Η κυβέρνηση ανακοινώνει μείωση της φορολογίας στα εισοδήματα από ενοίκια, παρουσιάζοντάς την ως «φάρμακο» για την κρίση στέγης. Υπόσχεται ότι οι ενοικιαστές θα δουν χαμηλότερες τιμές και τα κλειστά σπίτια θα ανοίξουν ξανά στην αγορά. Στην πράξη, όμως, η εμπειρία και τα μαθηματικά δείχνουν το ακριβώς αντίθετο.

Οι ιδιοκτήτες που ήδη νοικιάζουν ακίνητα δεν έχουν κανένα κίνητρο να μειώσουν το ενοίκιο. Η μείωση φόρου μεταφράζεται απλώς σε καθαρότερο κέρδος – χωρίς καμία δέσμευση να το μοιραστούν με τον ενοικιαστή. Στην καλύτερη περίπτωση, οι τιμές θα μείνουν στα σημερινά επίπεδα, δηλαδή ήδη απλησίαστες για χιλιάδες νοικοκυριά.

Advertisement
Advertisement

Ακόμη πιο σκληρή είναι η πραγματικότητα των κλειστών σπιτιών. Δεν παραμένουν άδεια εξαιτίας της φορολογίας, αλλά λόγω του υπέρογκου κόστους ανακαίνισης, του φόβου για «κακοπληρωτές» και των χρονοβόρων δικαστικών διαδικασιών, καθώς και της προτίμησης των ιδιοκτητών στις βραχυχρόνιες μισθώσεις. Γιατί να επιστρέψει ένα διαμέρισμα στην αγορά με 650 ευρώ τον μήνα, όταν μέσω Airbnb μπορεί να αποδώσει 1.200;

Καμία μείωση φόρου δεν μπορεί να αλλάξει αυτή τη μαθηματική πραγματικότητα. Αντί για φθηνότερα ενοίκια και περισσότερη προσφορά, το πιθανότερο είναι να δούμε ιδιοκτήτες με μεγαλύτερη φορολογική ελάφρυνση – και ενοικιαστές με τα ίδια ή υψηλότερα βάρη.

Ακόμη και αν κάποια κλειστά σπίτια επιστρέψουν στην αγορά, θα διατεθούν στις ήδη «φουσκωμένες» τιμές. Το αποτέλεσμα; Η κρίση στέγης θα συνεχίσει να στραγγαλίζει τη νέα γενιά και τα νοικοκυριά, ενώ η «λύση» της κυβέρνησης θα αποδεικνύεται κενό γράμμα.

Τι θα μπορούσε να γίνει;

Η μείωση της φορολογίας στους ιδιοκτήτες ακινήτων δεν αρκεί για να λύσει το πρόβλημα. Αν η κυβέρνηση θέλει πράγματι να πέσουν τα ενοίκια και να ανοίξουν τα κλειστά σπίτια, χρειάζονται στοχευμένα μέτρα:

  1. Υποχρεωτική σύνδεση φοροελαφρύνσεων με το ύψος ενοικίου.Δηλαδή, όποιος μειώνει το ενοίκιο, να κερδίζει μεγαλύτερη φοροαπαλλαγή. Έτσι, η ελάφρυνση μεταφέρεται και στον ενοικιαστή.
  2. Ενίσχυση προγραμμάτων ανακαίνισης.Τα περισσότερα κλειστά σπίτια μένουν έτσι επειδή χρειάζονται ακριβές επισκευές. Μια γενναία επιδότηση ανακαίνισης, μέσα από τα γνωστά ή νέα προγράμματα (π.χ. Ανακαινίζω-Ενοικιάζω) θα μπορούσε να φέρει πολλά ακίνητα πίσω στην αγορά.
  3. Περιορισμός στις βραχυχρόνιες μισθώσεις. Ακόμα πιο αυστηρό πλαίσιο, ώστε να περιοριστεί η απορρόφηση διαμερισμάτων που λείπουν από τη μακροχρόνια αγορά. Πόλεις όπως η Βαρκελώνη και το Παρίσι το έχουν ήδη καταλάβει.
  4. Δημιουργία κοινωνικής κατοικίας.Κάτι που λείπει παντελώς από την Ελλάδα. Στη Γερμανία ή την Ολλανδία, οι δήμοι παρέχουν διαμερίσματα σε χαμηλά ενοίκια για νέους και ευάλωτες ομάδες.
  5. Ταχύτερες διαδικασίες δικαστικής προστασίας τόσο για ιδιοκτήτες όσο και για ενοικιαστές. Σήμερα, οι ιδιοκτήτες φοβούνται μήπως «κολλήσουν» με κακοπληρωτές για χρόνια, γεγονός που τους αποθαρρύνει να διαθέσουν τα ακίνητά τους στη μακροχρόνια αγορά. Εάν υπήρχε μια γρήγορη και αποτελεσματική διαδικασία έξωσης, περισσότερα σπίτια θα επέστρεφαν στην αγορά. Ήδη έχουν γίνει βήματα σε αυτήν την κατεύθυνση. Ταυτόχρονα, όμως, χρειάζεται και εξίσου άμεση δικαστική προστασία για τους ενοικιαστές απέναντι σε καταχρηστικές πρακτικές ή αδικαιολόγητες αυξήσεις ενοικίων. Μόνο έτσι θα μπορούσε να αποκατασταθεί η ισορροπία και η εμπιστοσύνη ανάμεσα στις δύο πλευρές.