Η 14η Ιουλίου σηματοδότησε μια νέα φάση στη γεωπολιτική παρτίδα μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ρωσίας και της Ουκρανίας. Ο Ντόναλντ Τραμπ, παρουσία του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε, ανακοίνωσε επίσημα την αποστολή 17 συστημάτων Patriot στην Ουκρανία και έθεσε προθεσμία 50 ημερών στον Βλαντίμιρ Πούτιν για να προβεί σε ενέργειες αποκλιμάκωσης. Παράλληλα, προειδοποίησε για δασμούς 100% σε όσους συνεχίζουν να συνεργάζονται ενεργειακά με τη Μόσχα. Το ενδιαφέρον, ωστόσο, δεν εντοπίζεται μόνο στην αιχμηρή ρητορική, αλλά στο ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό: η Ευρώπη.
Το αμερικανικό παιχνίδι: στρατηγική χωρίς κόστος
Η αποστολή των συστημάτων Patriot δεν συνοδεύεται από αμερικανικό οικονομικό κόστος. Οι ευρωπαϊκές χώρες θα αναλάβουν εξ ολοκλήρου τη χρηματοδότηση μέσω του ΝΑΤΟ, ενώ οι ΗΠΑ διατηρούν το στρατηγικό πλεονέκτημα και την πολιτική πρωτοβουλία. Το Πεντάγωνο απλώς θα αναπληρώσει τα αποθέματά του από τα ευρωπαϊκά κονδύλια.
Αυτή η τακτική αποκαλύφθηκε μετά την αμφιλεγόμενη στάση του υπουργού Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ, ο οποίος στις 7 Ιουλίου διέκοψε μονομερώς τις αποστολές οπλισμού προς την Ουκρανία χωρίς να ενημερώσει τον Λευκό Οίκο. Ο Τραμπ αναγκάστηκε να ανακαλέσει την απόφαση, αλλά παράλληλα ανέπτυξε έναν νέο μηχανισμό: τα ευρωπαϊκά κράτη αγοράζουν αμερικανικά όπλα και τα μεταφέρουν στην Ουκρανία μέσω του ΝΑΤΟ.
Η μετατόπιση του κόστους στους ευρωπαίους συμμάχους, σε συνδυασμό με την αμερικανική διπλωματία των «προθεσμιών», καταδεικνύει πολιτική στόχευση περισσότερο στη διατήρηση των εντυπώσεων παρά στην επίτευξη ουσιαστικής στρατηγικής αλλαγής.
Η ρωσική απάντηση: καμία υποχώρηση
Οι αντιδράσεις από τη Μόσχα δεν άργησαν. Η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, Μαρία Ζαχάροβα, χαρακτήρισε την αποστολή των Patriot ως «κίνηση που δεν θα περάσει αναπάντητη» και κατηγόρησε τη Δύση για συμμαχία με ένα «νεοναζιστικό καθεστώς στο Κίεβο». Ο Ντμίτρι Πεσκόφ, εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, υπογράμμισε ότι «οι απειλές δεν θα σταματήσουν τη ροή του πολέμου» και ότι η Μόσχα θα συνεχίσει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις ανεξάρτητα από τις κυρώσεις. Τόνισε επιπλέον ότι «δεν υπάρχει καμία πρόθεση για διακοπή των επιχειρήσεων, όσο οι ρωσικές απαιτήσεις ασφαλείας παραμένουν ανεκπλήρωτες».
Ο ίδιος ο Πούτιν, από τη Μόσχα, επανέλαβε τις βασικές του θέσεις: ουδετερότητα της Ουκρανίας, αποκλεισμός της από το ΝΑΤΟ και αναγνώριση των νέων γεωγραφικών πραγματικοτήτων. Σε δηλώσεις του προς τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης, ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «ο πόλεμος δεν θα σταματήσει λόγω δηλώσεων ή τηλεοπτικών τελεσιγράφων». Όπως είπε, «ο διάλογος απαιτεί αμοιβαία κατανόηση, και αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει έδαφος για κάτι τέτοιο».
Στη σκληρή του απάντηση προς τον Τραμπ στις 3 Ιουλίου, ο Πούτιν ξεκαθάρισε ότι «η Ρωσία δεν θα υποχωρήσει» από τους στόχους εξάλειψης των «βαθύτερων αιτιών» του πολέμου, προειδοποιώντας για νέα κλιμάκωση εντός 60 ημερών.
Οι βαθύτερες επιθέσεις και η αντίδραση του Πούτιν
Πέρα από τη δημόσια ρητορική, υπάρχουν στοιχεία που αποκαλύπτουν την αντιφατικότητα της αμερικανικής στάσης. Σύμφωνα με πρόσφατο ρεπορτάζ του Financial Times, κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής επικοινωνίας με τον πρόεδρο Ζελένσκι στις 4 Ιουλίου, ο Τραμπ εξέφρασε προτροπή για βαθύτερες επιθέσεις μέσα στο ρωσικό έδαφος, θέτοντας ερωτήματα όπως «Μπορείτε να χτυπήσετε τη Μόσχα; Ή και την Αγία Πετρούπολη;». Παραδέχτηκε μάλιστα ότι την επόμενη ημέρα συζήτησε δύο φορές με τον Ουκρανό πρόεδρο τη δυνατότητα αποστολής ATACMS ή Tomahawk μακρού βεληνεκούς εναντίον κεντρικών περιοχών της Ρωσίας.
Στη συνέχεια, όμως, σε δημόσια τοποθέτηση, ο ίδιος διευκρίνισε: «Η Ουκρανία δεν πρέπει να πλήξει τη Μόσχα», υποστηρίζοντας ότι απλώς «έθεσε ένα ερώτημα», χωρίς να δίνει εντολή για τέτοιες επιθέσεις. Αντιφατικά αποκαλύπτετε το είδος της διπλής επικοινωνίας που χαρακτηρίζει την αμερικανική προσέγγιση: ιδιωτικές προτροπές για κλιμάκωση και δημόσιες διευκρινίσεις για αποκλιμάκωση.
Το Κρεμλίνο δεν άργησε να απαντήσει. Ο Ντμίτρι Πεσκόφ χαρακτήρισε τις αναφορές ως «σοβαρές και άξιες προσεκτικής αξιολόγησης», χωρίς να τις απορρίπτει άμεσα, αλλά αφήνοντας να εννοηθεί ότι «η Μόσχα δεν θα τρομοκρατηθεί». Ο πρώην πρόεδρος και νυν αναπληρωτής πρόεδρος του Συμβουλίου Ασφαλείας, Ντμίτρι Μεντβέντεφ, σχολίασε σκωπτικά ότι επρόκειτο για «θεατρικό τελεσίγραφο» που δεν επηρεάζει το ρωσικό ηθικό.
Ο ίδιος ο Πούτιν, σε πρόσφατη συνέντευξή του σε αγγλόφωνα ρωσικά ΜΜΕ, τόνισε ότι «η Ρωσία δεν θα καθοδηγείται από φήμες και τελεσίγραφα», και πως «οι σχέσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας δεν χτίζονται με απειλές αλλά με συμφωνίες πίσω από κλειστές πόρτες», αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο ότι όσα ειπώθηκαν δημοσίως μπορεί να έχουν διαφορετικό νόημα σε προσωπικό επίπεδο.
Οι «κόκκινες γραμμές» και η απειλή κλιμάκωσης
Παράλληλα με τις διπλωματικές κινήσεις, ο Πούτιν χαρακτήρισε ως «κόκκινη γραμμή» την προοπτική υποστήριξης της Ουκρανίας από το ΝΑΤΟ με όπλα ικανά να φτάσουν βαθιά στο ρωσικό έδαφος. «Εάν οι ΗΠΑ ή οι σύμμαχοί τους επιτρέψουν στην Ουκρανία να χρησιμοποιήσει όπλα που χτυπούν σε βάθος ρωσικού εδάφους», προειδοποίησε, «τότε οι ίδιοι οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ θα θεωρηθούν μέρος του πολέμου», μια εξέλιξη που, σύμφωνα με τον ίδιο, θα μετατρέψει τη σημερινή σύγκρουση σε άμεση αντιπαράθεση μεταξύ Βορειοατλαντικής Συμμαχίας και Ρωσίας.
Ο Πούτιν επανέλαβε πως τέτοιες ενέργειες, ακόμη και πιθανή χρήση δυτικών δορυφορικών δεδομένων ή επίβλεψη από νατοϊκούς αξιωματικούς, «θα σημαίνει ότι το ΝΑΤΟ εισέρχεται άνευ όρων στον πόλεμο». Κάλεσε τα κράτη μέλη να σκεφτούν καλά πριν τοποθετήσουν τέτοιες στρατηγικές υποδομές στην Ουκρανία, τονίζοντας ότι μια τέτοια κίνηση θα πλήξει καίρια τη διεθνή ειρήνη.
Επιπλέον, πρόσθεσε ότι «ένα τέτοιο βήμα θα άλλαζε το ίδιο το χαρακτήρα της σύγκρουσης», μετατρέποντάς την από περιφερειακή σε άμεση αναμέτρηση μεταξύ της Ρωσίας και του ΝΑΤΟ. Πρόκειται για σαφή ένδειξη ότι η Μόσχα θεωρεί τη διαφύλαξη της ρωσικής εδαφικής αυτονομίας ως ύψιστης σημασίας, οποιαδήποτε μεταφορά προηγμένων οπλικών συστημάτων αποτελεί ευαίσθητο γεωπολιτικό ζήτημα.
Αυτό εγείρει το κρίσιμο ερώτημα αν ο Τραμπ επιδιώκει πραγματική σύγκρουση με τη Μόσχα ή αν παίζει διπλό παιχνίδι μπροστά στις κάμερες, αφήνοντας την πραγματική διπλωματία να διεξάγεται κρυφά μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, σε διαδρόμους και κλειστές αίθουσες.
Ο πόλεμος των ορυκτών
Η γεωπολιτική σημασία των σπάνιων γαιών στη σημερινή φάση της σύγκρουσης είναι τεράστια και σπάνια αναδεικνύεται. Η Ουκρανία διαθέτει ένα από τα πλουσιότερα αποθέματα μετάλλων στην Ευρώπη, κυρίως λιθίου, σκανδίου, νικελίου και γραφίτη. Σύμφωνα με έκθεση του Ουκρανικού Γεωλογικού Ινστιτούτου, έως και το 50% των κοιτασμάτων λιθίου της χώρας βρισκόταν, πριν τον πόλεμο, στις περιοχές Ντονμπάς και Ζαπορίζια, περιοχές που πλέον τελούν υπό ρωσική κατοχή. Η πρόσφατη κατάληψη του χωριού Σεβτσένκο, που γειτνιάζει με ένα από τα κύρια γεωλογικά πεδία λιθίου, ενίσχυσε περαιτέρω τον ρωσικό έλεγχο σε κρίσιμες πρώτες ύλες, εντείνοντας τους φόβους ότι η Μόσχα πλέον δεν επεκτείνεται απλώς γεωγραφικά, αλλά και με έρεισμα τα ορυκτά.
Τον Απρίλιο του 2025, Ουκρανία και ΗΠΑ υπέγραψαν Μνημόνιο Συνεργασίας για την εκμετάλλευση αυτών των σπάνιων γαιών με αμερικανική χρηματοδότηση. Ωστόσο, η ρωσική στρατιωτική πρόοδος σε περιοχές όπως τα πεδία Kruta Balka και Shevchenko, τα οποία φέρεται να περιέχουν αποθέματα λιθίου και σκανδίου, έθεσε τη συμφωνία υπό αμφισβήτηση, όχι μόνο πολιτικά αλλά και ουσιαστικά: δεν υπάρχει ορυκτό αγαθό που να μην κινδυνεύει να αλλάξει ιδιοκτησία.
Η Ρωσία, έχοντας ήδη ενεργοποιήσει σχέδια επιτάχυνσης εκμετάλλευσης σπάνιων γαιών σε περιοχές όπως η Γιακούτια και η Αρκτική, αντιλαμβάνεται ότι ο έλεγχος των πρώτων υλών είναι εξίσου κρίσιμος με τον έλεγχο των εδαφών. Ο ίδιος ο Πούτιν, σε δηλώσεις του, επεσήμανε ότι «η Ρωσία δεν περιορίζεται στις παραδοσιακές μορφές ενέργειας και πως θα καταστεί δύναμη και στις πρώτες ύλες του μέλλοντος».
Σύμφωνα με νέα στοιχεία, η Ρωσία ελέγχει πλέον το 40% των ουκρανικών μεταλλικών πόρων, συμπεριλαμβανομένου του 63% των κοιτασμάτων άνθρακα και του 33% των σπάνιων γαιών. Τα νέα δεδομένα ενισχύσουν τη θέση της Ρωσίας στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού και περιπλέκει τις δυτικές προσπάθειες απεξάρτησης από την κινεζική κυριαρχία στις σπάνιες γαίες.
Συνεπώς, κάθε νέα κατάληψη ουκρανικού εδάφους με υπέδαφος στρατηγικής σημασίας δεν αποτελεί απλή επέκταση συνόρων, αλλά σιωπηλή επανεθνικοποίηση γεωοικονομικής δύναμης. Αν οι επόμενες 50 ημέρες συνεχίσουν με αυτόν τον ρυθμό, τότε η Ουκρανία ίσως χάσει όχι μόνο εδάφη, αλλά το θεμέλιο της μελλοντικής της αυτάρκειας.
Η ουκρανική ανασυγκρότηση και οι προοπτικές αλλαγής ηγεσίας
Η Ουκρανία προχώρησε στη σημαντικότερη κυβερνητική ανασυγκρότηση από την έναρξη της εισβολής του 2022, με στόχο τη βελτίωση των σχέσεων με την κυβέρνηση Τραμπ. Στις 17 Ιουλίου, ο πρόεδρος Ζελένσκι διόρισε την Γιούλια Σβιριντένκο ως νέα πρωθυπουργό, αντικαθιστώντας τον Ντενίς Σμιχάλ, ο οποίος τοποθετήθηκε ως υπουργός Άμυνας.
Η επιλογή της Σβιριντένκο δεν ήταν τυχαία. Η νέα πρωθυπουργός έχει ήδη αναπτύξει σχέσεις με αμερικανούς αξιωματούχους μέσω των διαπραγματεύσεων για τη συμφωνία κρίσιμων ορυκτών. Ο Ζελένσκι απαίτησε από τη νέα κυβέρνηση «50% ουκρανική παραγωγή όπλων εντός των πρώτων έξι μηνών» και τόνισε την ανάγκη για καθημερινά αποτελέσματα.
Το υπουργείο Εξωτερικών επίσης αναδιοργανώθηκε, καταργώντας το τμήμα αφοπλισμού, με αξιωματούχους να δηλώνουν ότι «η Ουκρανία δεν θα αφοπλιστεί ποτέ ξανά», ενώ δημιουργήθηκαν ξεχωριστές διευθύνσεις για το ΝΑΤΟ και την ΕΕ.
Ωστόσο, το πιο εντυπωσιακό στοιχείο είναι η αναφορά του δημοσιογράφου Σέιμουρ Χερς στις 18 Ιουλίου ότι πηγές της Ουάσιγκτον θεωρούν τον πρέσβη στο Ηνωμένο Βασίλειο Βαλέρι Ζαλούζνι ως πιθανό διάδοχο του Ζελένσκι «εντός λίγων μηνών» εάν ο Τραμπ αποφασίσει να προβεί σε μια τέτοια αλλαγή. Ο Ζαλούζνι, πρώην αρχηγός του Γενικού Επιτελείου που έχει απολυθεί τον Φεβρουάριο του 2024 γιατι χαρακτήρισε τον πόλεμο πολέμου ως «αδιέξοδο», αντιπροσωπεύει μια πιθανώς πιο πραγματιστική προσέγγιση στις διαπραγματεύσεις.
Σημαντικότερη εξέλιξη είναι ότι στις 19 Ιουλίου η Ουκρανία προέβη σε πρόταση για ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, με τον Ζελένσκι να επιβεβαιώνει ότι ο γραμματέας του Συμβουλίου Άμυνας Ρουστέμ Ουμέροφ έκανε πρόταση για διαπραγματεύσεις με την Ρωσία την επόμενη εβδομάδα, σηματοδοτώντας την πιο ουσιαστική διπλωματική πρωτοβουλία των τελευταίων μηνών.
Η ευρωπαϊκή απάντηση: κυρώσεις ρεκόρ και ιστορική στήριξη
Η Ευρώπη κλιμάκωσε δραματικά την υποστήριξή της προς την Ουκρανία μέσω του πιο ολοκληρωμένου πακέτου κυρώσεων και της μεγαλύτερης οικονομικής δέσμευσης μέχρι σήμερα. Το 18ο πακέτο κυρώσεων της ΕΕ που υιοθετήθηκε στις 18 Ιουλίου αποτελεί, σύμφωνα με την ύπατη εκπρόσωπο Κάγια Κάλας, το «ισχυρότερο πακέτο κυρώσεων κατά της Ρωσίας μέχρι σήμερα», περιλαμβάνοντας κρίσιμα μέτρα μετά την άρση του βέτο της Σλοβακίας.
Οι κυρώσεις μείωσαν το ανώτατο όριο τιμής του ρωσικού πετρελαίου από 60 σε 47,60 δολάρια το βαρέλι με δυναμικό μηχανισμό τιμολόγησης, απαγόρευσαν συναλλαγές με τους αγωγούς Nord Stream και έπληξαν 77 επιπλέον σκάφη του «σκιώδους στόλου», φέρνοντας το σύνολο σε πάνω από 400. Είκοσι δύο επιπλέον ρωσικές τράπεζες απαγορεύτηκαν από το SWIFT, ενώ δύο κινεζικές τράπεζες αντιμετώπισαν κυρώσεις για πρώτη φορά, δείχνοντας την επέκταση των μέτρων πέρα από τη Ρωσία.
Η οικονομική στήριξη έφτασε σε νέα ύψη με πακέτο ανασυγκρότησης της ΕΕ αξίας 2,3 δισεκατομμυρίων ευρώ που ανακοινώθηκε στη Διάσκεψη Ανάκαμψης της Ρώμης, το οποίο αναμένεται να κινητοποιήσει συνολικές επενδύσεις 10 δισεκατομμυρίων ευρώ. Το πακέτο περιλαμβάνει 1,8 δισεκατομμύρια ευρώ σε εγγυήσεις δανείων και 580 εκατομμύρια ευρώ σε επιχορηγήσεις που στοχεύουν σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, στρατηγικές επενδύσεις και κρίσιμες υποδομές.
Το ΝΑΤΟ συντόνισε την παράδοση 17 συστημάτων πυραύλων Patriot μέσω ευρωπαϊκών αγορών, με τη Γερμανία να παρέχει 2 συστήματα, τη Νορβηγία 1 σύστημα και συνεισφορές από Φινλανδία, Δανία, Σουηδία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ολλανδία και Καναδά. Ο Συνασπισμός των Πρόθυμων επαναβεβαίωσε τη δέσμευσή του για στρατιωτική υποστήριξη 40 δισεκατομμυρίων ευρώ για το 2025, με 35 δισεκατομμύρια ευρώ να έχουν ήδη παραδοθεί.
Οι BRICS και η στρατηγική αξιοποίηση των πόρων
Η διευρυμένη ομάδα BRICS με 11 μέλη, στη Σύνοδο Κορυφής του Ρίο στις 6-7 Ιουλίου, αποκάλυψε τόσο αυξανόμενες φιλοδοξίες όσο και επίμονες εσωτερικές αντιφάσεις σχετικά με τη σύγκρουση στην Ουκρανία. Η διακήρυξη της συνόδου καταδίκασε τις ουκρανικές επιθέσεις στης ρωσικές υποδομές αποφεύγοντας παράλληλα οποιαδήποτε κριτική της ρωσικής εισβολής, δείχνοντας την επιρροή της Ρωσίας εντός του οργανισμού.
Παρόλα αυτά, αναδύθηκαν σημαντικές διαφορές με τη Βραζιλία να είναι το μόνο μέλος των BRICS που επέκρινε άμεσα την εισβολή της Μόσχας ως «απαράδεκτη». Ο πρόεδρος της Κίνας Σι Τζινπίνγκ απουσίασε από την πρώτη του σύνοδο BRICS από το 2012, ενώ ο Πούτιν συμμετείχε μόνο μέσω βιντεοσύνδεσης λόγω ανησυχιών για το ένταλμα σύλληψης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Η Ινδία διατήρησε την ουδέτερη στάση της καλώντας για «διάλογο και διπλωματία, όχι πόλεμο».
Ο έλεγχος στρατηγικών πόρων αναδείχθηκε ως κρίσιμος παράγοντας ισχύος, με τη Ρωσία να ελέγχει πλέον το 40% των μεταλλευμάτων της Ουκρανίας μέσω κατοχής, συμπεριλαμβανομένου του 63% των κοιτασμάτων άνθρακα και του 33% των σπάνιων γαιών. Η Ουκρανία διαθέτει εκτιμώμενα 15 τρισεκατομμύρια δολάρια αξίας ορυκτών πόρων, συμπεριλαμβανομένων 22 από τα 34 κρίσιμα ορυκτά που κατατάσσει η ΕΕ και 500.000 τόνων αποθεμάτων λιθίου.
Οι BRICS προώθησαν εναλλακτικά συστήματα πληρωμών με τους ηγέτες να εγκρίνουν την πρόοδο σε εναλλακτικές του SWIFT. Η πρωτοβουλία BRICS Pay στοχεύει στην ενίσχυση της διαλειτουργικότητας μεταξύ εθνικών χρηματοπιστωτικών συστημάτων, με τη Ρωσία ως τον ισχυρότερο υποστηρικτή για την παράκαμψη κυρώσεων. Το 95% του ρωσο-κινεζικού εμπορίου διακανονίζεται πλέον σε ρούβλια και γουάν, ενώ 30 ρωσικές τράπεζες συνδέθηκαν με το διασυνοριακό διατραπεζικό σύστημα πληρωμών της Κίνας μέχρι τον Μάιο του 2025.
Η πρωτοβουλία για ειρηνικές διαπραγματεύσεις δείχνουν νέα δυναμική
Η προταση της Ουκρανίας στις 19 Ιουλίου για ειρηνευτικές συνομιλίες αντιπροσωπεύει το πιο σημαντικό διπλωματικό άνοιγμα των τελευταίων μηνών, με τον Ζελένσκι να τονίζει ότι «τα πάντα πρέπει να γίνουν για την επίτευξη κατάπαυσης του πυρός» και καλεί για συναντήσεις σε επίπεδο ηγεσίας με τον Πούτιν. Αυτό μετα από την αποτυχία των συνομιλίες Μαΐου-Ιουνίου στην Κωνσταντινούπολη που πέτυχαν μόνο ανθρωπιστικές συμφωνίες, συμπεριλαμβανομένων ανταλλαγών αιχμαλώτων.
Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάρκο Ρούμπιο συναντήθηκε με τον Ρώσο ομόλογό του Σεργκέι Λαβρόφ στις 10 Ιουλίου στην Κουάλα Λουμπούρ, κάνοντας λόγο για «νέα και διαφορετική προσέγγιση» στις ειρηνευτικές συνομιλίες. Ωστόσο, οι προηγούμενες συνομιλίες απέφεραν ελάχιστη πρόοδο λόγω αντίθετων θέσεων: η Ρωσία απαιτεί αναγνώριση εδαφικών προσαρτήσεων και ουκρανική ουδετερότητα, ενώ η Ουκρανία εμμένει στις απαιτήσεις για εδαφικής ακεραιότητας και εγγυήσεων ασφαλείας.
Η στρατιωτική κατάσταση παραμένει σε αδιέξοδο παρά τις συνεχιζόμενες ρωσικές προελάσεις καθώς οι ρωσικές δυνάμεις πήραν τον έλεγχο του συνοριακού χωριού Ντεγκτιάρνογε στην περιοχή του Χαρκόβου, φέρνοντας πάνω από 75 χωριά υπό ρωσικό έλεγχο. Οι καθημερινές στατιστικές μάχης δείχνουν 183-186 καταγεγραμμένες συγκρούσεις ημερησίως, με ουκρανικές αναφορές για 1.100-1.280 ρωσικές απώλειες προσωπικού ημερησίως. Οι ρωσικές δυνάμεις διεξήγαγαν 74-75 καθημερινές αεροπορικές επιδρομές χρησιμοποιώντας 117-135 καθοδηγούμενες βόμβες.
Το τελεσίγραφο 50 ημερών του Τραμπ προσθέτει χρονική πίεση για επίλυση, αντιπροσωπεύοντας φαινομενικά σημαντική μετατόπιση από τις αρχικές συμβιβαστικές προσεγγίσεις. Ο συνδυασμός διπλωματικής δυναμικής, στρατιωτικού αδιεξόδου και οικονομικής πίεσης δημιουργεί πιθανές συνθήκες για σημαντικές διαπραγματεύσεις, αν και οι θεμελιώδεις θέσεις παραμένουν αμετάκλητες.
Η τελευταία φάση των κυρώσεων – το 18ο πακέτο της ΕΕ και η ρωσική αντοχή
Το 18ο πακέτο κυρώσεων της ΕΕ, στοχεύει κυρίως τον ενεργειακό τομέα, τις «σκιώδεις» μεταφορές πετρελαίου («shadow fleet») και τις ρωσικές τράπεζες. Το πακέτο, που εγκρίθηκε τον Ιούλιο του 2025, περιλαμβάνει 105 επιπλέον δεξαμενόπλοια του σκιώδους στόλου στη λίστα των κυρώσεων και αποκλείει περίπου 20 ακόμη ρωσικές τράπεζες από το διεθνές σύστημα πληρωμών SWIFT. Παρά τον σκληρό τους χαρακτήρα, οι τιμές του ρωσικού πετρελαίου συνεχίει να κυμαίνονται μεταξύ 64 και 70 δολαρίων ανά βαρέλι, γεγονός που υποδηλώνει ότι η οικονομική ασφυξία της Μόσχας δεν είναι εύκολα υπόθεση.
Μιλώντας για τις επιπτώσεις, οι κυρώσεις έχουν πλήξει σημαντικά το ρωσικό εμπορικό και τραπεζικό σύστημα, με το 70% των περιουσιακών στοιχείων να τελούν υπό κυρώσεις και τις τιμές εισαγωγών να έχουν τετραπλασιαστεί λόγω των ελέγχων. Ωστόσο, η Μόσχα έχει επιδείξει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα σε πολλαπλά μέτωπα. Καθιέρωσε εναλλακτικά συστήματα πληρωμών, από χρυσό έως κρυπτονομίσματα, στράφηκε προς τις ασιατικές αγορές (Κίνα: 38%, Ινδία: 32%) και αξιοποιεί ενεργειακές εναλλακτικές λύσεις έναντι της Ευρώπης.
Ταυτόχρονα, η Ευρωπαϊκή Ένωση εμφανίζεται διασπασμένη. Ορισμένα κράτη-μέλη της ΕΕ, όπως η Σλοβακία, έχουν εκφράσει αντιρρήσεις σε επιπλέον μέτρα, γεγονός που αποκαλύπτει διάχυτη αμφιθυμία εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και περιορίζει την ομοιογένεια της πολιτικής κυρώσεων. Η Σλοβακία αρχικά μπλόκαρε το 18ο πακέτο, ζητώντας εγγυήσεις για τον εφοδιασμό της σε φυσικό αέριο, προτού τελικά άρει το βέτο της.
Ακόμη πιο ανησυχητικές είναι οι εξελίξεις με την Ουγγαρία του Βίκτορ Ορμπαν. Στο πλαίσιο της ευρύτερης στροφής του προς τον ευρωσκεπτικισμό, αναγνώρισε πρόσφατα «τη θεωρητική δυνατότητα εξόδου της χώρας του από την ΕΕ», δίνοντας έμφαση στην παραμονή «αλλά και στην προετοιμασία για αλλαγή» σε βάθος χρόνου, εφόσον η ΕΕ συνεχίσει να μετατρέπεται από οικονομική σε πολιτική ένωση, τάση που, όπως τόνισε, μπορεί να οδηγήσει σύντομα σε στρατηγική απόφαση αποχώρησης. Εδώ αποκαλύπτονται τα βαθιά ρήγματα εντός ΕΕ στην στάση της απέναντι στη Μόσχα και θέτει ερωτηματικά για το πόσο μπορεί να αντέξει η Ευρώπη οικονομικά και πολιτικά.
Παράλληλα, η Ουγγαρία έχει λάβει ακόμη πιο ακραίες θέσεις στο στρατιωτικό πεδίο, με τον Ορμπαν να δηλώνει ότι η χώρα του εφαρμόζει πλέον πολιτική «μη συμμετοχής» στο ΝΑΤΟ και να επιδιώκει επαναπροσδιορισμό της στρατιωτικής της συμμετοχής στη Συμμαχία.
Οι νέες κυρώσεις είναι αυστηρές και στοχεύουν πράγματι κοντά στο κέντρο της ρωσικής οικονομίας. Ωστόσο, η βιωσιμότητά τους παραμένει αμφίβολη. Η Μόσχα φαίνεται να διαθέτει ικανοποιητικά εργαλεία παράκαμψης, ενώ η Ευρώπη απειλείται από εσωτερικές αναταραχές και διαφωνίες που τροφοδοτείται από πολιτικές όπως αυτές του Όρμπαν. Επομένως, ο χρόνος θα δείξει εάν το νέο πακέτο κυρώσεων θα ασκήσει πραγματική και αμετάκλητη πίεση στη ρωσική οικονομία, ή εάν θα καταστεί άλλο ένα γεωπολιτικό μήνυμα χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Το κρίσιμο ερώτημα: πραγματική αντιπαράθεση ή στρατηγικό παιχνίδι;
Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν ο Ντόναλντ Τραμπ επιδιώκει πραγματικά σύγκρουση με τη Ρωσία ή αν τοποθετείται στρατηγικά, μετατοπίζοντας το βάρος στους ευρωπαίους συμμάχους του, ενώ διατηρεί ανοιχτούς διαύλους με το Κρεμλίνο πίσω από κλειστές πόρτες. Οι αναλυτές διχάζονται: άλλοι βλέπουν μια τακτική υψηλής πίεσης για την επίτευξη ανακωχής, άλλοι θεωρούν ότι πρόκειται για επικοινωνιακή θεατρικότητα χωρίς ουσιαστικό βάθος. Οι πρόσφατες δηλώσεις του Ρώσου προέδρου αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο συνέχισης των επιχειρήσεων ακόμη και μετά το πέρας της προθεσμίας. «Η Ρωσία δεν λειτουργεί με ξένα χρονοδιαγράμματα», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Το παιχνίδι αντοχής: ποιος κερδίζει τον χρόνο;
Καθώς περνούν οι ημέρες, η Ρωσία κερδίζει χρόνο, έδαφος και σπάνιες γαίες. Η Ουκρανία, παρά τη δυτική βοήθεια, συνεχίζει να φθείρεται στρατιωτικά και να αποδυναμώνεται οικονομικά. Αν σε 50 ημέρες δεν υπάρξει ουσιαστική αλλαγή στο στρατηγικό ισοζύγιο, τότε η Ουκρανία ίσως καταλήξει μικρότερη, όχι μόνο γεωγραφικά αλλά και πολιτικά.
Το τελικό ερώτημα δεν είναι αν η Ρωσία θα υποχωρήσει. Είναι αν η Ουκρανία θα καταφέρει να διατηρήσει τα σημερινά της σύνορα ή αν θα συρρικνωθεί ακόμα περισσότερο, μέσα σε ένα παιχνίδι αντοχής όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται μπροστά σε κάμερες, αλλά οι πραγματικές συμφωνίες, πίσω από κλειστές πόρτες.
Στο τέλος, αυτό που διακυβεύεται δεν είναι μόνο το μέλλον της Ουκρανίας, αλλά και το ποιος θα ελέγχει τους πόρους που θα διαμορφώσουν τον κόσμο του αύριο. Η Αμερική, έξυπνα, κερδίζει και από τις δύο πλευρές: πουλάει όπλα που πληρώνει η Ευρώπη, διατηρεί τη γεωπολιτική της επιρροή χωρίς οικονομικό κόστος, και παρακολουθεί τη Ρωσία να κερδίζει αργά και σταθερά χωρίς να αντιδρά αποφασιστικά. Οι 50 ημέρες του Τραμπ δεν είναι τελεσίγραφο, είναι άλλοθι για νέα καθυστέρηση. Και μετά τις 50 ημέρες, όταν πιθανότατα τα δεδομένα θα έχουν αλλάξει ακόμα περισσότερο υπέρ της Μόσχας, εκτιμάται ότι θα βρεθεί νέα δικαιολογία για άλλες 50 ημέρες.
Σε αυτόν τον πόλεμο των ορυκτών, κάθε ημέρα καθυστέρησης είναι μια ημέρα κέρδους για τη Μόσχα, και απώλειας όχι μόνο για το Κίεβο, που φαίνεται ήδη χαμένο, αλλά για ολόκληρη τη συλλογική Δύση. Γιατί στο τέλος, όταν τα κοιτάσματα λιθίου πιθανότατα θα ανήκουν στη Ρωσία και η Ευρώπη θα έχει χρεοκοπήσει από τους λογαριασμούς του πολέμου, η Ουάσιγκτον θα συνεχίσει να εισπράττει τα κέρδη, αδιάφορη για την έκβαση του πολέμου.
Υ.Γ.
Στις 20 Ιουλίου 1974, η τουρκική εισβολή στην Κύπρο αποτέλεσε αποφράδα μέρα για όλο τον ελληνισμό απανταχού, η τραυματικοτερη σύγχρονη μνήμη που παραμένει ανεπούλωτη. Παρά τις διαφορετικές συνθήκες της σύγκρουσης Ρωσίας – Ουκρανίας, η βασική αρχή παραμένει αμετάβλητη: καμία κατοχή ξένου εδάφους δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Ως Έλληνες που έχουμε βιώσει στο πετσί μας την κατοχή του 37% της Κύπρου, με χιλιάδες πρόσφυγες που ποτέ δεν επέστρεψαν στα σπίτια τους, δεν μπορούμε να αποδεχθούμε κανένα τετελεσμένο γεγονός που στηρίζεται στη βία. Η εδαφική ακεραιότητα δεν παζαρεύεται, γιατί κι εμείς έχουμε το δικό μας ανεπίλυτο παράδειγμα: την Κύπρο μας.
τεστ