάνει με την αόρατη πλευρά του παγόβουνου, την οποία καμιά φορά παραγνωρίζουμε όταν στεκόμαστε στην επικοινωνιακή διαχείριση. Μέρος μόνο αυτής της αόρατης πλευράς (ίσως όχι το σημαντικότερο) αποτελούν οι παράγοντες της κλιματικής αλλαγής και της μεγάλης διάδοσης πολεοδομικών αυθαιρεσιών και ελλείψεων στον ελληνικό δημόσιο χώρο. Ανεξάρτητα από τις αυξητικές τάσεις των μέσων θερμοκρασιών παγκοσμίως, τόσο η περυσινή πυρκαγιά (έκτασης 13 τετραγωνικών χιλιομέτρων) όσο και η πρόσφατη θερινή βορειοελλαδική κακοκαιρία (καρμπόν με το μπουρίνι του 1983, κατά τον διευθυντή προγνώσεων της ΕΜΥ κ. Κολυδά) κάθε άλλο παρά «πρωτοφανή» φαινόμενα μπορούν να θεωρηθούν. Η δε έλλειψη πεζοδρομίων και lungomare (παραθαλάσσιων περιπατητικών διαδρομών) στους παραθεριστικούς οικισμούς είναι δυστυχώς εξίσου κοινός τόπος στην Ελλάδα όσο και οι «ελαφρές» κατασκευές που σκοτώνουν θαμώνες ή που καταρρέουν επειδή τοποθετήθηκαν πάνω τους μερικά φωτοβολταϊκά. 

Ωστόσο, η επέμβαση έκτακτης ανάγκης κανονικά οργανώνεται με παραδοχές βασισμένες στο πώς είναι τα πράγματα και όχι το πώς θα έπρεπε να είναι. Αυτό ακούγεται απλό, στην πραγματικότητα όμως είναι πιο δύσκολο από την αποστολή σωστών μηνυμάτων στους σωστούς παραλήπτες. Η έκτακτη ανάγκη δυστυχώς λείπει από τα μυαλά των περισσότερων. Η οργάνωση που χρειάζεται για την αντιμετώπισή της θεωρείται ακόμη ντεμοντέ από πολλούς, που έχουν την ψευδαίσθηση ότι η υπακοή σε Αρχές ανήκει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας «μαζί με τη χούντα». Βασικές προφυλάξεις ασφάλειας είναι αντιδημοφιλείς ή απλά άγνωστες – όπως η διατήρηση διαδρόμων διαφυγής καθαρών από εμπόδια, η χρήση της ζώνης ασφαλείας σε μπροστινά και πίσω καθίσματα και η αποψίλωση ζωνών επισφαλών για τη διάδοση φωτιάς. Η δε έγκαιρη ειδοποίηση – όχι ως μέρος της ευθυνοφοβικής κάλυψης των νώτων ή του «φαίνεσθαι» έναντι των ΜΜΕ, αλλά ως κρίκος της αλυσίδας που σώζει ζωές – διαπιστώνουμε με τρόμο ότι αποτελεί πεδίο επικίνδυνης συναίνεσης. Όχι τόσο λόγω του ότι δημοσιογράφος και πολιτικός συμφώνησαν σε τηλεοπτική εκπομπή ότι «δεν αποτελεί μείζον ζήτημα», όσο επειδή και οι περισσότεροι από εμάς, συμπεριλαμβανομένων των διαχειριστών ξενοδοχειακών υποδομών (όπως αυτής όπου έμειναν οι φίλοι μου), φαίνεται πως δεν την θεωρούν αυτονόητη υποχρέωσή τους.

Στο Μάτι υπολογίστηκε ότι θα μπορούσαν να είχαν σωθεί όλοι οι κάτοικοι αν είχαν ειδοποιηθεί έγκαιρα και απλά περπατήσει για μέγιστο χρόνο 60-90 λεπτά έως το λιμάνι της Ραφήνας. Και με μια ολοκληρωμένη κυκλοφοριακή διαχείριση σε πραγματικό χρόνο – αντικείμενο στο οποίο υπάρχει, αλλά παραμένει σκανδαλωδώς αναξιοποίητη, η εμπειρία των Ελλήνων συγκοινωνιολόγων από τους Ολυμπιακούς της Αθήνας και τη λειτουργία αυτοκινητοδρόμων – θα είχαν αποφευχθεί και οι θάνατοι των περαστικών που εγκλωβίστηκαν μέσα στη ζώνη της φωτιάς, στο πλαίσιο μιας προβληματικής ρύθμισης, για την οποία ο τότε Αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ. (και νέος Γ.Γ. του υπουργείου) δήλωνε «υπερηφάνεια». Το χειρότερο όλων είναι ότι, ενώ η Ελλάδα θα μπορούσε να τεστάρει και να εφαρμόσει τέτοιου είδους γνώση στον ένα χρόνο μετά την καταστροφή, αφιέρωνε ενέργεια στην σύνταξη (πλην, μη έγκαιρη ψήφιση) νομοσχεδίου για νέο φορέα πολιτικής προστασίας με 151 πρόσθετους διοικητικούς υπαλλήλους και ειδικούς συμβούλους – κατά σύμπτωση, θα αντιστοιχούσε περίπου μία πρόσληψη σε κάθε μέλος της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Για μια ακόμη χρονιά, ο Θεός να μας φυλάει.