Ελληνική οικονομία: Αρκετοί καλοί δείκτες, πολλά δομικά προβλήματα

Βιώνουμε μια δραματική αναδιάταξη του διεθνούς πολιτικοοικονομικού συστήματος και είναι σημαντικό να μην χαθεί η σπάνια ιστορικά ευκαιρία που προσφέρεται
via Associated Press

* Λόης Λαμπριανίδης, Οικονομικός Γεωγράφος, αφ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας, πρ. Γενικός Γραμματέας Ιδιωτικών Επενδύσεων, υπ. Οικονομίας & Ανάπτυξης, μέλος Γνωμοδοτικού Συμβουλίου ΕΝΑ – Ανάλυση στο Ινστιτούτο ΕΝΑ

Η Ετήσια Έκθεση 2023 του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας της Ελλάδας1 πέραν πάσης αμφιβολίας χαρακτηρίζεται από την επιστημονική της αρτιότητα2. Συνοπτικά μιλώντας για τη «μεγάλη εικόνα της χώρας» αυτό που αναδύεται είναι πως πολλά στοιχεία της ελληνικής οικονομίας εξελίσσονται καλά: αύξηση ΑΕΠ/κεφαλή, μείωση ανεργίας, ΑΞΕ, χρέος/ΑΕΠ, επενδυτική βαθμίδα, αύξηση της παραγωγικότητας, αυξημένες επιδόσεις στην Ε&Α, σε επιστημονικές δημοσιεύσεις και γενικότερα στο επίπεδο της παρεχόμενης πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.

Όμως ο πυρήνας της οικονομίας δυστυχώς αντιμετωπίζει βαθιά δομικά προβλήματα3 με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων όχι μόνο να μην μπορεί να συγκλίνει με την ΕΕ, αλλά η απόκλισή της σήμερα να είναι πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με το 2010, πριν από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης. Η χώρα βαδίζει χωρίς ιδιαίτερες ενδείξεις βελτίωσης σε μια σειρά από μεγέθη και δείκτες4, όπως το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος, που (παρά την κάποια υποχώρηση, περισσότερο ποσοστιαία ως προς το ΑΕΠ και όχι σε πραγματικούς όρους), παραμένουν σε ανησυχητικά επίπεδα και στα διεθνή όρια (ιδίως το δημόσιο, αλλά και τα μη εξυπηρετούμενα τραπεζικά δάνεια παρά τον περιορισμό τους).

Επίσης τα ελλείμματα στα ισοζύγια πληρωμών και στο εμπορικό έχουν λάβει διαστάσεις εκτροπής. Οι επενδύσεις παρά τη μικρή βελτίωσή τους παραμένουν χαμηλές και μάλιστα εξακολουθούν να συγκεντρώνονται στους παραδοσιακούς τομείς χαμηλής προστιθέμενης αξίας (τουρισμός, κατασκευές κ.λπ.), όπου βεβαίως και οι αμοιβές και η αντίστοιχη παραγωγικότητα πραγματοποιούν χαμηλές πτήσεις.

Οι ΞΑΕ5 παρά την αύξησή τους εξακολουθούν να επικεντρώνονται στις ίδιες παραδοσιακές κατευθύνσεις. Συνήθως δεν πρόκειται για νέες επενδύσεις αλλά για εξαγορά υφιστάμενων μεγάλων κερδοφόρων επιχειρήσεων (τα ασημικά του στέμματος), με κύριο στόχο τη σε βραχυ-μεσοχρόνιο ορίζοντα άντληση κερδών και όχι την ανάπτυξή τους με νέες και καινοτομικές ιδίως επενδύσεις, όπως πριν μερικούς μήνες σημείωσε και ο πρώην πρωθυπουργός κ. Σημίτης.

Οι τραπεζικές χρηματοδοτήσεις παραμένουν επίσης καθηλωμένες και απουσιάζουν κεφάλαια που θα ριψοκινδυνεύσουν στην ανάπτυξη νεοφυών και καινοτομικών εταιρειών.

Τέλος, το Ταμείο Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας, όπως ορθώς επισημαίνεται στην Έκθεση, έχει προσανατολιστεί στα γνωστά στατικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας (κατασκευές κ.λπ.), έχει πολύ χαμηλή απορρόφηση και τα δάνειά του κατευθύνονται σε ελάχιστες πολύ μεγάλες εταιρείες6. Έτσι, κινδυνεύει να αποτελέσει άλλη μια χαμένη ευκαιρία ευρωπαϊκής βοήθειας (μετά τα ΜΟΠ, τα ΚΠΣ και τα ΕΣΠΑ κ.λπ.) για να πραγματοποιηθούν σημαντικές τομές στην ελληνική οικονομία.

  1. Τι πρέπει να γίνει για τη βελτίωση της παραγωγικότητας εργασίας

Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι οι αντίστοιχοι δείκτες παραγωγικότητας7 εργασίας, κεφαλαίου κ.λπ. να εμφανίζουν την ίδια πορεία, η οποία όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην Έκθεση ούτε είναι από μόνη της ιδιαίτερα αξιόλογη, ούτε συγκρινόμενη με τις λοιπές χώρες της ΕΕ εμφανίζει στοιχεία έστω και αργής σύγκλισης. Συγκεκριμένα, η παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε κατά 0,3% ανά ώρα εργασίας και κατά 2% ανά απασχολούμενο. Όμως η ελληνική παραγωγικότητα της εργασίας είναι πολύ χαμηλότερη από αυτή της ΕΕ, καθώς σε απασχολούμενους βρίσκεται στο 61% μ.ό. ΕΕ27 και 55% μ.ό. ΕΑ19 και σε ώρες εργασίας στο 49% μ.ό. ΕΕ27 και στο 43% μ.ό. ΕΑ19. Μάλιστα, η διαφορά της παραγωγικότητας της εργασίας της ελληνικής οικονομίας με την ευρωπαϊκή παρέμεινε ουσιαστικά η ίδια κατά την περίοδο 2019-2023.

Τι χρειάζεται για να βελτιωθεί αυτή η εικόνα, για την οποία δεν ευθύνεται η εργασία, ως παραγωγικός συντελεστής, per se: αύξηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου για να καλυφθεί το «επενδυτικό κενό». Στροφή σε παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας. Αύξηση της απασχόλησης καλά αμειβόμενου προσωπικού (ποιοτική/σταθερή εργασία) και όχι χαμηλές αμοιβές που λειτουργούν αποτρεπτικά για την πραγματοποίηση νέων επενδύσεων. Στήριξη ΜμΕ, ώστε να μεγαλώσουν και να γίνουν πιο ανταγωνιστικές. Πολιτικές που αφενός θα αυξήσουν τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας κυρίως των γυναικών (σήμερα είναι στο 60% της συμμετοχής των ανδρών) αφετέρου θα μειώσουν την ανεργία.

Επιπρόσθετα, δέον είναι οι μακροπρόθεσμες πολιτικές που αποσκοπούν στην αύξηση της παραγωγικότητας να επικεντρωθούν στον δευτερογενή τομέα που χαρακτηρίζεται από υψηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας. Τέτοιες πολιτικές θα μπορούσαν να προωθήσουν την καινοτομία και την ανάπτυξη δεξιοτήτων στον δευτερογενή τομέα, συμβάλλοντας τελικά στη συνολική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας σε παγκόσμια κλίμακα.

Δεδομένης της σημαντικής εξάρτησης των εξαγωγικών κλάδων από τις εισαγωγές και ότι τα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά προέρχονται κυρίως από το δευτερογενή τομέα, είναι απαραίτητο να εφαρμοστεί μια πολιτική με στόχο τη μείωση της εξάρτησης από τις εισαγωγές και την ενίσχυση του δευτερογενή τομέα. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την υποκατάσταση των εισαγόμενων αγαθών με εγχώρια παραγόμενα προϊόντα, προωθώντας έτσι την εγχώρια αλυσίδα αξίας και ενισχύοντας την εγχώρια οικονομία. Με τον τρόπο αυτό, η ελληνική οικονομία μπορεί να μειώσει σταδιακά την εξάρτησή της από τις εισαγωγές, να βελτιώσει το εμπορικό της ισοζύγιο και τελικά να ενισχύσει την οικονομική της ανθεκτικότητα, ενώ ταυτόχρονα θα δημιουργούνταν περισσότερες θέσεις εργασίας.

Τέλος, με δεδομένο πως οι δημόσιες επενδυτικές δαπάνες επιφέρουν σχετικά υψηλή παραγωγικότητα της εργασίας και χαμηλούς δείκτες εξάρτησης από τις εισαγωγές, η κυβέρνηση με στρατηγικές επενδύσεις σε βασικούς τομείς μπορεί να τονώσει την οικονομική δραστηριότητα, να δημιουργήσει θέσεις εργασίας και να προωθήσει τη βιώσιμη ανάπτυξη κάτι που δεν συμβαίνει.

  1. Πώς μπορεί να αυξηθεί η παραγωγικότητα των ΜμΕ

Η παραγωγικότητα των ελληνικών πολύ μικρών επιχειρήσεων είναι η χαμηλότερη στην ΕΕ 27. Αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι το ποσοστό αυτών με 1-2 απασχολούμενα άτομα είναι πολύ υψηλότερο στην Ελλάδα. Όπως τεκμηριώνει η Έκθεση (figure 4.13), στο Λουξεμβούργο η παραγωγικότητα των πολύ μικρών επιχειρήσεων υπερέχει όλων ενώ στη Δανία και στη Μάλτα υπερέχει όλων εκτός των πολύ μεγάλων. Μάλιστα, με στοιχεία του ΟΟΣΑ στον τομέα των υπηρεσιών οι πολύ μικρές έχουν υψηλότερη παραγωγικότητα από όλες στην Εσθονία, στο Ισραήλ, στη Βρετανία, τη Δανία και τη Σουηδία8. Δηλαδή, υπό προϋποθέσεις, και οι επιχειρήσεις με πολύ μικρό μέγεθος μπορεί να αποκτήσουν μια αξιόλογη δυναμική.

Διάγραμμα 1: Σύγκριση της παραγωγικότητας των ΜμΕ και των μεγάλων επιχειρήσεων (100), μέσος όρος 2017-2021, ΕΕ27

Πηγή: Greek National Productivity Board (2023: Fig. 4.1.3).

Το μέγεθος αναμφίβολα συνιστά πρόβλημα, καθώς δεν επιτρέπει: αξιοποίηση οικονομιών κλίμακας, τεχνολογική αναβάθμιση, χρηματοδότηση, μάνατζμεντ κ.λπ. Βέβαια, στις ΜμΕ παρατηρείται ένας δυισμός, καθώς κάποιες αδυνατούν να εκσυγχρονιστούν (κυρίως «επιχειρηματικότητα ανάγκης»). Όμως στον αντίποδα κάποιες άλλες είναι πολύ δυναμικές και τεχνολογικά προηγμένες. Σημειώνεται πως ένα από τα χαρακτηριστικά της 4ΒΕ είναι ο πολλαπλασιασμός «διαταρακτικών τεχνολογιών» που καθιστούν παρωχημένες τις υπάρχουσες μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Αυτό δίνει ευκαιρίες ακόμη και σε πολύ μικρές νεοφυείς επιχειρήσεις που αποτελούν πρωτογενή δημιουργό καινοτομίας και ευρεσιτεχνιών.

Η παρουσία ΜμΕ που εξασφαλίζει απασχόληση και των οποίων ιδιοκτήτες αποτελούν μεγάλο μέρος της μεσαίας τάξης συντελώντας στην κοινωνική ειρήνη της μεταπολεμικής περιόδου είναι εξαιρετικά σημαντική και, υπό κατάλληλες συνθήκες, μπορεί να διασφαλίσει μια βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη αλλά και οικονομική δημοκρατία. Πρέπει λοιπόν να ασκηθούν πολιτικές για να τις βοηθήσουν να αυξήσουν το μέγεθος και την παραγωγικότητά τους.

Να τις στηρίξουν σε επωφελή αύξηση του μεγέθους και μέσα από συμπράξεις και συνεργασίες πολύ μικρών επιχειρήσεων που θα αναβιβαστούν από το ελάχιστο επίπεδο των 1-2 εργαζόμενων. Και αυτή είναι μια στρατηγική διαφορετική από εκείνη που ευνοεί εξαγορές που εκτοπίζουν ΜμΕ προς όφελος μόνο μεγάλων και πολύ μεγάλων επιχειρήσεων, συντελώντας, μεταξύ άλλων, σε διαμόρφωση ολογοπωλιακών συνθηκών σε διάφορες αγορές.

Πιο συγκεκριμένα πρέπει να βοηθηθούν ώστε να αποκτήσουν ένα κρίσιμο μέγεθος μέσω συνεργασιών clusters ή συγχωνεύσεων ή συμμετοχής σε εγχώριες ή και παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Να δημιουργηθούν υποστηρικτικές δομές9 που θα τους σταθούν αρωγοί, ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης.

Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι ζούμε σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία και ως εκ τούτου όλες οι επιχειρήσεις που πωλούν διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα και υπηρεσίες, ακόμη και το κατάστημα της γειτονιάς που εμπορεύεται ρούχα ή βιβλία, πρέπει να έχει τη δυνατότητα σε τελευταία ανάλυση να πωλεί τα προϊόντα του σε τιμές που είναι διεθνώς ανταγωνιστικές. Τέλος, με την αύξηση της δυνατότητας χρηματοδότησής τους, καθώς σήμερα η συντριπτική πλειονότητά τους δεν θεωρείται από τις τράπεζες αξιόχρεη10.

  1. Εισαγωγή μεταναστών: μια απάντηση στη δημογραφική κρίση και στις ελλείψεις στην αγορά εργασίας

Η δημογραφική κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα μας είναι πλέον πασιφανής και είναι κυρίως αποτέλεσμα της μείωσης της γονιμότητας, της γήρανσης του πληθυσμού και βεβαίως της 14ετούς κρίσης, υπό τη διπλή μορφή του περιορισμού των δυνατοτήτων απόκτησης οικογένειας λόγω της οικονομικής και εργασιακής επισφάλειας και της αύξησης της φυγής των νέων μας (πτυχιούχων ή όχι) στο εξωτερικό. Αναμφίβολα επίσης η μείωση του πληθυσμού χωρίς ουσιαστική αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας ή και αύξηση της συμμετοχής στην εργασία θα οδηγήσει σε μείωση του ΑΕΠ.

Η εξέλιξη αυτή οδηγεί εκτός των άλλων σε ελλείψεις στην αγορά εργασίας που όπως πολύ ορθά σημειώνεται στην Έκθεση οδηγεί στην ανάγκη εισαγωγής ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού. Πράγματι η κυβέρνηση τον Απρίλιο του 2023 ενέκρινε την είσοδο 168.000 εργαζομένων από τρίτες χώρες για τη διετία 2023-24 προκειμένου να καλυφθούν κενές θέσεις εργασίας. Οι εγκρίσεις αφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά (99,5%) ανειδίκευτους και κατανέμονται κατά 77% στον πρωτογενή τομέα και από 7% περίπου στις κατασκευές, στον τουρισμό και στη βιομηχανία.

Αυτό βέβαια που είναι πιο ενδιαφέρον είναι πως τα αιτήματα των επιχειρηματιών αφορούσαν στην εισαγωγή 380.000 εποχικών μεταναστών και πάλι ανειδίκευτων (99,4%) και με την ίδια περίπου τομεακή κατανομή11. Όμως, οι ρυθμίσεις αποδείχτηκαν ελκυστικές για έναν πολύ μικρό αριθμό μεταναστών, γιατί καλούνταν να αντιμετωπίσουν συχνά ανυπέρβλητα γραφειοκρατικά και άλλα εμπόδια και συνεπώς η πλειοψηφία προτίμησε τελικά πιο «γενναιόδωρες» χώρες.

Επίσης, πρόσφατα η κυβέρνηση ψήφισε νόμο με τον οποίο εκτιμάται πως 30.000 «άτυποι μετανάστες», που ζούσαν και εργάζονταν στη χώρα μας έως την 30η Νοεμβρίου 2023 τουλάχιστον για 3 συνεχόμενα χρόνια, θα αποκτήσουν νόμιμη πρόσβαση στην αγορά εργασίας12. Η ρύθμιση δεν αποτελεί νομιμοποίηση, ούτε δίνει δικαίωμα για οικογενειακή επανένωση, μόνιμη διαμονή και ιθαγένεια13. Καθώς ο αριθμός και η κατάρτιση των μεταναστών προκύπτουν τυχαία, δηλαδή από αυτούς που βρέθηκαν στη χώρα, προφανώς δεν καλύπτει τις ανάγκες μιας εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής. Απλά θα αμβλύνει τις ελλείψεις στην αγορά εργασίας.

Και στις δυο περιπτώσεις η «εισαγωγή» μεταναστών αντιμετωπίζεται ως μια προσπάθεια επίλυσης του ζητήματος της έλλειψης εργατικών χεριών αλλά με μικρές πιθανότητες πολιτισμικής ώσμωσης και αφομοίωσης στον κύριο κορμό της χώρας και για αυτό δεν είναι ούτε ελκυστική στους μετανάστες, ούτε ουσιαστικά επωφελής σε μια αναγεννητική αναπτυξιακή δυναμική. Αντίθετα, η άσκηση μιας πιο ανοικτής πολιτικής για την εισαγωγή και ένταξη μεταναστών, μολονότι δεν είναι πανάκεια, μπορεί να αποτελέσει μια έστω μερική απάντηση, και μάλιστα άμεση, στο δημογραφικό και στις ελλείψεις που υπάρχουν στην αγορά εργασίας14.

Αυτή η ανισορροπία στο ισοζύγιο δεξιοτήτων (εκροή εξειδικευμένων – εισροή ανειδίκευτων), μαζί με το δημογραφικό ζήτημα, υποβαθμίζει το ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας. Tο πρόβλημα δεν είναι ούτε η ανειδίκευτη εργασία ούτε αυτοί που την παρέχουν ούτε βεβαίως οι ίδιες οι δραστηριότητες που την έχουν ανάγκη (ανειδίκευτη εργασία κι εργαζόμενους συναντάμε και στις πλέον προηγμένες/εξαγωγικές οικονομίες), αλλά το παραγωγικό υπόδειγμα που μονομερώς «επενδύει» σε αυτές τις δραστηριότητες, χωρίς παράλληλα να δημιουργήσει προϋποθέσεις για την κινητοποίηση υψηλής προστιθέμενης αξίας παραγωγικές επενδύσεις που θα αξιοποιούν και το υπάρχον (ή και εισαγόμενο) υψηλά εξειδικευμένο και δημιουργικό εργατικό δυναμικό.

Όσον αφορά, επομένως, στην αντιμετώπιση του δημογραφικού αλλά και την κάλυψη των κενών στην αγορά εργασίας χρειάζεται μια ολοκληρωμένη μεταναστευτική πολιτική. Μια πολιτική που δεν θα στηρίζεται μόνο στα υπάρχοντα αιτήματα της σημερινής δομής της οικονομίας. Μια πολιτική που θα βλέπει το θέμα της προσέλκυσης μεταναστών μέσα στο πλαίσιο μιας στρατηγικής δόμησης νέων συγκριτικών πλεονεκτημάτων που θα μας επιτρέψουν να μεταβούμε σε μια οικονομία γνώσης. Μια μεταναστευτική πολιτική για μια αγορά εργασίας που αξιοποιεί εξειδικευμένο δυναμικό και στοχεύει όχι απλά στη μείωση του brain drain και στην επιστροφή κάποιων από αυτούς που άφησαν τη χώρα, αλλά και στην προσέλκυση εξειδικευμένων εργαζόμενων από τρίτες χώρες.

  1. Περιφερειακές ανισότητες

Η Έκθεση επισημαίνει ενδελεχώς και τα προβλήματα που προκύπτουν από τις περιφερειακές ανισότητες και κυρίως τη συγκέντρωση στην Αθήνα. Στον δημόσιο διάλογο δυστυχώς δεν περιλαμβάνεται το θέμα των περιφερειακών ανισοτήτων. Πολύ λίγο όμως συζητείται και η περιφερειακή διάσταση του δημογραφικού ζητήματος παρόλο που είναι πασιφανής, καθώς προφανώς, αν και κακώς, δεν αξιολογείται ως έχουσα σημαντικές επιπτώσεις στις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας.

Η τελευταία απογραφή πληθυσμού ανέδειξε αυτό που ονομάσαμε «περιφερειακό δημογραφικό πρόβλημα15» καθώς το ένα τρίτο των Δήμων16 της χώρας που καλύπτουν γεωγραφικά άνω του μισού της επικράτειας, παρουσιάζουν μεταξύ 2011 και 2021 μειώσεις που ξεπερνούν το 10% και οριακά ακόμα και το 30% του πληθυσμού τους17. Επιπλέον οι ελληνικές Περιφέρειες, όπως επισημαίνεται στην Έκθεση, βρίσκονται προς το τέλος της κατάταξης των περιφερειών της ΕΕ ως προς τον Περιφερειακό Δείκτη Ανταγωνιστικότητας (Regional Competitive Index RCI)18. Η Αττική παρουσιάζει τη μακράν καλύτερη επίδοση (134/234) σε σχέση με τις υπόλοιπες Περιφέρειες της χώρας, ενώ η Κ. Μακεδονία που είναι η δεύτερη μετά την Αττική βρίσκεται μόλις στη θέση 199/234.

Είναι προφανές ότι δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη όταν ένα τόσο μεγάλο μέρος της χώρας μένει πίσω. Πρέπει να υπάρξουν άμεσα πολιτικές για την ανάπτυξη της περιφέρειας. Και όπως μας υποδεικνύει η σύγχρονη βιβλιογραφία, οι πολιτικές αυτές δεν πρέπει να είναι οριζόντιες. Η έμφαση πρέπει να είναι στις ιδιαιτερότητες του τόπου, σε «τοποκεντρικές πολιτικές”19 που θα επικεντρώνονται σε μηχανισμούς που βασίζονται στις τοπικές δυνατότητες και προωθούν καινοτόμες ιδέες μέσω της αλληλεπίδρασης αφενός τοπικής και γενικής γνώσης και αφετέρου ενδογενών και εξωγενών παραγόντων στον σχεδιασμό και την υλοποίηση των δημόσιων πολιτικών (υπερκείμενα επίπεδα διοίκησης, διεθνικές επιχειρήσεις και δίκτυα).

  1. Ορισμένες σκέψεις για την αναπτυξιακή πορεία της χώρας μας

Όπως συστηματικά καταγράφεται στην Έκθεση σε κάθε κεφάλαιο, η κατάσταση με την παραγωγικότητα στη χώρα δεν διαφέρει δυστυχώς από τη γενική της μακροοικονομική και μακροκοινωνική εικόνα. Μια εικόνα που εξακολουθεί να παραμένει προβληματική τόσο από την άποψη της εσωτερικής της εξέλιξης όσο και ιδίως συγκριτικά με τις λοιπές ευρωπαϊκές χώρες. Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη και ο υπόλοιπος κόσμος, ιδίως δε οι ταχύτατα αναπτυσσόμενες χώρες της Ανατολικής Ασίας, η συγκριτική εικόνα της χώρας είναι με σχετική βεβαιότητα ακόμα πιο δυσμενής, οδηγώντας σε μάλλον περισσότερο μελαγχολικά συμπεράσματα και επιτάσσοντας βέβαια και μεγαλύτερη εγρήγορση για διόρθωση της πορείας.

Η σχετική αλλά και η απόλυτη σφοδρή επιδείνωση της θέσης της χώρας τα τελευταία 15 χρόνια, μας έχει ουσιαστικά οδηγήσει έξω από το κλειστό κλαμπ των αναπτυγμένων οικονομιών του πλανήτη προς το ανοικτό και φουρτουνιασμένο πέλαγος των χωρών μέσου εισοδήματος και στη γνωστή παγίδα που ενεδρεύει εκεί: παγίδα των χωρών μεσαίου εισοδήματος (middle income trap). Δηλαδή χώρες που δεν μπορούν να ανταγωνιστούν ούτε τις χώρες που παράγουν αγαθά και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας, αλλά ούτε και τις χώρες που παράγουν προϊόντα φτηνού κόστους. Παράλληλα λόγω των χαμηλών πτήσεων της παραγωγικότητας, των χαμηλών αμοιβών κ.λπ., διατηρείται η συνεχής εκροή των υψηλής και μέσης-υψηλής κατάρτισης νέων μας στο εξωτερικό (brain drain), με αποτέλεσμα έναν φαύλο κύκλο, στο πλαίσιο του οποίου οι ελλείψεις σε ειδικευμένο προσωπικό οδηγούν σε μειωμένες επενδύσεις και δη περιορισμένης τεχνολογικής εμβέλειας, χαμηλή ανάπτυξη κοκ.

Υπάρχει μια σαφής ευρύτερη αναγκαιότητα για αλλαγή του αναπτυξιακού υποδείγματος της χώρας20, όπως υποστηρίζεται και στην Έκθεση. Μέχρι σήμερα ακολουθείται μια πολιτική «φτηνής ανάπτυξης» (χαμηλό κόστος εργασίας, χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές για τις επιχειρήσεις, περιορισμένη προστασία φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος και πολιτιστικής κληρονομιάς κ.ά.). Αυτό που χρειάζεται είναι, αντιθέτως, μια στρατηγική για «ποιοτική ανάπτυξη» (ανηφορικός δρόμος-high road), η οποία θα στηρίζεται στο εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και στην καινοτομική δυνατότητά του, έχοντας ως στόχο τη σταδιακή αύξηση της παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας.

Όμως για αυτό υπάρχουν προϋποθέσεις. Πιο συγκεκριμένα, η κυβέρνηση πρέπει να στείλει με διάφορους τρόπους και σε πολλά επίπεδα το μήνυμα της αναγκαιότητας στροφής στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλότερης προστιθέμενης αξίας. Με στήριξη της καινοτόμου επιχειρηματικότητας, της απασχόλησης εξειδικευμένου δυναμικού, της ερευνητικής δραστηριότητας και καινοτομίας κ.λπ., που θα μειώσει και το brain drain. Καθώς η παραπάνω στόχευση είναι μακράς πνοής δύσκολα θα διαπεράσει τον βραχυπροθεσμισμό του παρόντος πολιτικού συστήματος, με δεδομένο μάλιστα πως δεν υπάρχουν ισχυροί θεσμοί (δικαστικό σύστημα, ρυθμιστικό περιβάλλον και δημόσια διοίκηση) που να εξασφαλίζουν την εύρυθμη λειτουργία του αλλά και αντίστοιχό πολιτισμικό υπόβαθρο (κοινωνία χαμηλής εμπιστοσύνης - low trust society).

Πρέπει να επιτευχθούν κοινωνικές συμμαχίες στο εσωτερικό της χώρας με ομάδες που θα κατανοήσουν τη σημασία μιας τέτοιας ευκαιρίας֗ πρέπει να υπάρξει στροφή προς τα δημόσια αγαθά και περιορισμός της ιδιωτικής επιδεικτικής κατανάλωσης, για στήριξη του ισοζυγίου, όσο και της πράσινης μετάβασης. Για παράδειγμα να μειωθεί η έμφαση στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα που σημαίνουν εισαγωγές, και να στραφούμε σε πιο συλλογικές καταναλωτικές συμπεριφορές (π.χ. car sharing), μέσα σταθερής τροχιάς (τρένα) κ.ά.

Το κράτος πρέπει να γίνει «αναπτυξιακό»21. Όπερ μεθερμηνευόμενο σημαίνει ότι πρέπει να αποκτήσει τη δυνατότητα διάγνωσης των ευκαιριών (evidence based policies), να διαθέτει συλλογική αναλυτική δυνατότητα (thinking capacity), να έχει δυνατότητα σχεδιασμού, συντονισμού, εφαρμογής και αξιολόγησης της πορείας των δημόσιων πολιτικών. Έτσι θα μπορεί να ασκήσει βιομηχανική/αναπτυξιακή πολιτική ώστε αφενός να ενισχυθούν τα πλεονεκτήματα σε κλάδους ήδη ισχυρούς (π.χ. αγροτοδιατροφή, τουρισμός), αλλά ιδίως να δοθεί βάρος και σε άλλους που μπορούν να μας θέσουν σε δυναμική πορεία ανάπτυξης. Αυτό που παρατηρείται όμως είναι ότι η κυβέρνηση βαδίζει προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, καθώς απομειώνει συνεχώς τις δυνατότητες του δημόσιου τομέα και αναθέτει σημαντικές δραστηριότητές του σε εταιρείες συμβούλων, ενώ αποφεύγει οποιαδήποτε σοβαρή συζήτηση και προοπτική για άσκηση «βιομηχανικής πολιτικής», θεωρώντας πως η αγορά θα λύσει όλα τα ζητήματα.

Αυτή την περίοδο βιώνουμε μια δραματική αναδιάταξη του διεθνούς πολιτικοοικονομικού συστήματος και είναι σημαντικό να μην χαθεί η σπάνια ιστορικά ευκαιρία που προσφέρεται κάθε φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο: όποιοι κινούνται άμεσα και αποφασιστικά είναι αυτοί που απολαμβάνουν και τα μεγαλύτερα οφέλη. Πρέπει να διασφαλιστεί ότι η χώρα μας θα μπορέσει να εντοπίσει και να αδράξει τις νέες ευκαιρίες που δημιουργεί η «φιλική παγκοσμιοποίηση» 22 (friend shoring), λόγω της ήδη διαφαινόμενης τάσης επιστροφής επενδύσεων και παραγωγής κρίσιμων αγαθών σε χώρες της Δύσης ή έστω φιλικότερες προς αυτήν. Η «φιλική παγκοσμιοποίηση», δημιουργεί νέες ευκαιρίες για χώρες όπως η Ελλάδα. Όμως για να μπορέσει να τις αδράξει η χώρα πρέπει να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες που προαναφέραμε και βέβαια να εκτιμηθεί ποιες συγκεκριμένα είναι οι επανακάμπτουσες δραστηριότητες στις ΗΠΑ, στην ΕΕ και στην ευρύτερη «συλλογική Δύση», και ποιες και υπό ποιους όρους μπορεί να προσελκύσει η χώρα μας23 .

  1. Καταληκτικό σχόλιο - πρόταση

Καταλήγουμε με μια πρόταση που ίσως βελτιώσει την Έκθεση. Στην Έκθεση, όπως και γενικότερα στη σχετική συζήτηση στην χώρα, κυριαρχούν οι συγκρίσεις ιδίως με τις λοιπές χώρες της ΕΕ συχνά δε μόνο με αυτές της ζώνης Ευρώ. Και φυσικά υπάρχουν πολλοί και σημαντικοί λόγοι πίσω από αυτήν την επικέντρωση ενδιαφέροντος. Ίσως θα ήταν σκόπιμη η επέκταση του αντικειμένου της Έκθεσης με την έννοια να παρακολουθούνται οι εξελίξεις και στις χώρες με μέσα και ανώτερα μέσα εισοδήματα πέραν της ΕΕ με την ίδια σειρά δεικτών που χρησιμοποιούνται για τους ελέγχους εντός της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Θεωρούμε δηλαδή ότι με την παρούσα κατάσταση της χώρας, που την κατατάσσει οριακά μεταξύ των αναπτυγμένων και των μέσης ανάπτυξης χωρών, αλλά και λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς εξελίξεις στο πλαίσιο των οποίων η ΕΕ διαρκώς χάνει έδαφος στο διεθνή ανταγωνισμό, είναι σκόπιμο να αυξήσουμε το εύρος του οικονομικού ερευνητικού μας φάσματος, ώστε να μπορούμε να κατανοούμε καλύτερα τα συμβαίνοντα γύρω μας.

1 Greek National Productivity Board: Challenges and Policies for Sustainable Development Annual Report 2023, Liargovas P., Tsekeris Th. (Head of the Committee), Passas C., Rodousakis N., Skintzi, G.

2 Το κείμενο αυτό αποτελεί τη βάση της ομιλίας μου στην παρουσίαση της Έκθεσης μαζί με τους κκ. Αλογοσκούφη Γ. και Σαχινίδη Φ. στις 15.12.23 στο ΚΕΠΕ

4 Βλ. πχ https://www.eurobank.gr/el/omilos/oikonomikes-analuseis/elliniki-oikonomia/7-imeres-oikonomia-30-10-23, που όχι μόνο αποκλίναμε πολύ λόγω κρίσης & μνημονίων από την ΕΕ (μ.ό.) αλλά & από τους μεσόγειους, που έκαναν rebound σε αντίθεση μ’ εμάς

5 Έτσι, οι παλαιότεροι ιδιοκτήτες, συνήθως Έλληνες, επωφελούνται ρευστοποιώντας τη συμμετοχή τους και πιθανόν εξάγοντας τα κεφάλαια που εισπράττουν σε φορολογικούς παραδείσους στο εξωτερικό. Παράλληλα, υπάρχει διαρροή κερδών από τα funds στο εξωτερικό.

6 H συνολική πραγματική απορρόφηση είναι μόλις 8%. Το 85,9% του συνολικού ποσού των δανείων αφορά σε δανειοδοτήσεις μεγαλύτερες των 10 εκατ. ευρώ τα οποία έχουν λάβει μόλις 36 εταιρείες/όμιλοι (Οκτ. 2023 – ΕΝΑ) .

7 Η συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής (TFP) της ελληνικής οικονομίας αυξήθηκε κατά 2,9% με βάση τις ώρες εργασίας και κατά 3,8% με βάση την απασχόληση (Greek National Productivity Board, 2023: 94).

8 OECD Entrepreneurship at a Glance (2017: 61).

9 Το 2019 με το Ν. 4605/19 η ΓΓ Ιδιωτικών Επενδύσεων του υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης δημιούργησε τη «Δομή στήριξης ΜμΕ» Με τη συμμετοχή της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων, της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ), της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Επιχειρήσεων Ελλάδας (ΕΣΕΕ) και του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ). Η Δομή σχεδιάστηκε για να παρέχει ηλεκτρονικές υπηρεσίες κεντρικά μέσω ειδικής ψηφιακής πλατφόρμας και να διαθέτει σημεία φυσικής παρουσίας στα 59 Επιμελητήρια της χώρας, για να απευθύνονται οι επιχειρήσεις. Με στόχο να βοηθήσει τις ΜμΕ για την τεχνολογική –ψηφιακή αναβάθμιση, τη διευκόλυνση πρόσβασης σε διεθνείς αγορές, την προτυποποίηση και απόκτηση brand name, Αναδιάρθρωση / Μετασχηματισμός Επιχείρησης κ.λπ. Η Δομή είχε εγκεκριμένη χρηματοδότηση για 3 χρόνια αλλά η κυβέρνηση της ΝΔ την εγκατέλειψε.

10 Aπό σχεδόν 800.000 επιχειρήσεις μόλις οι 40.000 θεωρούν σήμερα οι τράπεζες ότι είναι αξιόχρεες («bankable») και συνεπώς έχουν πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό (newmoney 20.8.23).

13 Το μεταναστευτικό αποτελεί προνομιακό πεδίο για κάθε είδους λαϊκισμό, όχι μόνον στην Ελλάδα αλλά και σε όλη τη Δύση. Γι’ αυτό και η κυβέρνηση για να καθησυχάσει όλους αυτούς που τους γαλούχησε με την αντιμεταναστευτική ρητορεία και πρακτική της (push backs κ.ά.) επισημαίνει με κάθε τρόπο πως η ρύθμιση αυτή αποτελεί μια εφάπαξ ρύθμιση που δεν μεταβάλει την αντιμεταναστευτική πολιτική της. Η Ελλάδα παραμένει χώρα διέλευσης και όχι τελικού προορισμού και ελάχιστοι από τους παράνομα αφιχθέντες μένουν εδώ. Η συντριπτική πλειοψηφία των παράνομων αφίξεων στην Ελλάδα έχει τελικό προορισμό τη Γερμανία. Οι περισσότερες χώρες έχουν ανάλογες ρυθμίσεις π.χ. η Ιταλία υπό την Τζόρτζια Μελόνι, έχει μόνιμο μηχανισμό χορήγησης άδειας διαμονής.

14 Λαμπριανίδης Λ. (2023). Η προβληματική δομή της ελληνικής οικονομίας: «Εισαγωγή» εργατικού δυναμικού χαμηλής ειδίκευσης, εξαγωγή νέων υψηλής κατάρτισης ENA

16 Πρόκειται ως επί το πλείστον για δήμους γεωργικούς, ημιορεινούς και ορεινούς.

17 Εάν μάλιστα αφαιρέσει κανείς τις πρωτεύουσες αυτών των Δήμων τότε μπορεί να υποθέσει πως οι υπόλοιποι οικισμοί είναι στα όρια της ερήμωσης

18 Ενώ δύο Περιφέρειες (Ανατολική Μακεδονία, Θράκη και Στερεά Ελλάδα) βρίσκονται στις δέκα τελευταίες Περιφέρειες του δείκτη.

19 Iammarino S., Rodriguez-Pose Α. & Storper Μ. (2019). «Regional inequality in Europe», Journal of Economic Geography 19, 273–298 και Barca F., McCann Ph. & Rodríguez-Pose A. (2012). “The Case for Regional Development Intervention,” Journal of Regional Science 52 (1): 134–52.

20 Θέμα που έχει αναπτυχθεί και σε άλλες δημοσιεύσεις, δες ενδεικτικά (2022) «Αλλαγή υποδείγματος για το παραγωγικό άλμα: Από τη «φθηνή» στην «ποιοτική» ανάπτυξη», ΕΝΑ και (2023). «Υπάρχει όντως success story φιλοεπενδυτικής πολιτικής στην Ελλάδα σήμερα;» ΕΝΑ

21 Κλειδί για την ποιοτική ανάπτυξη, το αναπτυξιακό κράτος (KReport, 10.8.23).

22 Οι πρόσφατες εξελίξεις με τη «Νέα Συναίνεση της Ουάσιγκτον» και τα «Νέα Οικονομικά της Προσφοράς», σε συνδυασμό με τις γεωπολιτικές εξελίξεις που οδηγούν σε περιφερειακές συσπειρώσεις, συνδυαστικές της παραγωγής με την ασφάλεια, αποτελούν ενδεχομένως στρατηγική ευκαιρία αναπροσανατολισμού του αναπτυξιακού υποδείγματος της χώρας.

23 Λαμπριανίδης Λ. (2023). «Ο κόσμος αλλάζει δραστικά και δημιουργεί νέες ευκαιρίες: Η Ελλάδα και η αναζωογόνηση της ναυπηγικής δραστηριότητας», ΕΝΑ Ιούλιος





Δημοφιλή