Πολλά από τα στοιχεία που αναφέρει ο κ. Ιωαννίδης στο άρθρο του, είναι πιθανόν σωστά - αλλά κάποια είναι εξώφθαλμα αποπροσανατολιστικά: π.χ. «επιτυχής εξέταση τουλάχιστον του 65% των μαθημάτων του ακαδημαϊκού έτους» δεν σημαίνει ότι «επιβραβεύουμε δηλαδή όσους πέφτουν κάτω απ' τη βάση μόνο μια στις τρεις φορές», αλλά με προσεχτική παρατήρηση των προθεσμιών πρακτικά σημαίνει ότι δεν αποκλείουμε της υποτροφίας έναν φοιτητή που επέλεξε να δώσει εξετάσεις σε τρία από τα δέκα μαθήματα του έτους τον Σεπτέμβριο, μια κοινή πρακτική από καλούς φοιτητές που επιζητούν υψηλή βαθμολογία.
Όσο η σωρηδόν παραγωγή πτυχίων συνεχίζεται, το αντίκρυσμά τους γίνεται περισσότερο αβέβαιο. Σε κάποια αντικείμενα υπάρχει μαζική μετανάστευση πτυχιούχων, όπως στην ιατρική, όπου η χώρα έχει περισσότερους ιατρούς ανά πληθυσμό παγκοσμίως (7 ανά 1000 κατοίκους) μαζί με την Κούβα. Παράλληλα ο πληθωρισμός ιατρών εξελίσσεται σε κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Ενώ υπάρχουν ελλείψεις σε σημαντικές ειδικότητες, οι περισσευούμενοι ασκληπιάδες θα ασκήσουν συχνά αχρείαστη, επιβλαβή ιατρική λόγω βιοπορισμού ή αθέμιτης κερδοσκοπίας. Π.χ. παρά την οικονομική κρίση κάνουμε 3300% περισσότερες αξονικές τομογραφίες ανά 1000 άτομα από ότι η Νέα Ζηλανδία.
Αν και δεν είμαι ειδικός γλωσσολόγος, απορώ. Σε ένα θέμα που η διεθνής επιστημονική κοινότητα ερίζει, στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, επίσημο και ανεπίσημο, έχει υιοθετηθεί μια άποψη που σε πρώτη ανάγνωση μοιάζει μάλλον αίολη. Διδάσκεται, εξετάζεται και τιμωρούνται όσοι δεν γνωρίζουν και δεν αναπαράγουν το λάθος. Σκεφθείτε όμως την περίπτωση: πέρα από όσους συνέδεσαν το «ἐσθλός» με άλλες λέξεις, εκτός του «εἰμί», ίσως να τιμωρηθεί και κάποιος μαθητής που γνώριζε την διαφωνία των γλωσσολόγων και επέλεξε να μην απαντήσει. Ποιος θα δικαιώσει άραγε αυτόν τον άγνωστο μαθητή, τον άριστο, που γνώριζε κάτι παραπάνω;