Τραγωδία στο Μάτι: «Κάποια στιγμή απάνω μου ήρθαν ξύλα, δεν ήταν ξύλα, ήταν πτώματα»

Τις τραγικές στιγμές που έζησαν μέσα στη θάλασσα περιγράφουν οι συγγενείς θυμάτων.
.
.
Eurokinissi

Συνεχίστηκαν και σήμερα Τρίτη οι συγκλονιστικές καταθέσεις στη δίκη για το Μάτι ανθρώπων που βίωσαν την φρίκη της φονικής πυρκαγιάς και είτε επέζησαν ως εγκαυματίες είτε έχασαν τους ανθρώπους τους.

Τις τραγικές στιγμές που έζησε περιέγραψε στο δικαστήριο ο Αντώνης Γιαννακοδήμος, μόνιμος κάτοικος της περιοχής από το 1976 ο οποίος έχασε τον πατέρα του.

«Ήταν κόλαση»

«Στις 6 παρά βλέπω μαύρο καπνό. Ανεβαίνω στην Μαραθώνος και έχει φωτιά στα 50 μέτρα. Σε κατάσταση πανικού επιστρέφω στο σπίτι, ειδοποίησα τους γονείς και μέσα σε 5 λεπτά το εγκαταλείψαμε. Την ώρα που κατεβαίναμε καιγόταν ήδη η οροφή του σπιτιού. Είχε σκοτεινιάσει ήταν κόλαση. Επειδή έχουμε ξαναπεράσει φωτιές κατεβαίνω προς τη θάλασσα, ήταν μια ευθεία από το σπίτι.

Πήγαμε στο λιμάνι του Ματιού ως ασφαλή τοποθεσία. Από τις 6:30 μέχρι τις 12 το βράδυ ζήσαμε τον απόλυτο φόβο και εξαθλίωση, εγκαταλελειμμένοι από τους πάντες», είπε ο μάρτυρας σε έντονα φορτισμένο κλίμα και συνέχισε λέγοντας, πως ο πατέρας του κατέληξε 20 μέρες μετά νοσηλευόμενος στο Θριάσιο Νοσοκομείο ενώ η μητέρα του επέζησε μετά από πολλές επεμβάσεις.

Δίκη για το Μάτι: «Κάποια στιγμή απάνω μου ήρθαν ξύλα, δεν ήταν ξύλα, ήταν πτώματα»

Ακολούθησε η κατάθεση της Σουμέλας Χατζηλαζαρίδου, αντιλήφθηκε τη φωτιά όταν πια της ερχόταν καύτρες στα χέρια. «Τότε, είπα αμέσως φεύγουμε. Δε μπορούμε να περιμένουμε. Με αυτό το σπίτι έχουμε πει πως άμα γίνει σεισμός ή φωτιά με τα αυτοκίνητα μας θα φύγουμε όλοι μαζί οι γείτονες. Εκείνη τη μέρα ήμασταν έξι ενήλικες και μια κατάκοιτη γιαγιά. Πήγαμε στη θάλασσα, στην Αργυρά Ακτή. Τους έψαχνα, έλεγα τα ονόματά τους να τους βρω. Ήταν τόσος ο κόσμος που δεν τους έβρισκα. Δεν έχουμε παραλίες στο Μάτι με τη κλασσική έννοια, αλλά με σκαλάκια. Είχε κατέβει όλος ο Βουτζάς κάτω. Εκσφενδονίζονταν σίδερα πυρωμένα, τέντες, αρχίζουν εκρήξεις από τα υγραέρια των μαγαζιών», είπε η μάρτυρας.

«Μπήκα στη θάλασσα. Στις 6 και μισή περίπου δεν βλέπαμε τη στεριά. Ξαφνικά ήμουν. Εντελώς μόνη μου.Τα κύματα με πήραν, δε ξέρω που με πήγαν. Άρχισα να κολυμπάω μέσα στη τρικυμισμένη θάλασσα όλα ήταν μαύρα. Ούτε το ρολόι μου δεν μπορούσα να δω. Και επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Φανταστείτε έναν άνθρωπο 65 χρόνων να βρίσκεται στο σκοτάδι. Κοιτούσα τις φωτιές για να καταλάβω που ήμουν. Ζω από θαύμα. Καμία ελπίδα δεν υπήρχε να ζήσω. Κάποια στιγμή κατάλαβα ότι δε θα επιβιώσω. Τότε στράφηκα στη Παναγία και είπα αν θέλεις να χαθώ να χαθώ τώρα. Αν θες να με σώσεις δείξε μου τα σημάδια σου. Δεν πέρασαν ούτε 5 λεπτά και ακούω φωνές ανθρώπων. Που σαν και μένα φώναζαν βοήθεια. Η ώρα πρέπει να ήταν 11, ήμουν ήδη πολλές ώρες στη θάλασσα. Φώναζα βοήθεια και δε με βλέπανε. Φώναζα εγώ, φώναζαν αυτοί και βρεθήκαμε. Μέσα στη θάλασσα αντιμετωπίσαμε διάφορα πράγματα. Μας χτύπησαν τσούχτρες. Εγώ είμαι αλλεργική. Τους είπα πως αν με τσιμπήσει να με αφήσουν πίσω. Ένα κορίτσι έπαθε κρίση πανικού και είχε κοκκαλώσει. Την πήρα μαζί μου και την έσερνα. Κάποια στιγμή απάνω μου ήρθαν ξύλα. Έτσι νόμιζα. Δεν ήταν ξύλα. Ο Ν. Κ. τα έσπρωχνε μακριά. Ήταν πτώματα».

Τελικά μια βάρκα έσωσε τη Σουμέλα Χατζηλαρίδου, που πάλεψε 6 ώρες στα κύματα. «Φοβάμαι το σκοτάδι, φοβάμαι τη σιωπή. Κάποιες φορές μπαίνω μόνη μου στη σιωπή. Όταν συγχίζομαι σταματάω να ακούω, είναι συναισθηματική κώφωση μου έχουν πει οι γιατροί. Δεν μπορώ τις ανηφόρες και τις κατηφόρες».

Ο Γεώργιος Πολυγερόπουλος, την ημέρα της φωτιάς βρισκόταν στο σπίτι του όταν κάποια στιγμή είδε καπνό αλλά δεν καταλάβαινε από που ερχόταν. «Γύρω στις 6 το απόγευμα, ήταν έντονοι και δε μπορούσα να προσδιορίσω πόσο μακριά είναι η φωτιά. Πήγε 6:20 και γίνεται μια διακοπή ρεύματος. Τότε καταλάβαμε ότι κάτι δεν πάει καλά και ξεκινάμε να φεύγουμε. Άνοιξα τη πόρτα και είδα να έχει πιάσει φωτιά το πρώτο δέντρο του σπιτιού. Έπαθα σοκ. Βάζω τις φωνές και λέω φεύγουμε τώρα. Παίρνω κάτι νερά και κάτι πετσέτες», είπε ο μάρτυρας και συνέχισε: «Η πιο ασφαλής λύση ήταν να πάμε στη θάλασσα αλλά κατεβαίνοντας δεχθήκαμε ένα κύμα καπνού και κάψας στη πλάτη. Κατηφορίσαμε έχοντας καεί, μη μπορώντας να αναπνεύσουμε. Μπήκαμε στη θάλασσα και δροσιστήκαμε. Η μητέρα μου είχε καεί σε πάρα πολλά σημεία. Τα παιδιά ευτυχώς ήταν ψύχραιμα. Μια γυναίκα μας έδωσε το παρεό της για να σκεπάσουμε μύτες και στόματα. Αργότερα η κατάσταση της μάνας μου επιδεινωνόταν, πονούσε ζαλιζόταν. Ήμασταν μεταξύ μας, όλοι φοβισμένοι, η ώρα πέρασε και η φωτιά είχε τελειώσει. Μας βοήθησαν κάτι τουρίστες δίνοντας μας ρούχα».

Δημοφιλή