Διχασμοί, δημοψηφισματικές δημοκρατίες και ανεπάρκειες πολιτικού συστήματος

Αντιμέτωποι με σύνθετα προβλήματα, οι πολιτικοί ηγέτες προσπαθούν να αποσείσουν την δική τους ευθύνη παραπέμποντας την «καυτή πατάτα» στο εκλογικό σώμα. Έτσι και ο Κάμερον πρότεινε το δημοψήφισμα για να αποφύγει να έλθει αντιμέτωπος με τον ευρωσκεπτικισμό μέσα στο κόμμα του. (Ταυτόχρονα ήλπιζε ότι οι εκλογές του 2015 θα οδηγούσαν σε συγκυβέρνηση με άλλα κόμματα, τα οποία, με τη σειρά τους, θα τον σταματούσαν...). Μια πρωτοβουλία που ίσως στην αρχή φάνηκε ευφυής, στο τέλος κατάφερε να διχάσει, να αποπροσανατολίσει, και να αναβιώσει φαντάσματα από το μακρινό παρελθόν.
|
Open Image Modal
Milos Bicanski via Getty Images

«Το όνομά μου είναι "Θάνατος στους προδότες"» ήταν η μοναδική δήλωση του δολοφόνου της βουλευτού Jo Cox. Στην Αγγλία δεν αρκέστηκαν στις αγχόνες και τις κατηγορίες «Γερμανοτσολιάδες» -αλλά απέδειξαν ότι ορισμένες λεκτικές απειλές μπορούν να αποκτήσουν χειροπιαστό αποτέλεσμα.

Το μίσος σε αυτή την περίπτωση της «Μητέρας των Κοινοβουλίων» ήταν τυφλό. Επέλεξε να αφανίσει μια από τις πιο αστραφτερές και πειστικές παρουσίες, όχι για να τιμωρήσει, αλλά για να φιμώσει. Το μόνο που είχε να αντιτάξει στην πειθώ και στα επιχειρήματα ήταν το πιστόλι και το μαχαίρι ταυτοχρόνως.

Η δολοφονία είναι ένα ακραίο παράδειγμα αφαίρεσης του λόγου. Ως αφαίρεση του λόγου, όμως, έχει κοινά με φαινόμενα απελπιστικά καθημερινά (και διαδεδομένα): Τα τρολ του ίντερνετ στην Ελλάδα (αλλά και αλλού) επικεντρώνουν την χολή τους εκεί ακριβώς όπου τα επιχειρήματα του άλλου μπορούν να πιάσουν περισσότερο τόπο. Η πρώτη αντίδραση όταν ακουστεί κάτι σωστό από την μια πλευρά είναι το «δεν δικαιούται δια να ομιλεί». Από την άλλη, στήνεται ένας χορός διαβολών σε βάρος εκείνης που (επιμένει να) ομιλεί -προκειμένου να μην ακουστεί αυτό που λέει.

Ο εξορκισμός του ορθού λόγου και του επιχειρήματος τείνει να γίνει κανόνας παγκοσμίως. Ηγετική φιγούρα του κινήματος Brexit, o Michael Gove, υπουργός της κυβέρνησης, σχολιάζοντας την ομοβροντία οικονομολόγων υπέρ του remain, ανέφερε σκωπτικά ότι δεν πρέπει να αποδίδεται σημασία σε όλους αυτούς «γιατί είναι ειδικοί»- λες και αν μιλούσαν κάποιοι τελείως άσχετοι (π.χ. ο Jimmy ο ταξιτζής), η γνώμη τους θα έπρεπε να βαρύνει περισσότερο. Πιεζόμενοι να απαντήσουν σε οικονομικά επιχειρήματα, πολλοί κατέφευγαν στη -γνώριμη στην Ελλάδα- υπεκφυγή: «Τα λένε έτσι επειδή τα έχουν πάρει». Όσο περισσότερη λογική συσσωρεύεται υπέρ της μιας πλευράς, τόσο δυναμώνει το πείσμα ανάμεσα στους υποστηρικτές της άλλης.

Το βρετανικό δημοψήφισμα θυμίζει ποδοσφαιρικό αγώνα (χωρίς τη δυνατότητα έντιμης ισοπαλίας). Από τη μια υπάρχει η λογική και από την άλλη το συναίσθημα. Όση περισσότερη λογική πέφτει από τη μια, τόσο φαίνεται να επιμένει η άλλη.

Στην Ελλάδα αναγνωρίζουμε αμέσως το φαινόμενο - το δικό μας δημοψήφισμα ήταν μόλις πέρυσι. Αλλά μας είναι οικείο και επειδή, με το εκλογικό μας σύστημα, κάθε εκλογική αναμέτρηση καταλήγει σε δημοψηφισματικά διλήμματα και εκβιασμούς.

Σε ένα δημοψήφισμα, όσο σύνθετο και αν είναι ένα θέμα, τελικά καταλήγει σε δυαδικό - ναι ή όχι. Οι αποφάσεις αυτού του είδους που παραπέμπονται σε διλημματική επιλογή από την φύση τους διχάζουν. Στην καλή περίπτωση αναπαράγουν τον φανατισμό των οπαδών ποδοσφαίρου. Στην ακραία κακή, δημιουργούν τις συνθήκες εθνικού διχασμού και με την καταγγελία «των προδοτών» μπορούν να οπλίζουν το χέρι παραφρόνων.

Σε μια τέτοια περίπτωση, όπως και στο ποδόσφαιρο, η επιλογή καταλήγει τελικά να αφορά την ταυτότητα του καθενός. Υποστηρίζω την ομάδα με τα κόκκινα επειδή «είμαι Ολυμπιακός». Όσο καλό ποδόσφαιρο και να παίζουν οι πράσινοι ή οι κίτρινοι, εγώ θα μείνω περήφανα Ολυμπιακός.

Στο αγγλικό δημοψήφισμα, όλα τα λογικά επιχειρήματα ήταν με το remain. Το Leave επισείει δυναμικά μόνο τον φόβο της μετανάστευσης. Όμως ακόμη και εκεί, τα επιχειρήματα δεν αντέχουν στην κριτική: δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι η Βρετανία θα είναι σε θέση να υψώσει ψηλότερα τείχη αν φύγει από την ΕΕ. Στην πραγματικότητα, η απήχηση του Βrexit έχει να κάνει με κάποιο είδος νοσταλγικού αταβισμού. Πολλοί από τους γηραιότερους νοσταλγούν μια (φανταστική) Βρετανία του παρελθόντος, όπου ο καθένας ήξερε την θέση του και ήταν μέρος μιας ομόγλωσσης αυτοκρατορίας, αντί ίσοι σε μια άγνωστη, πολύχρωμη και πολυεθνική Βαβέλ.

Στην πραγματικότητα, θέλουν να εξασφαλίσουν την παρηγοριά του γνώριμου: θέλουν, στην πραγματικότητα, να μπορούσαν να γυρίσουν τον χρόνο πίσω. Ανάγοντας, όμως, το όλο θέμα σε ζήτημα ταυτοτήτων, εμφανίζεται ένας ιδιότυπος εθνικισμός των Άγγλων και της Αγγλίας σε αντιδιαστολή με τις άλλες εθνότητες που συναπαρτίζουν το Ηνωμένο Βασίλειο (δηλαδή με την ταυτότητα και τον εθνικισμό των Σκωτσέζων, των Ουαλών και των Ιρλανδών).

Το βρετανικό δημοψήφισμα άρχισε ως τεχνοκρατική συζήτηση γύρω από οικονομικές σχέσεις. Kατέληξε να αναζωπυρώσει παλιούς εθνικισμούς αλλά και την διαπάλη παλιού και νέου - μια σύγκρουση που φαίνεται να είναι πολύ εντονότερη από την διαπάλη των γενεών. Στο εύφλεκτο αυτό μείγμα, το μυαλό του δολοφόνου πρόσθεσε και τον παράγοντα φύλο - με τα τραγικά αποτελέσματα που ξέρουμε.

Τα φαινόμενα αυτά δεν είναι αποκλειστικά βρετανικά. Ταιριάζουν με πρόσφατα φαινόμενα που έχουν εκδηλωθεί στις ΗΠΑ, ενώ στην Ελλάδα έχουν καταντήσει ενδημικά. Το πρόβλημα προκύπτει από το πώς τα πολιτικά συστήματα δημοκρατικών χωρών και οι πολιτικοί τους προσεγγίζουν τις ευθύνες τους.

Αντιμέτωποι με σύνθετα προβλήματα, οι πολιτικοί ηγέτες προσπαθούν να αποσείσουν την δική τους ευθύνη παραπέμποντας την «καυτή πατάτα» στο εκλογικό σώμα. Έτσι και ο Κάμερον πρότεινε το δημοψήφισμα για να αποφύγει να έλθει αντιμέτωπος με τον ευρωσκεπτικισμό μέσα στο κόμμα του. (Ταυτόχρονα ήλπιζε ότι οι εκλογές του 2015 θα οδηγούσαν σε συγκυβέρνηση με άλλα κόμματα, τα οποία, με τη σειρά τους, θα τον σταματούσαν...). Μια πρωτοβουλία που ίσως στην αρχή φάνηκε ευφυής, στο τέλος κατάφερε να διχάσει, να αποπροσανατολίσει, και να αναβιώσει φαντάσματα από το μακρινό παρελθόν.

Το κοινοβουλευτικό σύστημα βασίζεται στην διαβούλευση και στην ανταλλαγή επιχειρημάτων μεταξύ αντιπροσώπων. Ένα δημοψήφισμα είναι ομολογία ότι οι εκπρόσωποι δεν τολμούν να κάνουν την δουλειά τους. Μεταφέρουν τις δικές τους ευθύνες στο εκλογικό σώμα: Προκειμένου να μην διχαστούν οι εκπρόσωποι στην βουλή και στο κόμμα, προτιμότερο να διχαστεί η κοινωνία. Όπως αποδεικνύει η εμπειρία των τελευταίων εβδομάδων, αυτή η κοινωνία δεν είχε τη δυνατότητα να κάνει με καλύτερο τρόπο αυτό που δεν έκαναν οι βουλευτές.

Όποιο και να είναι το αποτέλεσμα της Πέμπτης, το σίγουρο είναι ότι η Αγγλία, η Ευρώπη και ο κόσμος θα βγούνε από αυτή τη δοκιμασία φτωχότεροι και καθόλου σοφότεροι από όσο ήταν όταν ξεκίνησε.