Αυτή είναι πραγματικά μια αξιοσημείωτη συλλογή τραγουδιών από μία από τις πιο ζωντανές λαϊκές παραδόσεις του κόσμου. Έχει την αυθεντικότητα μιας φωνής που μετέφερε τα τραγούδια για πολλά χρόνια και που τώρα έχει μεταφραστεί με φροντίδα και αγάπη. Το προτείνω με όλη μου την καρδιά.
Εντμουντ Κίλι Αμερικανός μεταφραστής, δοκιμιογράφος, νεοελληνιστής, και συγγραφέας (1928 – 2022)

Τραγούδια αγάπης, τραγούδια θανάτου, τραγούδια πολέμου, τραγούδια ληστών, τραγούδια εργασίας, τραγούδια προσευχής, τραγούδια σατιρικά, τραγούδια παιδικά, τραγούδια νανουρίσματος και ψυχαγωγίας. Περισσότερα από τριακόσια ελληνικά λαϊκά τραγούδια και ποιήματα απαγγέλθηκαν από μνήμης από τη Βασιλική Σκότς (1908 – 2012) από το ενενηκοστό έβδομο μέχρι τις αρχές του εκατοστού τέταρτου έτους της ζωής της όταν βρισκόταν στην ξενιτιά μετά από τα «πέτρινα χρόνια» της μετανάστευσης από την μακρινή και πάμπτωχη Ηπειρο, επιτυχημένη και σεβαστή πλέον στις ΗΠΑ, με παιδιά κι εγγόνια. Ο γιος της, ελληνοαμερικανός διπλωμάτης, Τομ Σκοτς (Tom Scotes), έκανε πράξη την ιδέα μιας παλιάς του δασκάλας να καταγράψει τα τραγούδια που του τραγουδούσε όταν ήταν παιδί η μητέρα του γεμάτη νόστο για την πολυαγαπημένη της πατρίδα που ίσως δεν θα ξαναέβλεπε ποτέ στο βιβλίο A Weft of Memory: A Greek Mother’s Recollection of Folksongs, Poems and Proverbs. (Ένα υφάδι μνήμης: Οι αναμνήσεις μιας ελληνίδας μητέρας από λαϊκά τραγούδια, ποιήματα και παροιμίες).

Το τελευταίο «υφάδι» στον αργαλειό της μνήμης της
Προερχόμενη από μια εποχή που έχει πλέον χαθεί σε ένα απομακρυσμένο ορεινό χωριό της Ελλάδας, όταν τα λαϊκά έθιμα και οι πεποιθήσεις ήταν ακόμη ζωντανά, η συλλογή των τραγουδιών αλλά και των παροιμιών και ρητών της Βασιλικής, που αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής ομιλίας στα ελληνικά χωριά του παρελθόντος, μπορεί να παρομοιαστεί με το τελευταίο «υφάδι» στον αργαλειό της μνήμης της. Μεταφρασμένη και σχολιασμένη από τον γιο της, αυτή η συλλογή θυμίζει τις μέρες όταν τραγουδούσε πολλά από αυτά τα τραγούδια καθισμένη σε έναν άλλο αργαλειό στο σπίτι της οικογένειάς της ψηλά στα βουνά της Πίνδου. Και σηματοδοτεί το τέλος μιας αρχαιότατης ελληνικής προφορικής παράδοσης, την οποία η Βασιλική ενσάρκωσε με θαυμαστή ικανότητα και διατήρησε επιθυμώντας παθιασμένα να μεταδώσει στις μελλοντικές γενιές.
- Ποια ήταν η πρώτη έμπνευση για να διατηρήσετε τη μνήμη της μητέρας σας;
Η πρώτη έμπνευση για την ιδέα να καταγράψω τα τραγούδια της μητέρας μου πηγαίνει πίσω σε μια αξέχαστη δασκάλα στην έβδομη τάξη, το σχολικό έτος 1943/44 (ανάμεσα στους πολλούς με τους οποίους είχα την ευλογία να διδαχθώ στο δημόσιο σχολικό σύστημα του Χάρισμπεργκ, Πενσυλβάνια, τη δεκαετία του ’30 και του ’40), τη νεαρή κυρία Στραβίνσκι, η οποία δίδασκε αγγλικά – γραμματική και λογοτεχνία. Ένα από τα θέματα ήταν οι Σκωτσέζικες Μπαλάντες των Συνόρων.
Ακούγοντάς την να τις απαγγέλλει, αλλά και διαβάζοντάς κάποιες, με εντυπωσίασε το πόσο πολύ έμοιαζαν με τα ελληνικά τραγούδια που τραγουδούσε η μητέρα μου, και της είπα ότι η μητέρα μου τραγουδούσε τραγούδια παρόμοια με τις Μπαλάντες των Συνόρων. Τραγούδια για μάχες και για έρωτα. Θυμάμαι που μου είπε ότι θα έπρεπε να τα καταγράψω και να τα ηχογραφήσω. Αυτό μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Αν και τότε δεν έκανα τίποτα, δεν ξέχασα ποτέ τα λόγια της.
Πέρασαν πολλά χρόνια και όταν η μητέρα μου ήταν πια στα ενενήντα πέντε της, ενώ επισκεπτόμασταν την κόρη μου, την Αθηνά, στη Φλόριντα, θυμήθηκα τα λόγια της κυρίας Στραβίνσκι και ζήτησα από τη μητέρα μου να μου απαγγείλει ξανά τα τραγούδια που τραγουδούσε όταν ήμουν παιδί. Θυμόμουν μερικά από αυτά, αλλά έμεινα κατάπληκτος όταν άρχισε να απαγγέλλει και να τραγουδάει το ένα τραγούδι μετά το άλλο, πολλά από τα οποία δεν είχα ξανακούσει ποτέ. Για σχεδόν έναν χρόνο, τα τραγούδια ξεχύνονταν από μέσα της, φτάνοντας τελικά σε περίπου 200. Έμεινα έκθαμβος.
Η αρχική μου ιδέα ήταν να τα ηχογραφήσω, κυρίως για την οικογένεια, αλλά πλέον ένιωθα ότι αυτός ο θησαυρός έπρεπε να μοιραστεί – ιδιαίτερα με σπουδαστές της παραδοσιακής μουσικής, αλλά και με άλλους ελληνικής καταγωγής. Για να πετύχω αυτόν τον στόχο, αποφάσισα να προσπαθήσω να τα μεταφράσω, γνωρίζοντας πλήρως ότι δεν θα ήταν εύκολο, αλλά πεπεισμένος ότι θα υπήρχε ενδιαφέρον, ιδιαίτερα ανάμεσα στην ολοένα και περισσότερο αγγλόφωνη ελληνική διασπορά, που ενδιαφέρεται για την καταγωγή της και αισθάνεται υπερηφάνεια γι’ αυτήν.
Μου πήρε περίπου πέντε χρόνια να τα μεταφράσω, να τα σχολιάσω και να κάνω την απαραίτητη έρευνα. Το βιβλίο ολοκληρώθηκε και εκδόθηκε τελικά το 2008, εγκαίρως για τα εκατοστά γενέθλια της μητέρας μου. Μετά την έκδοσή του, η μητέρα μου συνέχισε να θυμάται κι άλλα τραγούδια, ποιήματα και παροιμίες – περισσότερα από εκατό – μέχρι τον θάνατό της το 2012, σε ηλικία 104 ετών. Η δεύτερη, εμπλουτισμένη έκδοση του βιβλίου κυκλοφόρησε το 2018.

- Τι ακριβώς σημαίνει η λέξη «Weft» και γιατί επιλέξατε να τη χρησιμοποιήσετε στον τίτλο του βιβλίου σας;
Ο τίτλος του βιβλίου εμπνεύστηκε από κάτι που μου είπε η μητέρα μου: ότι τραγουδούσε πολλά από τα τραγούδια αυτά ενώ ύφαινε.
Πολλά από τα ρούχα και όλη η κλινοστρωμνή ήταν υφαντά και φτιαγμένα στο σπίτι όταν η μητέρα μου ήταν παιδί, στο χωριό της, τα Θεοδώριανα του νομού Άρτας, στην Ήπειρο, ψηλά στην περιοχή των Τζουμέρκων της οροσειράς της Πίνδου. Το «υφάδι» είναι το νήμα που περνάει το σαΐτι αριστερά – δεξιά ανάμεσα από τις τεντωμένες κλωστές στον αργαλειό, οι οποίες είναι γνωστές ως «στημόνι». Η μητέρα μου, όπως και οι περισσότερες —αν όχι όλες— οι γυναίκες του χωριού, έμαθαν να ξαίνουν, να γνέθουν και να υφαίνουν από μικρή ηλικία. Η μητέρα μου έπλεκε κάλτσες όταν ήταν μόλις έξι χρονών.
Το μόνο πράγμα που έφερε μαζί της από το χωριό όταν ήρθε στην Αμερική το 1931 ήταν ένα βαρύ, μάλλινο, μακρύτριχο σκέπασμα για το κρεβάτι, το οποίο είχε υφάνει μόνη της όταν ήταν 14 ετών. Ακόμα το έχω.

- Μπορείτε να μας πείτε λίγα λόγια για το ταξίδι των γονιών σας από την φτωχή Ελλάδα των αρχών του 20ού αιώνα προς τη Γη της Επαγγελίας;
Οι γονείς μου ήρθαν στις Ηνωμένες Πολιτείες σε δύο φάσεις. Ο πατέρας μου, Δημήτριος — ή Τζέιμς, όπως ήταν γνωστός στην Αμερική — ήρθε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1916, αλλά όχι ως μετανάστης και όχι απευθείας. Αρχικά αποβιβάστηκε στο Μόντρεαλ του Καναδά, τον Αύγουστο του 1914, ως ναυτικός πρώτης γραμμής σε βρετανικό φορτηγό πλοίο. Νωρίτερα εκείνη τη χρονιά είχε ολοκληρώσει μια διετή θητεία στο Ελληνικό Ναυτικό, κατά τη διάρκεια των Α΄ και Β΄ Βαλκανικών Πολέμων, συμμετέχοντας μεταξύ άλλων και στην απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912, καθώς είχε επιστρέψει εθελοντικά από την Αγγλία γι’ αυτόν τον σκοπό.
Από το 1910 είχε ολοκληρώσει έξι χρόνια ως δόκιμος στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων στο νησί του Πόρου και κατόπιν είχε πάει στην Αγγλία για να εργαστεί σε βρετανικά εμπορικά πλοία. Δεν του άρεσε ο Καναδάς και πέρασε στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου γρήγορα βρήκε δουλειά σε πλοία που διέπλεαν τις Μεγάλες Λίμνες. Μετά την είσοδο των ΗΠΑ στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο το 1917, συνέχισε να εργάζεται σε αμερικανικά πλοία, και το 1922 απέκτησε την αμερικανική υπηκοότητα.
Λίγο αργότερα, το 1926, έμαθε ότι κάποιοι συγχωριανοί του είχαν εγκατασταθεί στο Χάρισμπουργκ και πήγε να τους επισκεφθεί. Αυτοί τον έπεισαν να εγκαταλείψει τη ναυτιλία και να ασχοληθεί με το επαγγελματικό φαγητό, συγκεκριμένα με την εστίαση, κάτι που τελικά έκανε. Το 1930, ως πρώιμο μέλος της AHEPA, συμμετείχε στην μεγάλη εκδρομή/προσκύνημα του οργανισμού στην Ελλάδα εκείνη την άνοιξη, για τον εορτασμό της εκατονταετηρίδας της ίδρυσης του Ελληνικού Κράτους από τον Καποδίστρια, υπό την προεδρία τότε του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Κατά την παραμονή του εκεί, και μετά από 30 χρόνια, επέστρεψε στο γενέθλιο χωριό του, τα Θεοδώριανα, όπου γνώρισε και παντρεύτηκε τη μητέρα μου. Ο πατέρας μου επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες στα τέλη του 1930, και η μητέρα μου τον ακολούθησε τον Φεβρουάριο του 1931.
Η μητέρα μου, η Βασιλική Παπαχρήστου / Κυρτσία, καταγόταν από μία από τις παλαιότερες και πιο επιφανείς οικογένειες στα Θεοδώριανα, ένα απομονωμένο ορεινό χωριό που αποκλειόταν από τα χιόνια τον χειμώνα και αριθμούσε περίπου δυόμισι χιλιάδες κατοίκους και 500 σπίτια. Ήταν γνωστό στην περιοχή των Τζουμέρκων ως «κεφαλοχώρι» κατά την Οθωμανική περίοδο. Κανένας Τούρκος δεν τολμούσε να φτάσει εκεί κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, και το χωριό είχε την ευθύνη να συγκεντρώνει και να παραδίδει τον φόρο που απαιτούνταν, μεταφέροντάς τον στην πρωτεύουσα του νομού, την Άρτα.
Η ζωή ήταν σκληρή, ιδιαίτερα για τις γυναίκες, που έκαναν τη βαριά δουλειά: κουβαλούσαν νερό, έκοβαν ξύλα, σκάλιζαν και ξεχορτάριαζαν. Η οικογένεια της μητέρας μου ήταν σε καλύτερη μοίρα από πολλές άλλες στο χωριό, με αρκετή γη, πρόβατα και κατσίκια, μία αγελάδα και ένα βόδι, καθώς και πολλά άλογα.
Η μητέρα της μητέρας μου ήταν Σαρακατσάνα, κόρη μεγάλου τσελιγκά (αρχιτσελιγκά). Οι Σαρακατσάνοι ήταν συντηρητικοί, ελληνόφωνοι νομάδες, σε αντίθεση με τους ρουμανόφωνους Βλάχους και τους αρβανιτόφωνους Αρβανίτες, που επίσης ήταν κτηνοτρόφοι. Στο τέλος του 19ου αιώνα, αναγκάστηκαν από το νεοσύστατο και ακόμη αδύναμο ελληνικό κράτος να εγκατασταθούν μόνιμα σε χωριά. Η οικογένεια Πλεύρη επέλεξε τα Θεοδώριανα, καθώς ήταν κοντά στα εύφορα θερινά βοσκοτόπια του Κοστιλάτα και παρείχαν εύκολη πρόσβαση στους χειμερινούς κάμπους της Άρτας.
Δύο φορές τον χρόνο, οι κτηνοτρόφοι, όπως και η οικογένεια της μητέρας μου, ξεκινούσαν την παραδοσιακή μετακίνηση των κοπαδιών: στις 26 Οκτωβρίου, του Αγίου Δημητρίου, κατέβαιναν για δύο εβδομάδες στα χειμαδιά, ζούσαν σε καλύβες από καλάμια, έβγαζαν μαλλί και έφτιαχναν τυρί. Στις 23 Απριλίου, του Αγίου Γεωργίου, ανέβαιναν ξανά στα θερινά βοσκοτόπια. Αν και φαινομενικά γραφικά, αυτά τα ταξίδια ήταν εξαντλητικά, στρεσογόνα και μερικές φορές θανατηφόρα.
Η μητέρα μου συνόδευσε τη μητέρα της σε αρκετές από αυτές τις διαδρομές όταν ήταν παιδί, αλλά σταμάτησε όταν ξεκίνησε το σχολείο. Είχε μάθει να διαβάζει και να γράφει από τον πατέρα της και έτσι πήδηξε την Πρώτη τάξη. Ολοκλήρωσε τη Δευτέρα αλλά δεν συνέχισε ποτέ παραπέρα — κάτι που ποτέ δεν ξεπέρασε και που της άφησε πικρία και θλίψη.
Παρόλο που ποτέ δεν ξέχασε την έλλειψη εκπαίδευσης, έγινε παθιασμένη αναγνώστρια εφ’ όρου ζωής. Έμαθε όχι μόνο να μιλάει αλλά και να διαβάζει αγγλικά.
Την ημέρα που πέθανε, βρισκόμουν σε άλλο δωμάτιο (χωρίς να γνωρίζω πως θα πέθαινε εκείνο το βράδυ), αλλά την άκουσα να λέει: «Δεν μπορώ να τους συγχωρήσω. Θεέ μου, συγχώρεσέ με, αμάρτησα.»
Περιγράφω αναλυτικά την παιδική ηλικία της μητέρας μου στις υποσημειώσεις του βιβλίου μας. Αρκεί να πω ότι ήθελε πολύ να έρθει στην Αμερική για μια καλύτερη ζωή και να προσφέρει στα παιδιά της την εκπαίδευση που της είχε στερηθεί. Το ίδιο και ο πατέρας μου. Ήμουν ευλογημένος με γονείς που εκτιμούσαν και ενθάρρυναν την ανάγνωση στα ελληνικά και στα αγγλικά.
Η μητέρα μου έφτασε στις Ηνωμένες Πολιτείες στις 20 Φεβρουαρίου 1931 με το ιταλικό πλοίο Saturnia, φεύγοντας από την Πάτρα. Η τελευταία της εικόνα ήταν ο πατέρας της μόνος στην αποβάθρα να κουνά ένα λευκό μαντίλι. Ταξίδευε με μια συγγενή και ήταν έγκυος, αλλά δυστυχώς έχασε το παιδί καθώς το πλοίο έμπαινε στο λιμάνι της Νέας Υόρκης. Πέρασε μερικές μέρες στο νοσοκομείο του Έλις Άιλαντ και αφέθηκε στον πατέρα μου. Μαζί ταξίδεψαν στο Χάγκερσταουν του Μέριλαντ, όπου ο πατέρας μου δούλευε με τον θείο της μητέρας μου. Εκεί γεννήθηκα εγώ, στις 6 Ιανουαρίου 1932, και η αδερφή μου τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς.
Η Μεγάλη Ύφεση ήταν τότε στο αποκορύφωμά της και η επιχείρηση δεν μπορούσε να συντηρήσει και τις δύο οικογένειες. Έτσι, ο πατέρας μου αναζήτησε νέες ευκαιρίες και τελικά γύρισε στο Χάρισμπουργκ. Μετά από μία αποτυχημένη συνεργασία με άλλον εταίρο, το 1934 άνοιξε το δικό του εστιατόριο, το οποίο διατήρησε για σχεδόν 30 χρόνια.
Αρχικά, η μητέρα μου ήταν νοικοκυρά, αλλά με την είσοδο των ΗΠΑ στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1941, ο πατέρας μου χρειάστηκε τη βοήθειά της. Εκείνα τα χρόνια ήταν απαιτητικά για αμφότερους, αλλά δούλεψαν σκληρά και ενωμένοι, καταφέρνοντας να αναθρέψουν και να μορφώσουν την οικογένειά τους πέρα από ό,τι θα μπορούσαν να ονειρευτούν στην πατρίδα.

- Πώς αντέδρασε η μητέρα σας όταν της είπατε ότι θέλατε να διατηρήσετε ζωντανή τη μνήμη της, συγκεντρώνοντας σε ένα βιβλίο τραγούδια, ποιήματα, ιστορίες, παροιμίες και ρητά που προέρχονταν κυρίως από εκείνη; Πώς ήταν η συνεργασία σας;
Η μητέρα μου ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένη και συνεργάσιμη όταν της είπα ότι ήθελα να καταγράψω τα λόγια της όχι μόνο γραπτώς αλλά και σε κασέτα και βίντεο. Περάσαμε πολλές ευτυχισμένες ώρες μαζί, καθώς εκείνη θυμόταν και υπαγόρευε. Μόνο το έλεγε με λύπη ότι είχε χάσει τη φωνή της και δεν μπορούσε να τραγουδήσει τα τραγούδια. «Τώρα ακούγομαι σαν βάτραχος· μην με ηχογραφήσεις», διαμαρτυρόταν. Ωστόσο, κατάφερα να ηχογραφήσω μερικά από τα τραγούδια της, και αυτό αργότερα βοήθησε έναν καταξιωμένο μουσικό της Ηπειρώτικης μουσικής στην Ελλάδα να αναγνωρίσει κάποιες από τις μελωδίες. Θυμάμαι έντονα, όταν ήμουν παιδί, ότι τραγουδούσε πάντα, και με έναν ευχάριστο και μελωδικό τρόπο μπορούσε να εκτελεί επιβλητικά τα γλισσάντο (τα γυρίσματα) όταν χρειαζόταν. Ήταν σαν βελούδινη φωνή — απαλή, εύκαμπτη, αβίαστη και γοητευτική.
- Πώς οργανώσατε τη δουλειά σας για αυτό το βιβλίο; Πόσο καιρό σας πήρε να το ολοκληρώσετε; Ποιες άλλες πηγές χρησιμοποιήσατε;
Οργάνωσα το βιβλίο σε κατηγορίες: «κλεφτικά και αρματολίτικα τραγούδια· μπαλάντες· εορταστικά τραγούδια· ερωτικά τραγούδια· δίστιχα· τραγούδια γάμου· τραγούδια απουσίας και θρήνοι· τραγούδια εργασίας και χιούμορ· αρχαίες και θρησκευτικές παροιμίες· σχολικά και πατριωτικά ποιήματα· καθώς και τα τελευταία ποιήματα και τραγούδια που συνέθεσε και έγραψε η μητέρα μου στα τελευταία της χρόνια». Υπάρχει επίσης βιβλιογραφία με τα αναφοράς βιβλία που συμβουλεύτηκα, τόσο στα ελληνικά όσο και στα αγγλικά. Το βιβλίο χρειάστηκε περίπου πέντε χρόνια για να ολοκληρωθεί, περιλαμβάνοντας τη δική μου μετάφραση από το αρχικό ελληνικό κείμενο της μητέρας μου, καθώς και τη δική μου επιμέλεια και διόρθωση.
- Με ποιο κριτήριο επιλέξατε το υλικό σας και το χωρίσατε σε συγκεκριμένες κατηγορίες;
Το βασικό κριτήριο που με καθοδηγούσε ήταν να κάνω, όσο το δυνατόν καλύτερα, διαθέσιμο αυτόν τον θησαυρό της ελληνικής λαϊκής ποίησης σε ένα αγγλόφωνο κοινό, με τρόπο ποιητικό, οργανωμένο και ενημερωτικό.
- Πόσο σημαντικά είναι τα σχόλια που συνοδεύουν τα ποιήματα για την κατανόησή τους;
Πιστεύω ακράδαντα και ελπίζω ότι τα υπομνήματα και τα σχόλιά μου, καθώς και οι δύο πρόλογοι (ο πρώτος από τη διακεκριμένη μελετήτρια, Βασιλική Χρυσανθοπούλου), θα εμπλουτίσουν και θα φωτίσουν περαιτέρω τον αναγνώστη σχετικά με τον πλούτο της νεοελληνικής λαϊκής κληρονομιάς.
- Σε ποια γενιά αναγνωστών απευθύνεστε;
Και πάλι, ελπίζω όλες οι γενιές να απολαύσουν και να μάθουν κάτι από αυτό το βιβλίο, αλλά ιδιαίτερα οι νέοι των διαφόρων αγγλόφωνων ελληνικών διασπορών στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και τη Νότια Αφρική, οι οποίοι, όπως οι «Ποσειδωνιάται» στο ποίημα του Καβάφη, δεν μιλούν πια ελληνικά, αλλά θυμούνται με κάποιο νοσταλγικό ενδιαφέρον την καταγωγή τους και θέλουν να διατηρήσουν τη σύνδεσή τους με την ελληνική τους λογοτεχνική κληρονομιά.
- Με ποιους τρόπους ο Έλληνας αναγνώστης του βιβλίου σας θα γίνει καλύτερος γνώστης της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ηπείρου;
Δεν είμαι τόσο βέβαιος για τον Έλληνα αναγνώστη, ο οποίος, ανάλογα με την ηλικία του, θα έχει πιθανότατα μια αρκετά καλή ιδέα για την πολιτιστική ιστορία της Ηπείρου. Ωστόσο, ελπίζω ότι και εδώ ίσως να προσφέρω κάποιο μέχρι τώρα άγνωστο υλικό για την Ήπειρο, μαζί με πληροφορίες για τους Ηπειρώτες και τους Έλληνες της Διασποράς.
- Σε ποιο βαθμό η ταυτότητά σας ως διπλωμάτης σας ώθησε να δημιουργήσετε αυτό το βιβλίο;
Νομίζω ότι η μόνη πιθανή επιρροή που μπορεί να είχε η καριέρα μου ως διπλωμάτη στο βιβλίο είναι ότι τα ταξίδια μου με έκαναν να εκτιμήσω ακόμα περισσότερο την ποικιλομορφία αυτού του εκπληκτικού κόσμου, τόσο στη φύση όσο και στον άνθρωπο, και πόσο σημαντικό είναι να διαφυλάξουμε τα θαύματά του, ιδιαίτερα την ποίηση και τη μουσική.
- – Το βιβλίο βρίσκεται ήδη στη δεύτερη έκδοση. Ποια είναι η άποψή σας για το μέλλον του;
Το όραμά μου και η ελπίδα μου για αυτό το βιβλίο είναι να έχουν οι άνθρωποι την ευκαιρία να το διαβάσουν και επίσης να δουν το ευαίσθητο και διορατικό ντοκιμαντέρ της κόρης μου, Αθηνάς, για το ταξίδι της γιαγιάς της στην Ελλάδα στα 100 της χρόνια, με τίτλο «Τελευταίο Τραγούδι για τη Ξενιτιά», το οποίο μπορεί να κατεβεί και να προβληθεί στο VIMEO.

Ποιος είναι ο Thomas Scotes
Ο Τόμας Τζ. Σκότς γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου 1932 στο Χάγκερσταουν του Μέριλαντ. Μεγάλωσε στο Χάρισμπουργκ της Πενσυλβάνια, αφού οι γονείς του μετακόμισαν εκεί το 1934. Παρακολούθησε τα τοπικά δημόσια σχολεία και στη συνέχεια απέκτησε πτυχίο στην Ιστορία με άριστα το 1953 από το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια.
Από το 1954, ως επαγγελματίας αξιωματικός της Υπηρεσίας Εξωτερικών Υποθέσεων των Η.Π.Α., με ειδίκευση στα Φαρσί και Αραβικά, υπηρέτησε σε θέσεις στη Μέση Ανατολή καθώς και στο Υπουργείο Εξωτερικών στην Ουάσινγκτον.
Το 1975 ορίστηκε Πρέσβης των Η.Π.Α. στην Υεμένη. Μετά τη συνταξιοδότησή του, ζει στην Αθήνα της Ελλάδας και έχει εργαστεί ως σύμβουλος διεθνών υποθέσεων και ως Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Αμερικανικής Ένωσης στην πόλη αυτή.
Είναι συγγραφέας ενός βιβλίου μεταφράσεων, «Ένα υφάδι μνήμης, η ανάμνηση μιας Ελληνίδας μητέρας από τραγούδια, ποιήματα και παροιμίες» και ενός βιβλίου δικής του ποίησης, «Μια τεσσέλαση: Ποιήματα και Χαϊκού».
Ήταν παντρεμένος με τη μακαρίτισσα Οριέττα Σαρίδη και είναι πατέρας τριών παιδιών και παππούς πέντε εγγονιών.
Δείτε το τρέιλερ του ντοκιμαντέρ της Αθηνάς Σκοτς για τη γιαγιά της στο πλαίσιο της προβολής του στο Greek Fil Festival του Λος Αντζελες