Μάαστριχτ 1992, Τα ατέλειωτα γενέθλια: Ελλάδα και ΟΝΕ, ένα προβληματικό κράτος μέλος μιας προβληματικής Ένωσης

Βέβαια τα κράτη μέλη δεν είναι άμοιρα ευθυνών. Οι αδυναμίες και οι αστοχίες της ΟΝΕ δεν πρέπει να αποτελούν το άλλοθι των Ελλήνων για την κατάσταση στην οποία περιήλθε η χώρα. Οι εγχώριες πολιτικές ελίτ, από την αριστερά μέχρι το κέντρο και τη δεξιά, γνώριζαν ότι υπογράφοντας το 1992, έβαζαν στην ευρωζώνη μια χώρα αποβιομηχανοποιημένη, με εξαιρετικά χαμηλή ανταγωνιστικότητα, με ανοδική τάση στην ανεργία, δίχως να ανταποκρίνεται στις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις. Ακόμα και στα προϊόντα που η Ελλάδα έχει κάποια ποιοτικά πλεονεκτήματα, όπως το λάδι, έχει δυσκολία να τα αναδείξει και να τα εδραιώσει ώστε να αντανακλώνται στις τιμές.
|

Το 1967 κυκλοφόρησε στη Γαλλία το best seller του δημοσιογράφου Jean-Jacques Servan-Schreiber «Le Défi Américain» («Η Αμερικανική Πρόκληση») το οποίο μεταφράστηκε σε 15 γλώσσες.

Ο Servan-Schreiber απέβλεπε σε μια ομοσπονδιακή Ευρώπη που θα ανταγωνιζόταν τις εξελιγμένες ΗΠΑ στην τεχνολογία, τη βιομηχανία και τις αγορές.

Τη δεκαετία του 1990 λοιπόν, ένας άλλος Γάλλος, ο πρόεδρος της Επιτροπής Ζακ Ντελόρ, που φλέρταρε με ιδέες ομοσπονδοποίησης, απέδιδε την υψηλή ανεργία (20 εκατομμύρια) στην έλλειψη ανταγωνιστικότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι οικονομικές πολιτικές που θεσμοθετήθηκαν με την Συνθήκη του Μάαστριχτ και η νομισματική ένωση θα αποτελούσαν την ευρωπαϊκή απάντηση στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης. Οι ευρωπαϊκές οικονομίες θα συνέκλιναν έχοντας το νόμισμα ως «χάρακα». Οι περικοπές, ωστόσο, στις δαπάνες που απαιτούσαν τα κριτήρια σύγκλισης για το ενιαίο νόμισμα άρχισαν να «δαγκώνουν» και άρχισε να εδραιώνεται η αντίληψη ότι η απασχόληση και η εργασία θυσιάζονταν για λογαριασμό ενός project σχεδιασμένου από και για τις ευρωπαϊκές ελίτ (Independent, 14/6/1997). Τα αντικοινωνικά αποτελέσματα φάνηκαν έντονα με την υπόθεση της Vilvoorde (βλ. The EU's Government of Industries των Bernard Jullien και Andy Smith). Πέραν αυτού όμως, το ζήτημα ήταν πως ήταν ένα σύστημα που αποδείχτηκε ανεπαρκές σε περιόδους κρίσεων, καθότι δεν γίνεται να περιμένουμε τα πάντα να εξελίσσονται ομαλά. Έχει ενδιαφέρον να θυμηθεί κανείς, ή μάλλον να διαβάσει, την αρνητική γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για το ευρώ που κατατέθηκε το 2013.

Βέβαια τα κράτη μέλη δεν είναι άμοιρα ευθυνών. Οι αδυναμίες και οι αστοχίες της ΟΝΕ δεν πρέπει να αποτελούν το άλλοθι των Ελλήνων για την κατάσταση στην οποία περιήλθε η χώρα. Οι εγχώριες πολιτικές ελίτ, από την αριστερά μέχρι το κέντρο και την δεξιά, γνώριζαν ότι υπογράφοντας το 1992, έβαζαν στην ευρωζώνη μια χώρα αποβιομηχανοποιημένη, με εξαιρετικά χαμηλή ανταγωνιστικότητα, με ανοδική τάση στην ανεργία, δίχως να ανταποκρίνεται στις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις. Ακόμα και στα προϊόντα που η Ελλάδα έχει κάποια ποιοτικά πλεονεκτήματα, όπως το λάδι, έχει δυσκολία να τα αναδείξει και να τα εδραιώσει ώστε να αντανακλώνται στις τιμές (Η ελληνική γεωργία ενώπιον των νέων συνθηκών και θεσμικού πλαισίου, ΚΕΠΕ 2006).

Υποτίθεται ότι η ΟΝΕ και το Σύμφωνο Σταθερότητας θα ανάγκαζαν τους Έλληνες να πειθαρχήσουν, ωστόσο αποδείχτηκε μάλλον «ζουρλομανδύας», όπως έγραφε και ο ευφυής οικονομολόγος Νίκος Κυριαζίδης. Το 2005, δηλαδή πριν ακόμα ξεσπάσει η κρίση, ο διπλωμάτης Βύρων Θεοδωρόπουλος παραδεχόταν σε συνέντευξή του πως το Σύμφωνο Σταθερότητας «είχε δέσει τα χέρια όλων». Η Ελλάδα όμως δεν γινόταν να γίνει καλύτερη φορώντας ένα «ζουρλομανδύα», καθώς «για μας» έλεγε ο Κυριαζίδης την δεκαετία του 1990 «το πρόβλημα που είναι αναμφισβήτητα βαρύ, συνίσταται όχι στην επίκληση αριθμητικών ορίων, αλλά στην αδήριτη ανάγκη ανεύρεσης και αυστηρής εφαρμογής τρόπων πάταξης της δημοσιονομικής ανευθυνότητας, η οποία μπορεί να οδηγήσει τη χώρα μας στη χρεωκοπία. Αλλά τούτο δεν λύνεται με το αυθαίρετο 3%, ούτε με τα πρόστιμα του Συμφώνου Σταθερότητας. Είναι ένα σοβαρότατο θέμα πολιτικής ηθικής και συναισθήματος ευθύνης». Η αριθμητική/ονομαστική σύγκλιση λοιπόν δεν σήμαινε και ουσιαστική σύγκλιση.

Ίσως ακόμα να μην είναι σαφές αν η ανταγωνιστικότητα και κοινωνική προστασία μπορούν να συμβαδίσουν ή η ενίσχυση της μίας συντελείται εις βάρος της άλλης. Πάντως αν δούμε την Ευρωπαϊκή Ένωση 25 χρόνια μετά την υπογραφή στο Μάαστριχτ φαίνεται ότι και τα δύο τείνουν να... συγκλίνουν: η Ευρώπη χάνει ανταγωνιστικότητα ενώ ψαλιδίζει σταθερά το κράτος πρόνοιας. Για παράδειγμα, η καταγεγραμμένη ανεργία στην ευρωζώνη αγγίζει το 10%, στις χώρες μέλη-ΕΕ εκτός ευρώ πέφτει στο 8%, ενώ αν δούμε ευρωπαϊκές χώρες εκτός Ε.Ε (Νορβηγία, Ισλανδία) περιορίζεται γύρω στο 3-4%(Eurostat, 2017).

Ίσως λοιπόν τη δεκαετία του 90' όταν ο Paul Krugman ασκούσε κριτική στον Ζακ Ντελόρ για το ανταγωνιστικό μοντέλο που χτίστηκε μετά το Μάαστριχτ να είχε δίκιο. Η ανταγωνιστικότητα είναι ανούσια όταν μιλάμε για εθνικές οικονομίες και η «εμμονή με την ανταγωνιστικότητα είναι επικίνδυνη». Η ευρωζώνη όχι μόνο δεν προστάτεψε τις κοινωνίες από τις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης, αλλά οι αποκλίσεις και ανισότητες που παρήγαγε έφεραν ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα από το ευρύτερο ενοποιητικό εγχείρημα. Στο ξέσπασμα της κρίσης, τo κοινό νόμισμα περισσότερο διαίρεσε τους Ευρωπαίους παρ τους ενοποίησε.