Η αμερικανική «επίθεση» ενάντια στη Ρωσία και την Κίνα

Mια διπλωματική «ακροβασία» του Τζο Μπάιντεν;
Patrick Koslo via Getty Images

Η στάση του νεοεκλεγμένου προέδρου Τζο Μπάιντεν απέναντι στη Ρωσία και στην Κίνα προκάλεσε εκτός από έκπληξη και την ανάδειξη της άποψης ότι η συγκεκριμένη στάση θα οδηγήσει σε μια βαθύτερη σινο-ρωσική σύμπραξη. Ωστόσο, πόσο κάτι τέτοιο δύναται να συμβεί; Μήπως, η Ουάσιγκτον αποσκοπεί κάπου αλλού;

Οι σινο-ρωσικές σχέσεις από το 1945: ακροβατώντας μεταξύ έχθρας και συνεργασίας

Η ΕΣΣΔ κατά τη διάρκεια του Κινεζικού Εμφύλιου Πολέμου (1945-49) στάθηκε αρωγός σε όλους τους τομείς στην κομμουνιστική παράταξη του Μάο Τσε Τούνγκ, η οποία κατανίκησε και εκδίωξε την αντίπαλό της, την Κουομιτάνγκ, του Τσιάνγκ Κάι Σεκ.

Η εγκαθίδρυση ενός φίλιου καθεστώτος εξυπηρετούσε τα γεωπολιτικά σχέδια του Ιωσήφ Στάλιν για κομμουνιστική κυριαρχία στην Άπω Ανατολή με τη μετατροπή της Κίνας σε σοβιετικό «δορυφόρο».

Δεν είναι τυχαίο, που από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 σοβιετικό προσωπικό αφίχθη στην ασιατική χώρα, προκειμένου να συμβάλει στη μεταπολεμική ανασυγκρότηση. Παρά την εκμετάλλευση της σοβιετικής προσφοράς, το κινεζικό καθεστώς δεν κατέστη υποτελές στη Μόσχα.

Η σοβιετική αναπτυξιακή βοήθεια συνεχίστηκε και κατά τη διακυβέρνηση του Νικίτα Χρουστσώφ (1953-1964).

Όμως, στα τέλη της δεκαετίας του 1950 τα πρώτα σύννεφα στις διμερείς σχέσεις εμφανίστηκαν.

Οι κυριότεροι λόγοι ήταν ιδεολογικές διαφορές, η μη πλήρης ευθυγράμμιση Πεκίνου-Μόσχας και μια πολιτική αναθεωρητισμού από πλευράς του κινεζικού κομμουνιστικού καθεστώτος. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 οι σχέσεις οξύνθηκαν.

Η κυβέρνηση Μάο με την Κίνα ανασυγκροτημένη σε όλους τους τομείς και γινόμενη πυρηνική δύναμη, άρχισε να τηρεί μια πιο δυναμική στάση.

Αναθεώρησε την ιστορία, ζητώντας να αποκατασταθεί η ιστορική αδικία σε βάρος της χώρας του, που έχασε εδάφη από τη τσαρική Ρωσία, ενώ ιδεολογικά το κενό ΕΣΣΔ- Κίνας διευρύνθηκε.

Δεν είναι τυχαίο, που τότε κινεζικά στρατεύματα συγκεντρώθηκαν κατά μήκος του ποταμού Αμούρ στη Σιβηρία.

Οι Σοβιετικοί από την πλευρά τους, ιδίως όταν Γενικός Γραμματέας ανέλαβε ο Λεονίντ Μπρέζνιεφ (1964-1980), δεν δίστασαν να ανταποδώσουν.

Η διάσταση διευρύνθηκε, ενώ στην περιοχή της Σιβηρίας είχαν συγκεντρωθεί εκατομμύρια Κινέζοι και Σοβιετικοί στρατιώτες, χωρίς να απουσιάζουν και οι διασυνοριακές συμπλοκές.

Στο μεταξύ, η κινεζική κυβέρνηση διαφοροποιήθηκε κι άλλο προσεγγίζοντας τις ΗΠΑ.

Το 1971 συναντήθηκε στο Πεκίνο ο Αμερικανός πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον με τον Μάο Τσε Τούνγκ εξοργίζοντας σε μεγάλο βαθμό τη σοβιετική κυβέρνηση.

Το State Department εκμεταλλεύτηκε το κομμουνιστικό ρήγμα, ώστε να απομονώσει τις δύο αντίπαλες χώρες.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, ο ανταγωνισμός επεκτάθηκε στον Τρίτο Κόσμο και στη νοτιοανατολική Ασία με τα δύο καθεστώτα να υποστηρίζουν, ενίοτε, αντίπαλες παρατάξεις.

Το 1976, έτος θανάτου του Μάο Τσε Τούνγκ, η κατάσταση άλλαξε ελάχιστα. Παρόλο που άρχισε να υποχωρεί η διμερής πόλωση, η καχυποψία και τα ανταγωνιστικά αισθήματα παρέμεναν.

Το 1979, με τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν, η κινεζική κυβέρνηση φοβήθηκε τυχόν στρατηγική της περικύκλωση.

Ωστόσο, ο σκοπός της Μόσχας δεν ήταν να προξενήσει βλάβη στα κινεζικά συμφέροντα, παρά να αμφισβητήσει και να ανατρέψει την επιρροή των ΗΠΑ στον Περσικό Κόλπο και την Κεντρική Ασία.

Η δεκαετία του 1980 θα οδηγούσε σε γεφύρωση του σοβιετικο-κινεζικού χάσματος.

Ο Κινέζος Πρόεδρος Ντενγκ Ζιαοπίνγκ επιθυμώντας την υλοποίησης μιας οικονομικής μεταρρύθμισης χρειαζόταν καλές σχέσεις με τους γείτονες.

Παράλληλα, η κυβέρνηση Γιούρι Αντρόπωφ (1980-1985) ακολούθησε μια πιο μετριοπαθή εξωτερική πολιτική απέναντι στην Κίνα.

Η ολική σοβιετική εμπλοκή στο Αφγανιστάν απαιτούσε σχέσεις καλής γειτονίας. Η εξομάλυνση, στον μεγαλύτερο βαθμό, επιτεύχθηκε την περίοδο που την εξουσία είχε ο Μιχαήλ Γκορμπατσώφ (1985-1991).

Στην προσπάθειά του να εισάγει μεταρρυθμίσεις σε όλους τους τομείς, διαφοροποιήθηκε από την επιθετική πολιτική των προκατόχων του.

Οι διμερείς επαφές αυξήθηκαν και, ως απόρροια, η ύφεση και η επανέναρξη μιας συνεργατικής συμβίωσης επιτεύχθηκαν.

Στα τέλη του 1991 η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε επίσημα. Στον αντίποδα, η Κίνα βρισκόταν σε τροχιά ανάπτυξης.

Η μεταψυχροπολεμική εποχή βρήκε μια Ρωσία πλήρως αποδυναμωμένη και μια πρώην σοβιετική επικράτεια γεμάτη από ανεξάρτητα κράτη, που βρίσκονταν στην ίδια δύσκολη κατάσταση.

Η Κίνα, παρόλο που ήταν η πιο ισχυρή χώρα στην ευρύτερη περιοχή, επεδίωξε να διατηρήσει καλές διμερείς σχέσεις.

Ο Ρώσος πρόεδρος Μπόρις Γιέλτσιν (1991-1999) με τη σειρά του δεν προχώρησε σε μεγαλεπήβολες κινήσεις. Οι σινο-ρωσικές σχέσεις παρέμειναν σε καλά επίπεδα με τη διμερή συνεργασία να είναι εδραιωμένη.

Όταν ο Βλάντιμιρ Πούτιν ανέλαβε τα ηνία της χώρας στα τέλη του 1999, η ομαλότητα επικρατούσε.

Για τη Ρωσία, μια στρατηγική συνεργασία με την Κίνα αποτελούσε μια καλή λύση, προκειμένου να δημιουργηθεί ένας αντί-αμερικανικός πόλος, ενόψει και του αναθεωρητισμού που επικρατούσε στο επιτελείο του Ρώσου προέδρου.

Μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, οι σινο-ρωσικές σχέσεις χαρακτηρίζονται πολύ καλές: ενεργειακή, στρατιωτική και οικονομική συνεργασία, διπλωματική σύμπλευση σε κρίσιμα γεωπολιτικά ζητήματα (πχ Συρία, Βενεζουέλα) και κοινή αντίληψη σχετικά με τη γενικότερη στάση της Δύσης αποτελούν τα κυριότερα σημεία που διατηρούν το καλό κλίμα.

Ωστόσο, άλλα θέματα όπως η μαζική μετανάστευση Κινέζων στη Σιβηρία από το 2002 συνοδευόμενη από κινεζικές επενδύσεις, που κάλυψαν το κενό που άφησε το αδύναμο ρωσικό κράτος, η κινεζική τεχνολογική και οικονομική ισχύς που επισκιάζει την αντίστοιχη ρωσική, οι πρωτοβουλίες του Πεκίνου (πχ Νέος Δρόμος του Μεταξιού) που θίγει ρωσικά συμφέροντα στην Κεντρική Ασία και η διαρκής αντίληψη στη ρωσική πολιτική ελίτ ότι οι Κινέζοι ουδέποτε απεμπόλησαν τις αναθεωρητικές τους βλέψεις αναφορικά με τη Σιβηρία- η αντίληψη αυτή οδήγησε, μεταξύ άλλων, το 2014 τη Μόσχα να αρνηθεί την πώληση στρατηγικών βομβαρδιστικών Tu-22 στην Κίνα- προκαλούν μια καχυποψία.

Η αμερικανική «ακροβασία»

Που αποσκοπεί η διττή επίθεση Μπάιντεν ενάντια σε Ρωσία και Κίνα;

Η απάντηση εντοπίζεται στην ιστορική αναδρομή που προαναφέρθηκε. Μπορεί να υποστηριχτεί ότι η νέα αμερικανική ηγεσία γνωρίζει τις διακυμάνσεις στις σινο-ρωσικές σχέσεις και αποσκοπεί στο ότι οι δύο χώρες μπορεί να συνεργάζονται, όμως δεν θα επιτευχθεί ποτέ κάποια συμμαχία, απειλητική για τις ΗΠΑ.

Όπως δείχνει και το παράδειγμα του Ψυχρού Πολέμου, υπάρχει ένα κενό στις διμερείς σχέσεις που, ανά πάσα στιγμή, μπορεί να αξιοποιηθεί από την αμερικανική εξωτερική πολιτική.

Πρόκειται, λοιπόν, για μια διπλωματική «ακροβασία» του Τζο Μπάιντεν: από τη μία πλευρά επιχειρεί να συσπειρώσει το δυτικό στρατόπεδο υποδεικνύοντας ποιός είναι ο κοινός εχθρός, από την άλλη ποντάρει στην ισχύ της Κίνας και πως αυτή μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τη στάση της Μόσχας.

Το σενάριο μιας διάσπασης του άξονα Μόσχας-Πεκίνου είναι ιδανικό για τις ΗΠΑ, όμως το αν θα πραγματοποιηθεί είναι κάτι που θα φανεί.

Υ.Γ.: Προτού υποβληθεί το παρόν άρθρο προς δημοσίευση, πληροφορίες κυκλοφόρησαν ότι υπάρχει επιθυμία για αμερικανο-ρωσική συνάντηση. Δεν είναι απίθανο, αντιστρέφοντας το παράδειγμα του Ψυχρού Πολέμου, η Ουάσιγκτον να προσεγγίσει τη Ρωσία, προκαλώντας εκ νέου χάσμα στις σχέσεις της με την Κίνα.

Δημοφιλή