Η δεύτερη θητεία του Ντόναλντ Τραμπ θα μείνει στην Αμερικανική ιστορία ως η περίοδος των «μεγάλων ανακατατάξεων» και της «παράκαμψης» της δικαστικής εξουσίας.
Πολλοί την χαρακτηρίζουν και ως «η σοβαρότερη επίθεση στη Δημοκρατία» καθώς ο Αμερικανός πρόεδρος μετά τον εμπορικό πόλεμο που έχει κηρύξει σε όλο τον πλανήτη, έχει βάλει στο στόχαστρο και τους Αμερικανούς δικαστές.
Σύμφωνα με το BBC, από τις πρώτες ημέρες του στο λευκό Οίκο ο Τραμπ κατάφερε να εξασφαλίσει τρεις σημαντικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η πρώτη, δίνει σε προέδρους και πρώην προέδρους ευρεία ασυλία από οποιαδήποτε δίωξη που τυχόν είχαν, η δεύτερη απορρίπτει την καταδικαστική απόφαση των δικαστών για το περίφημο πραξικόπημα στο Κογκρέσο για την ανατροπή του εκλογικού αποτελέσματος το 2020 που τον απέκλεισαν από το να θέσει ξανά υποψηφιότητα, και η τρίτη, μόλις τον περασμένο μήνα, που περιορίζει τις ικανότητες των περιφερειακών δικαστών να καθυστερούν την ατζέντα του προέδρου.
Η σοβαρότερη επίθεση κατά της Δικαιοσύνης
Μετά από αυτές τις παρεμβάσεις και έχοντας αναδιαμορφώσει το Ανώτατο Δικαστήριο με μια ισχυρή συντηρητική πλειοψηφία, ο Τραμπ στρέφεται πλέον κατά δικαστών σε κατώτερα δικαστήρια για να αποτρέψει αποφάσεις που λαμβάνουν σε βάρος του.
Πρόκειται για ομοσπονδιακούς περιφερειακούς δικαστές – οι οποίοι έχουν λάβει αποφάσεις για την πολιτική μετανάστευσης και την διαμάχη της κυβέρνησης με κορυφαία Πανεπιστήμια όπως το Χάρβαρντ και το Κολούμπια- και αντιμετωπίζουν τώρα μια ολομέτωπη επίθεση από την κυβέρνηση που αμφισβητεί τη νομιμότητά και την ισχύ των αποφάσεων τους περιφρονώντας ακόμη και την εξουσία τους.
Αυτό έχει προκαλέσει μια τεράστια συζήτηση στις ΗΠΑ, για το εάν οι Αμερικανοί δικαστές καλούνται πλέον να επαναβεβαιώσουν την εξουσία τους και αν μπορούν πραγματικά να κερδίσουν τον πόλεμο απέναντι στις διευρυμένες εξουσίες του Τραμπ, που θυμίζουν αυτές των Πούτιν και Ερντογάν.
Ο μεγάλος φόβος ωστόσο, είναι εάν η δεύτερη θητεία Τραμπ αναδιαμορφώνει οριστικά την ισορροπία δυνάμεων στις ΗΠΑ, η οποία θα παραμείνει και μετά το τέλος της θητείας του στον Λευκό Οίκο.
Σοκαριστική ωστόσο ήταν η ειλικρινής δήλωση του Στίβεν Μίλερ, αναπληρωτή προσωπάρχη του Λευκού Οίκου για θέματα πολιτικής, σε ανάρτηση του στο Χ ο οποίος παραδέχτηκε δημόσια ότι «η χώρα ζει υπό δικαστική τυραννία».
«Κάθε μέρα, αλλάζουν την εξωτερική πολιτική, την οικονομία, το προσωπικό και τις πολιτικές εθνικής ασφάλειας της κυβέρνησης», δημοσίευσε στον ιστότοπο κοινωνικής δικτύωσης X τον Μάρτιο. «Είναι τρέλα. Είναι τρέλα. Είναι καθαρή ανομία. Είναι η σοβαρότερη επίθεση στη δημοκρατία. Πρέπει και θα τελειώσει».
Απειλές θανάτου κατά δικαστών
Η Νάνσι Γκέρτνερ, πρώην ομοσπονδιακή δικαστής της Μασαχουσέτης που είχε διοριστεί επι προεδρίας Μπίλ Κλίντον όπου παρέμεινε για 17 χρόνια στο αξίωμα (τώρα διδάσκει στη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ) υποστηρίζει πως «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κυβέρνηση «κυνηγά» τους δικαστές οι οποίοι διαφωνούν».
Όπως είπε «υπάρχουν εν ενεργεία δικαστές που έχουν λάβει απειλές θανάτου φέτος, καθώς θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για το μπλοκάρισμα ή την καθυστέρηση ορισμένων εκτελεστικών διαταγμάτων του προέδρου».

Στοιχεία της Υπηρεσίας Στρατιωτικών Αρχών των ΗΠΑ, η οποία έχει αναλάβει την προστασία της δικαστικής εξουσίας, επιβεβαιώνουν ότι, μέχρι τα μέσα Ιουνίου, υπήρχαν περισσότερες από 400 απειλές εναντίον σχεδόν 300 δικαστών – ξεπερνώντας τα σύνολα για ολόκληρο το έτος 2022.
Ορισμένες από τις απειλές περιλαμβάνουν doxxing – τη δημοσίευση προσωπικών πληροφοριών σχετικά με το άτομο ή την οικογένειά τους- η οποία τους αφήνει εκτεθειμένους απέναντι σε οποιαδήποτε επίθεση, κάποιες όμως είναι πολύ πιο σοβαρές.
Χιονοθύελλα εκτελεστικών διαταγμάτων
Παρότι κι άλλοι Αμερικανοί πρόεδροι στο παρελθόν έχουν συγκρουστεί με τους δικαστές, οι αντιπαραθέσεις του Τραμπ είναι αναμφισβήτητα μοναδικές σε κλίμακα και οργή.
Από την πρώτη κιόλας μέρα στο Λευκό Οίκο ο Τραμπ υπέγραψε 26 εκτελεστικά διατάγματα σε μια προσπάθεια να θωρακιστεί απέναντι στη δικαιοσύνη.
Υπήρξαν άλλα 140 μέχρι τις αρχές Ιουλίου – περισσότερα από όσα υπέγραψε ο Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν κατά τη διάρκεια ολόκληρης της θητείας του, και μόνο 100 λιγότερα από τον Πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα στα οκτώ χρόνια του στον Λευκό Οίκο.
Αν και ο Τραμπ θα μπορούσε να έχει ζητήσει την έγκριση του Κογκρέσου γι’ αυτούς τους νόμους – οι Ρεπουμπλικάνοι ρο ελέγχουν έτσι κι αλλιώς- προτιμά να το παρακάμπτει συνεχώς καθώς η διαδικασία αυτή απαιτεί περισσότερο χρόνο και το Κογκρέσο είναι απασχολημένο με το περίφημο “Big Beautiful Bill”, το φορολογικό νομοσχέδιο που πυροδότησε την ανηλεή σύγκρουση με τον Έλον Μασκ.
Παρότι η τακτική αυτή δεν είναι αντισυνταγματική, η σαρωτική φύση των διαταγμάτων που έχει υπογράψει ο Τραμπ, πολλά από τα οποία άπτονται συνταγματικών ζητημάτων όπως το δικαίωμα στην υπηκοότητα όλων όσων γεννιούνται στις ΗΠΑ, έχει προκαλέσει ερωτήματα σχετικά με την δικαιοσύνη στις ΗΠΑ.
Τραμπ όπως Νίξον
Ο «άνθρωπος του προέδρου» Στίβεν Μίλερ, έχει χαρακτηρίσει τους δικαστές που αντιτίθενται στην πολιτική Τραμπ, ως «εκτός ελέγχου μαρξιστές δικαστές» που εμποδίζουν τις «επιθυμίες του εκλογικού σώματος».
Μετά το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ τη δεκαετία του 1970, στο οποίο ο Πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον περιφρονούσε πολλούς από τους κανόνες που ακολουθούσαν οι προηγούμενοι πρόεδροι, ψηφίστηκε μια ολόκληρη σειρά νομοθεσιών για να περιορίσει την εκτελεστική εξουσία και να την κάνει πιο υπεύθυνη.

Ορισμένες από τις αλλαγές εκείνες αφορούσαν την υιοθέτηση νέων κανόνων, όπως η δημοσίευση των προεδρικών φορολογικών δηλώσεων και η αποφυγή οικονομικών συγκρούσεων συμφερόντων.
Ο Τραμπ όμως επιλέγει συστηματικά να αγνοεί ακόμη κι αυτούς τους νόμους καταφέρνοντας να αγνοεί την δικαστική εξουσία επιδεικτικά κάτι που δεν τόλμησε να κάνει ούτε ο Νίξον ο οποίος παρέδωσε τις διαβόητες κασέτες του σκανδάλου Watergate, μετά από μήνες άρνησης του, όταν το Ανώτατο Δικαστήριο το απαίτησε ομόφωνα.
Ο Τραμπ αντίθετα, έφτασε κοντά στην ανυπακοή στην περίπτωση της σύλληψης και άδικης απέλασης στο Ελ Σαλβαδόρ, του Κίλμαρ Αμπρέγκο Γκαρσία, όπου η κυβέρνηση κατηγορήθηκε ότι επιβράδυνε τη διαδικασία συμμόρφωσης με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Χρειάστηκαν δύο μήνες για να ακολουθήσει η κυβέρνηση την εντολή του δικαστηρίου γεγονός που θεωρήθηκε από τους επικριτές του, ως μια γεύση για το τι πρόκειται να ακολουθήσει.