Η πίσω αυλή της παιδείας μας

Aν υπήρχε όραμα στους ηγέτες μας θα ήταν και η χώρα καλύτερη. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.
Open Image Modal
.
Eurokinissi

Τα προβλήματα της παιδείας μας εύλογα γίνονται συχνά αντικείμενο συζήτησης μέσα στις οικογένειες ή σε συναναστροφές μεταξύ γονέων. Κατά την έναρξη του σχολικού έτους, μάλιστα, επικρατεί μεγαλύτερη ένταση, καθώς χρόνιες δυσλειτουργίες συμπυκνώνονται απαιτώντας (δικαιολογημένα) να αντιμετωπισθούν μέσα σε περιορισμένο χρόνο.

Δεν θα αναφερθώ στην ντροπιαστική για την κοινωνία μας αδυναμία στέγασης των εκπαιδευτικών στα νησιά, δεχόμενος ότι ξεπερνάει τις στενές αρμοδιότητες του Υπουργείου Παιδείας και πιέζει για συνεργασία και άλλων φορέων. Φυσικά αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία διότι το αίσθημα εξαθλίωσης των εκπαιδευτικών μας μαρτυρεί για τις προτεραιότητες της κοινωνίας…

Οι χρόνιες δυσλειτουργίες που κάθε φθινόπωρο γίνονται επίκαιρες είναι άλλες: αν θα έχουν τοποθετηθεί έγκαιρα οι αναπληρωτές στα κενά που υπάρχουν, αν θα καλύπτονται όλες οι ειδικότητες, αν θα έχουν γίνει οι συμβάσεις για την μεταφορά των μαθητών από τα χωριά, αν θα διατίθενται υγιεινά τρόφιμα από τα σχολικά κυλικεία, αν θα έχουν τυπωθεί και διανεμηθεί τα βιβλία, αν θα είναι αξιοκρατικές οι διαδικασίες επιλογής διευθυντών και συμβούλων κ.π.ά. Αυτά για την πρωτοβάθμια και την δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Αν περάσουμε στην τριτοβάθμια τα μόνιμα σημεία τριβής βρίσκονται στη λαϊκιστική δημιουργία άχρηστων τμημάτων, στην απροθυμία του Υπουργείου να δεχτεί τους αριθμούς εισακτέων που προτείνουν τα ΑΕΙ ορίζοντας πάντα μεγαλύτερους, στην ελλιπή χρηματοδότηση, στην κατ’ όνομα μόνο αυτοδιοίκηση, στις καθυστερήσεις υπογραφής των διορισμών των εκλεγόμενων μελών ΔΕΠ κ.π.ά. Παρεμπιπτόντως, ο κόσμος ευρύτερα δεν γνωρίζει ότι, από την στιγμή που ένας καθηγητής ΑΕΙ αφυπηρετεί λόγω ηλικίας, οι διαδικασίες προκήρυξης, υποβολής υποψηφιοτήτων, κρίσης, ελέγχου, υπογραφών, και δημοσίευσης στο ΦΕΚ συνήθως απαιτούν 1 έτος! Ναι, επί 1 χρόνο τα μαθήματά του απελθόντος δεν διδάσκονται ή τά επωμίζονται άλλοι συνάδελφοί του!

Τι παρατηρούμε; Όλες οι χρόνιες δυσλειτουργίες τις οποίες ανέφερα (και άλλες συναφείς που οπωσδήποτε παρέλειψα) κανονικά δεν θα έπρεπε να απασχολούν υπουργούς και υφυπουργούς! Σε ένα φυσιολογικό κράτος η έγκαιρη επίλυση των θεμάτων αυτών θα ήταν αντικείμενο των διευθυντών του Υπουργείου και των Περιφερειακών διευθυντών εκπαίδευσης. Και θα όφειλε να έχει τον χαρακτήρα ρουτίνας, χωρίς να αναρωτιέται κανείς αν εφέτος θα γίνουν τα πράγματα σωστά. Όμως είμαστε όλοι μάρτυρες της καύχησης των κατά καιρούς υπουργών ότι «αυτή τη χρονιά φροντίσαμε έγκαιρα ώστε να μην υπάρχει πρόβλημα κτλ». Καυχώνται γι’ αυτό που δεν θα έπρεπε να είναι καν αντικείμενό τους!

Ξέρετε γιατί συμβαίνει αυτό; Απλούστατα, αποτελεί αντιπερισπασμό προς την κοινή γνώμη προκειμένου να κρυφτούν τα συστημικά νοσήματα της ελληνικής εκπαίδευσης. Τα οποία, δυστυχώς, είναι βαρύτατα. Θα μνημονεύσω μόνο τρία από αυτά. 

Α. Ακαταλληλότητα κάποιων εκπαιδευτικών

Ανέκαθεν έργο του εκπαιδευτικού ήταν και η διαχείριση ανθρώπινων ομάδων. Ίσως στην εποχή μας να βαραίνει περισσότερο αυτή η ικανότητα παρά η επιστημονική επάρκεια (που, φυσικά, είναι απαραίτητη). Είναι προφανές ότι ένα πτυχίο δεν έχει καμία σχέση με το παιδαγωγικό ταλέντο.

Ως εκ τούτου ο διαγωνισμός ΑΣΕΠ ως προϋπόθεση διορισμού (για τους αναπληρωτές δεν υπάρχει ούτε αυτός!) δεν σημαίνει απολύτως τίποτε για την προσωπικότητα εκείνου ο οποίος καλείται να διαχειριστεί παιδιά και εφήβους. Η τυπική και καθολική δημοσιοϋπαλληλική απαίτηση για ‘χαρτί’ ψυχιάτρου έχει καταντήσει ρουτίνα χωρίς περιεχόμενο. Και αυτά δεν τά περιορίζω στους εκπαιδευτικούς: έχω υποστηρίξει την ανάγκη ουσιαστικής εξέτασης και των υποψηφίων κληρικών από ψυχιάτρους.

Δεν σταματούν να καταφθάνουν θλιβερές πληροφορίες για εξωφρενικές συμπεριφορές κάποιων εκπαιδευτικών, για ανικανότητα ενσυναίσθησης, για εμφανή ανεπάρκεια, για συναισθηματική κατάρρευση μέσα στην τάξη. Μια κοινωνία που δίνει προτεραιότητα στην παιδεία, όμως, βρίσκει τρόπους για εξονυχιστική επιλογή των καλύτερων παιδαγωγών για τα μικρά μέλη της. Σε θέματα επιλογής προσωπικού τα δημόσια σχολεία πρέπει να αποκτήσουν νοοτροπία ιδιωτικών! 

Β. Περιβάλλον ανομίας

Στο ελληνικό σχολείο μόνο φόνος δεν έχει συμβεί ακόμη. Προφανώς επειδή δεν έχουμε την εκτεταμένη οπλοφορία των ΗΠΑ.

Όλα τα υπόλοιπα φαινόμενα ανομίας ανθούν – στα δημόσια, φυσικά. Δεν μιλώ για τον διαχρονικό εκφοβισμό και την στοχοποίηση, αυτά πάντοτε συνέβαιναν αλλά μόλις τελευταία αρχίσαμε να ανησυχούμε. Αναφέρομαι κυρίως σε περιστατικά με εφήβους: ανεκδιήγητη ενδυμασία, λεκτική επιθετικότητα κατά των καθηγητών, σωματική βία μεταξύ ‘συμμοριών’, καταστροφικότητα ενάντια στο κτίριο και στα θρανία, η ανεκδιήγητη και αδιανόητη παθολογία των καταλήψεων, κυκλοφορία εκβιαστικών βίντεο κ.ά. Αλλά και μεταξύ παιδιών δημοτικού έχουν αρχίσει να κυκλοφορούν βίντεο με άσεμνο περιεχόμενο, ακόμη και εντός σχολείου, όπως και συμπεριφορές σεξουαλικής παραβατικότητας!

Ο εθισμός στην ανομία από τις μικρές ηλικίες, σε συνδυασμό με το μήνυμα που εκπέμπουν οι εκπαιδευτικοί και το Υπουργείο ότι είναι ανίκανοι ή απρόθυμοι να αναμιχθούν, προοιωνίζεται ό,τι χειρότερο για τους μελλοντικούς πολίτες. Καθώς μεγαλώνουν κατόπιν δεν είναι καθόλου παράξενο ότι στα ΑΕΙ αναρτώνται σε κοινή θέα διαφημίσεις για εκπόνηση διπλωματικών και διδακτορικών, με τηλέφωνα μάλιστα, χωρίς να παρεμβαίνει εισαγγελέας. Το μήνυμα που διαποτίζει τις νεανικές συνειδήσεις είναι ότι όλα επιτρέπονται, πως η κοινωνία ταξιδεύει ανερμάτιστη…

Εννοείται ότι στο ζήτημα αυτό παρατηρούνται πελώριες διαφορές από τη μια σχολική μονάδα στην άλλη. Έχω παρευρεθεί σε δημόσια σχολεία αξιοζήλευτα: τό βλέπεις από το κτίριο, από τα πρόσωπα των εκπαιδευτικών, από την επικοινωνία τους με τα παιδιά. Και έχω γίνει μάρτυρας άλλων των οποίων η κτιριακή εμφάνιση, όμοια με φυλακής (συν τα γκράφιτι), αποδίδει το ψυχοπιεστικό βίωμα των μαθητών και αντανακλάται στο φευγάτο βλέμμα των εκπαιδευτικών. Όλα είναι θέμα προσώπων: το ζήτημα Β εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το Α, με άλλα λόγια, χρειαζόμαστε ζωντανές σχολικές κοινότητες. 

Γ. Ανυπαρξία επιστημονικής κρίσης μελών ΔΕΠ

Σε αντίθεση με τις προηγούμενες βαθμίδες της εκπαίδευσης, αυτά που συμβαίνουν στα ΑΕΙ ελάχιστα φαίνεται να απασχολούν την ελληνική κοινωνία. Αποτέλεσμα της αδιαφορίας είναι τελικά η άγνοια του παρασκηνίου.

Για την αναξιοκρατία των πανεπιστημίων μας έγραψα πολλά στο βιβλίο μου ”Έθνος-σκαντζόχοιρος”. Εδώ θα αναφερθώ σε μια άλλη αναπηρία, την απουσία κάθε ουσιαστικού διαλόγου όταν πρόκειται να εκλεγεί καινούργιο μέλος ΔΕΠ. Από τη μια η πολυνομία, από την άλλη η ευνοιοκρατία, βοηθούντος και του τυπολατρικού κρατικού συγκεντρωτισμού, η διαδικασία εκλογής έχει καταντήσει μια νομική ακροβασία προκειμένου να αποφευχθούν οι κακοτοπιές.

Η εκλογή ενός μέλους ΔΕΠ (όφειλε να) αποτελεί κορυφαία στιγμή για ένα πανεπιστήμιο. Το νόημά της έγκειται στο να μετατραπεί σε στίβο επιστημονικού διαλόγου μεταξύ των εκλεκτόρων, μέσα από τον οποίο θα αναδειχθεί ο καλύτερος. Στην ελληνική πρακτική αυτό είναι σχεδόν ανύπαρκτο.

Αυτό που κυριαρχεί είναι η νομικίστικη έγνοια να αποφύγουμε τις παγίδες. Με ποια κριτήρια θα αποφασίσουμε ποια είναι τα συναφή γνωστικά αντικείμενα απ’ όπου θα αντλήσουμε εκλέκτορες; Πώς θα συγκρίνουμε τα τυπικά προσόντα των υποψηφίων (προκειμένου να αποφύγουμε να συζητήσουμε για τα ουσιαστικά προσόντα τους); Με ποιες λέξεις θα διατυπωθεί η κρίση μας ώστε να μην υφίσταται κατά τον έλεγχο των πρακτικών λόγος ακυρότητας; Τι εννοεί ο νόμος στην τάδε παράγραφο, και πώς ερμηνεύεται από την τάδε εγκύκλιο, ώστε να καλυφθούμε απέναντι σε τυχόν προσφυγές;

Είναι φορές που ένας εξωτερικός παρατηρητής κατά την συνεδρίαση θα έβρισκε κωμικοτραγικές τις προσπάθειες εκλεκτόρων να αποφύγουν την κακοπιστία άλλων (στην καλύτερη περίπτωση) ή να κατοχυρώσουν νομικά την αυθαίρετη και αναξιοκρατική επιλογή τους (στη χειρότερη). Το μόνο που δεν τούς ενδιαφέρει εδώ είναι η πρόοδος της επιστήμης και το καλό όνομα του πανεπιστημίου τους.

*

Με λίγα λόγια, αυτά τα ενδημικά προβλήματα (και όσα άλλα είναι παρόμοιας βαρύτητας) θα έπρεπε να είναι το αντικείμενο των Υπουργών Παιδείας, εφόσον η αποστολή τους είναι επιτελική. Όμως ουδέποτε ακούσαμε προβληματισμό από τα κόμματα γι’ αυτό το κατάντημα, πολύ περισσότερο δεν κυκλοφορούν προτάσεις για επίλυσή τους. Όσοι επιφορτίσθηκαν κατά καιρούς την ευθύνη ενός τόσο καίριου πόστου αρκούνται σε απλή διαχείριση των τρεχόντων, κάτι που αρμόζει στους υφισταμένους τους.

Εντάξει, δεν θέλουμε να αντλήσουμε παραδείγματα από την εκπαίδευση σκανδιναβικών χωρών μέσα από προσχήματα πως είμαστε άλλου χαρακτήρα κτλ. Διερωτώμαι: γιατί δεν στρεφόμαστε προς την Κύπρο την οποία κατοικούν επίσης Έλληνες; Γιατί δεν θέτουμε στον εαυτό μας το ερώτημα πώς καταφέρνουν εκεί να διοικούν γυμνάσια και λύκεια των χιλίων μαθητών και των εκατό εκπαιδευτικών; Ποιο είναι το μυστικό τους όταν συντονίζουν με επιτυχία και αποτελεσματικότητα την ‘ορχήστρα’; Γιατί οι εκπαιδευτικοί αμείβονται γενναιόδωρα; Γιατί τα πανεπιστήμιά τους δεν εμφανίζουν ρύπανση και κομματισμό;

Αλλά αν υπήρχε όραμα στους ηγέτες μας θα ήταν και η χώρα καλύτερη. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.