Λάθη του παρελθότος πληρώνονται τώρα ακριβά, γιατί αν η Ελλάδα ήταν συμπαραγωγός χώρα πέρα όλων των άλλων θετικών στην εγχώρια αμυντική βιομηχανία, η Τουρκία δεν θα μπορούσε να προμηθευτεί Eurofighter.
Στα πλαίσια της πολιτικής εξημέρωσης του τουρκικού θηρίου, της προσδοκώμενης «ελληνοτουρκικής φιλίας» και της συνακόλουθης ανάπτυξης μιας αντιεθνικιστικής συνείδησης στην ελληνική κοινωνία, η εκσυγχρονιστική παράταξη δεν θα αρκεστεί βέβαια στην προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού μέσω του σχεδίου Ανάν, ούτε στις ειρηνιστικές ρητορείες του ΟΠΕΚ, αλλά θα προχωρήσει στη μείωση των αμυντικών δαπανών και τη συρρίκνωση των Ενόπλων Δυνάμεων. Όπως τόνισε ο πρωθυπουργός, «στη συνεδρίαση του ΚΥΣΕΑ στις 24/5/2001 η δαπάνη των εξοπλιστικών δαπανών περιορίστηκε κατά ένα τρισεκατομμύριο 300 δισεκατομμύρια δραχμές για την επόμενη τριετία»[1]. Αμέσως μετά, «τον Μάρτιο του 2002 οι μονάδες περιορίστηκαν σε αριθμό και αναδιοργανώθηκαν. Μειώθηκε δραστικά κατά 20% σε σχέση με το 1997 το στρατιωτικό προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων με το στόχο το 2015 να φτάσει τις 142.000 … Προσλήφθηκαν επαγγελματίες οπλίτες και μειώθηκε η θητεία από 21 σε 12 μήνες ικανοποιώντας ένα πάγιο αίτημα της ελληνικής νεολαίας για ταχύτερη ένταξη στην επαγγελματική ζωή»[2].
Έτσι, ιδιαίτερα στη δεύτερη πρωθυπουργία του, μετά το Ελσίνκι και τη χαλάρωση των όποιων φραγμών είχε επιβάλει, κατά την πρώτη θητεία του, το ανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ, όχι μόνο μειώνονται οι αμυντικές δαπάνες αλλά και οι ελληνόπαιδες αποσυνδέονται έτι περαιτέρω από την άμυνα της χώρας τους. Αυτή ανατίθεται προνομιακά σε επαγγελματίες, «ικανοποιώντας ένα πάγιο αίτημα της ελληνικής νεολαίας για ταχύτερη ένταξη στην επαγγελματική ζωή», δηλαδή αντιπαραθέτοντας για μια ακόμα φορά ατομική ευημερία και πατριωτισμό.
Όμως, το σημαντικότερο ίσως γεγονός υπήρξε η εγκατάλειψη της προσπάθειας σύνδεσης της αμυντικής προσπάθειας της χώρας με τη δημιουργία μιας ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας και μάλιστα σε έναν τομέα υψηλής τεχνολογικής ειδίκευσης, την αεροπορία. Ο Κώστας Σημίτης περιγράφει δύο περιπτώσεις ολιγωρίας της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, την πρώτη όταν ήταν υπουργός Εθνικής Οικονομίας, το 1985-1987 και τη δεύτερη επί δικής του πρωθυπουργίας και με αποκλειστικά δική του ευθύνη, το 2001. Στην πρώτη περίπτωση:
Ως Υπουργός Εθνικής Οικονομίας συμμετείχα στις διαπραγματεύσεις στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας με την Lockheed ώστε να κατασκευαστούν στην Ελλάδα ορισμένα εξαρτήματα των αεροπλάνων που θα αγόραζε η χώρα από την αμερικανική εταιρεία. Δύο ημέρες αφότου ολοκληρώθηκαν οι διαπραγματεύσεις και η Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία ανέλαβε την κατασκευή των εξαρτημάτων, η ίδια η ΕΑΒ δήλωσε ότι δεν ήταν σε θέση να παραγάγει τα τμήματα αυτά. Οι λόγοι δεν μου ανακοινώθηκαν (υπογρ. Γ.Κ.)[3].
Δηλαδή, ο ίδιος, παρότι υπουργός Εθνικής Οικονομίας, δέχτηκε τις δικαιολογίες της ΕΑΒ χωρίς να τις εξετάσει, παρά τη ζωτική σημασία των παραγγελιών για τη δημιουργία ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας. Για τη δεύτερη και πλέον σημαντική περίπτωση, τη δεύτερη «Αγορά του Αιώνα», διαβάζουμε σε δική του περιγραφή: «Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, η κυβέρνηση (sic) είχε επιδιώξει η χώρα να ενταχθεί στο πρόγραμμα συμπαραγωγής των Eurofighter που παραγόταν από τη Μ. Βρετανία, τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ισπανία». Ο ίδιος, ως πρωθυπουργός, «… είχε ζητήσει να συγκροτηθεί μια διευρυμένη επιτροπή, η οποία επεξεργάστηκε ένα σχέδιο σύμβασης σε κάθε λεπτομέρεια επί έξι μήνες … Η Ελλάδα ενδιαφερόταν μόνο για συμπαραγωγή. Αν συμφωνούσαμε στην αγορά 75 αεροσκαφών, τότε θα μπαίναμε στη συμπαραγωγή με ποσοστό 12%»[4]. Ωστόσο, αυτή η ειλημμένη απόφαση θα ανατραπεί αιφνίδια από τον ίδιο, σε συνεργασία με τον ομοϊδεάτη του Γιάννο Παπαντωνίου (μέλος του ΚΚΕ Εσωτερικού έως το 1980), υπουργό Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας – καθώς στο μεταξύ είχε ανοίξει η περίοδος της «ελληνοτουρκικής φιλίας».
Αφηγείται ο πρωθυπουργός:
Στις 25/1/2001, σε μια άτυπη συνεδρία της Κυβερνητικής Επιτροπής, αποφασίστηκε να επανεξετάσουμε το ύψος των αμυντικών δαπανών και ιδίως την παραγγελία των νέων μαχητικών αεροσκαφών Eurofighter… Η Ελλάδα, αν προχωρούσε στην παραγγελία, θα μπορούσε να συμμετάσχει στον ευρωπαϊκό όμιλο που τα κατασκεύασε… Στις 20/3/2001 συνήλθε η κυβερνητική επιτροπή για να συζητήσει τις δημοσιονομικές προοπτικές για την τριετία 2002-2004… Ο κύριος Παπαντωνίου … ανέφερε ότι σε περίπτωση αγοράς των Εurofighter οι δαπάνες για την άμυνα θα ξεπεράσουν το 5% του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια … Η τάση αυτή πρέπει να ανατραπεί … Πρότεινε ως εκ τούτου την αναβολή του χρονοδιαγράμματος υπογραφής εξοπλιστικών συμβάσεων και εκταμιεύσεων για μετά το 2004… Στην τελική παρέμβασή μου καθόρισα τις προτεραιότητες της τριετίας: α. Κοινωνικές πολιτικές, β. Συνέχεια αναπτυξιακής προσπάθειας και γ. Ολυμπιακοί Αγώνες… Η αγορά των Εurofighter αναβάλλεται για να εξεταστεί μετά το 2004[5]. Αναμενόμενη ήταν η έντονη αρνητική αντίδραση των αντιπροσώπων, των κατασκευαστών και των επιχειρήσεων, που σε περίπτωση αγοράς θα συμμετείχαν στην πιθανή συμπαραγωγή[6].
Και όμως, όπως όλοι γνωρίζουμε από την Ιστορία, και όπως καταδεικνύει εμφατικά το παράδειγμα της Τουρκίας, η αμυντική βιομηχανία αποτέλεσε πάντοτε το θεμέλιο της βαριάς βιομηχανίας, της μηχανολογίας και της ηλεκτρονικής όλων των αναπτυγμένων χωρών. Τα σιδηρά ξίφη προηγήθηκαν πάντοτε των αλετριών. Εάν πρυτάνευε μια λογική ενδογενούς ανάπτυξης και εθνικής εγρήγορσης, οι εξοπλισμοί θα μεταβάλλονταν σε μοχλό για την εκβιομηχάνιση, τη μεταβολή του παραγωγικού προτύπου και παράλληλα σε όπλο για την αμυντική θωράκιση της χώρας. (Και έπρεπε να περάσουν 25 χρόνια για να αρχίσει και πάλι να γίνεται συζήτηση για αμυντική βιομηχανία.)
Αλλά ο καταναλωτικός εκσυγχρονισμός δεν έχει μόνο ως προϋπόθεση την άρνηση της προτεραιότητας της πατριωτικής διάστασης στην ελληνική πραγματικότητα, αλλά και την αδιαφορία για την ουσιαστική παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας… Γι’ αυτό και ο Κώστας Σημίτης και το μεγάλο εκσυγχρονιστικό μπλοκ, παρότι κυριάρχησαν –ελλείψει ικανοποιητικής εναλλακτικής πρότασης, ενώ προφανώς πραγματοποίησαν και βήματα εκσυγχρονιστικού χαρακτήρα–, δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν ένα τελεσφόρο εκσυγχρονιστικό εγχείρημα και όλα θα καταρρεύσουν μετά το 2008.
Απόσπασμα (σσ. 141-145) από το νέο βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά, “Aτελέσφορος εκσυγχρονισμός, o Κώστας Σημίτης και η εποχή του” (Εναλλακτικές Εκδόσεις).
[1] Κ. Σημίτης, Πολιτική…, σ. 188.
[2] Κ. Σημίτης, Πολιτική…, σ.165.
[3] Κώστας Σημίτης, Δρόμοι…, ό.π., σ. 412.
[4] Βασίλης Νάνης, «Πώς η Ελλάδα έχασε 60 Eurofighters – Η απόφαση Καραμανλή και το λάθος με τα Μιράζ», Το Βήμα, 18.2.2025.
[5] Κώστας Σημίτης, Πολιτική, ό.π., σσ. 186-187.
[6] Κώστας Σημίτης, Πολιτική, ό.π., σσ. 186-187.