«… Προφανώς και αγκαλιάζω την τεχνολογία, τη χρησιμοποιώ και την ενσωματώνω όταν έχει ουσιαστικό ρόλο. Τα social media τα βλέπω κυρίως ως εργαλείο διάδοσης και αρχειοθέτησης, όχι ως βασικό μέρος της καλλιτεχνικής διαδικασίας. Η τεχνητή νοημοσύνη, από την άλλη, με συναρπάζει αλλά και με προβληματίζει. Δεν πιστεύω πως μπορεί να υποκαταστήσει την καλλιτεχνική εμπειρία, αλλά σίγουρα ανοίγει νέους δρόμους κατανόησης ή αποδόμησης της πραγματικότητας. Το ζητούμενο είναι να τη χρησιμοποιούμε χωρίς να χάνουμε τη βιωματικότητα και το υλικό ίχνος των πραγμάτων -στοιχεία που για μένα παραμένουν αδιαπραγμάτευτα».
Πώς η αστική οικολογία εισχωρεί στο φυσικό περιβάλλον και στο οικοσύστημα ενός νησιού; Πώς τα κύτταρα των φυτών μπορεί να αποθηκεύουν πολύτιμη πληροφορία για ανθρώπινες και μη-ανθρώπινες μορφές ζωής;
Η Αλεξία Ψαραδέλη στη νέα ατομική της έκθεση με τίτλο «Botanical Relics: chapter I», που φιλοξενείται στο Παλαιό Σχολείο του Κάστρου της Σίφνου έως τις 26 Ιουλίου, προσεγγίζει τα παραπάνω ερωτήματα μέσα από εγκαταστάσεις που συνδυάζουν φυσικά και βιομηχανικά στοιχεία, κεραμικά γλυπτά, αρχειακές φωτογραφίες και στιγμιογραφικά κεντήματα με φυτικά μοτίβα, δημιουργώντας ένα ενιαίο σύμπλεγμα που παραπέμπει σε έναν άχρονο κήπο.

Στην αγγλική γλώσσα ο όρος «relic» χρησιμοποιείται για να αποδώσει το εναπομείναν, εκείνο που μένει πίσω, αυτό που υπολείπεται. Η σύνδεση με το ρήμα «relinquere» (αφήνω πίσω) υπογραμμίζει την ιδέα και τη σημαντικότητα ενός αντικειμένου που έχει επιβιώσει του παρελθόντος και έχει διατηρηθεί στο παρόν. Εξ’ ου και ως ουσιαστικό ταυτίζεται επίσης με την έννοια του ιερού λειψάνου ή εκείνη του κειμηλίου. Σε έναν άλλον άχρονο μη-τόπο, στην Έρημη Χώρα (1922), ο T. S. Eliot, μετεφρασμένος από τον Γεώργιο Σεφέρη, θα εντόπιζε μια σχέση αιτιότητας ανάμεσα στις έννοιες του κήπου, του λειψάνου, του χρόνου και του ψύχους:
Κείνο το λείψανο που φύτευσες στον κήπο σου τον άλλον χρόνο,
Αρχίζει να βλασταίνει; Πες μου, θα ανθίσει εφέτο;
Ή μήπως η ξαφνική παγωνιά πείραξε τη βραγιά του;

– Αλεξία, τι περιλαμβάνει η τρίτη ατομική σου έκθεση «Botanical Relics»; Ποια ιστορία αφηγείται; Κι ακόμη, τι σημαίνει το chapter I στον τίτλο της έκθεσης;
Η έκθεση Botanical Relics: Chapter I είναι το πρώτο κεφάλαιο μιας ευρύτερης ενότητας που δουλεύω εδώ και καιρό, με αφετηρία τα φυσικά οικοσυστήματα. Μελετώντας και εμπλουτίζοντάς τα με ποικίλες αναφορές στη σύγχρονη καθημερινότητα και στο αστικό τοπίο όπου ζω, δημιουργώ τον δικό μου αποδομημένο κήπο. Τα βοτανικά θραύσματα αποτελούν μέρος αυτής της θεματικής, η οποία –όπως και η φύση– δεν ακολουθεί γραμμική πορεία. Αν και παρουσιάζονται πρώτα, τα περισσότερα έργα της έκθεσης έχουν υλοποιηθεί τον περασμένο χρόνο και συνομιλούν με τους Σύγχρονους Βάλτους (2021), ένα παλαιότερο έργο που σκοπεύω να παρουσιάσω στο μέλλον. Εξού και το Chapter I στον τίτλο – έπεται συνέχεια.
– Ποιο ήταν το έναυσμα; Υπήρξε κάποιο γεγονός, κάποιο ερέθισμα που πυροδότησε την έμπνευση σου;
Η αφορμή ήταν ένα βοτανικό θραύσμα -ένα ξεραμένο φύλλο λωτού που βρήκα σε μια βόλτα σ’ έναν βάλτο. Η εικόνα αυτού του βάλτου, που ονομάζω Τοπόσημο Ι, σε συνδυασμό με το εύρημα, αποτέλεσαν την αφετηρία της ενότητας, την οποία άρχισα να εμπλουτίζω με μη έμβιους οργανισμούς που συνέλεγα στις καθημερινές μου περιηγήσεις στην πόλη – κάτι σαν φυτολογικό ημερολόγιο.


– Ποια υλικά έχεις επιλέξει;
Τα υλικά που χρησιμοποιώ, πέρα από την οργανική ύλη, είναι χαλκοσωλήνες, φωτογραφίες, κεντήματα και κεραμικά. Καθένα από αυτά έχει συγκεκριμένη αναφορά και προκύπτει είτε μέσα από έρευνα είτε από κάποιο τυχαίο γεγονός, που ενσωματώνεται οργανικά στο αφήγημα. Θέλοντας να ανασυνθέσω την εικόνα του βάλτου, επεξεργάζομαι τα ίδια τα μαραμένα φύλλα, δίνοντάς τους μια «δεύτερη ζωή». Οι χαλκοσωλήνες λειτουργούν ως «κλωνάρια» – μέταλλο που χρησιμοποιείται, αφενός, ως ιχνοστοιχείο στα λιπάσματα και, αφετέρου, στα συστήματα ψύξης. Συνδυάζοντας φυσικά και κατασκευαστικά υλικά, διαμορφώνω έναν υβριδικό κήπο, παγωμένο στον χρόνο, τον οποίο μεταφέρω στη Σίφνο.

Η έννοια του «ταξιδιού» εκφράζεται και στα κεντήματα, που παραπέμπουν στα πρώτα περσικά χαλιά. Εκείνα απεικόνιζαν τον ιδεατό κήπο με κεντρικό στοιχείο ένα συντριβάνι – σύμβολο ζωής. Κάθε χαλί ήταν ένα φορητό κομμάτι αυτού του κήπου. Αντίστοιχα, εγώ κεντώ φυτολογικές «απο-συνθέσεις» άνυδρων, μη έμβιων οργανισμών και τα «ταξιδεύω» στη Σίφνο – νησί με προβλήματα λειψυδρίας μεν, με τη λιλιπούτεια λίμνη ονόματι Αμπουρδέκτη στο ανάγλυφό της δε.
Θίγοντας το ζήτημα του νερού, το αναδεικνύω μέσα από τρεις κεραμικές, σχεδιαγραμματικές αποδόσεις της στάθμης του νερού του Αμπουρδέκτη. Ο πηλός – χώμα και νερό – μετατρέπεται με το ψήσιμο σε άνυδρο αντικείμενο: το κεραμικό.
Τέλος, η περιοχή του Κάστρου αποτελεί την έμπνευσή μου για το κεραμικό γλυπτό Landmark II – εκμαγείο που έχει προκύψει από καλούπι σιφναϊκού φοίνικα, καθώς, σύμφωνα με την τοπική ιστορία, υπήρχε κάποτε ένας φοίνικας που λειτουργούσε ως σημείο προσανατολισμού για τα καράβια, σηματοδοτώντας πού βρίσκεται το Κάστρο.
– Ποια ήταν η σχέση σου με τη φύση όταν ήσουν παιδί; Πώς επαναπροσδιορίζεται αυτή η σχέση στην ψηφιακή εποχή; (Και ποια είναι η σχέση σου με τον ψηφιακό κόσμο -από τα social media έως την AI;)
Μεγάλωσα στο κέντρο της Αθήνας, όμως είχα την τύχη, από μικρή, να περνώ κάθε καλοκαίρι σε μια κατασκήνωση κοντά στην Οίτη. Πεζοπορίες, λίμνες, βουνά, άγνωστα στα μάτια μου έντομα και φυτά είναι αναμνήσεις καθοριστικές για τη σχέση μου με τη φύση και την ανάγκη μου για εξορμήσεις· για την αγάπη μου στο περπάτημα και την περιήγηση, είτε εντός είτε εκτός πόλης.
Η φύση της δουλειάς μου, που εμπεριέχει την ύλη, το ίχνος της υλικότητας, τη βιωματικότητα, δεν μου «επιτρέπει» να επαναπροσδιορίσω ριζικά αυτή τη σχέση στην ψηφιακή εποχή. Προφανώς και αγκαλιάζω την τεχνολογία, τη χρησιμοποιώ και την ενσωματώνω όταν έχει ουσιαστικό ρόλο. Τα social media τα βλέπω κυρίως ως εργαλείο διάδοσης και αρχειοθέτησης, όχι ως βασικό μέρος της καλλιτεχνικής διαδικασίας.
Η τεχνητή νοημοσύνη, από την άλλη, με συναρπάζει αλλά και με προβληματίζει. Δεν πιστεύω πως μπορεί να υποκαταστήσει την καλλιτεχνική εμπειρία, αλλά σίγουρα ανοίγει νέους δρόμους κατανόησης ή αποδόμησης της πραγματικότητας. Το ζητούμενο είναι να τη χρησιμοποιούμε χωρίς να χάνουμε τη βιωματικότητα και το υλικό ίχνος των πραγμάτων -στοιχεία που για μένα παραμένουν αδιαπραγμάτευτα.
– Η σχέση σου με τη Σίφνο;
Η Σίφνος είναι το νησί που επισκέπτομαι τα τελευταία 20 χρόνια. Στην ερώτηση άμα έχω καταγωγή από εκεί, οριακά απαντώ ναι, το ίδιο και οι φίλοι μου. Την έχω ζήσει σε διαφορετικές φάσεις της ζωής μου: ως έφηβη, φοιτήτρια, ενήλικη και νιώθω ότι αντίστοιχα και το νησί περνάει φάσεις. Σα να μεγαλώνουμε μαζί.

Σίγουρα, το ιδιαίτερο φυσικό ανάγλυφο, η κεραμική, η σιφνεϊκή αρχιτεκτονική έχουν διεισδύσει και στην εικαστική μου πρακτική, γεγονός που μετουσιώθηκε πρώτη φορά και σε έργο πέρυσι, στην in situ εγκατάσταση που παρουσίασα στο Πολιτιστικό Κέντρο Μαριάνθη Σίμου. Φέτος, παίρνοντας συνειδητά το ρόλο του παρατηρητή- φυσιοδίφη θα παρουσιάσω και έργα που έχουν άμεση αναφορά στο οικοσύστημα του νησιού.
-Τι θα ήθελες να ακούσεις από τους επισκέπτες της έκθεσης σου;
Ειλικρινά δε ξέρω. Θα με εκπλήξουν.
– Πώς ονειρεύεσαι το μέλλον σου και το μέλλον της γενιάς σου; Ποιο είναι το καλύτερο δυνατό σενάριο που σκέφτεσαι και ποια η μεγαλύτερη αγωνία σου;
Μου εύχομαι να μπορώ να συνεχίσω να δημιουργώ με ειλικρίνεια, ενσυναίσθηση, παιχνίδι και περιέργεια- και το έργο μου να συνομιλεί με τον έξω κόσμο.
Όσο για τη γενιά μου, ελπίζω να βρούμε τρόπους να σταθούμε πιο συλλογικά, πιο ουσιαστικά, πιο παρόντες, με καλύτερο δυνατό σενάριο να αναπτυχθεί ένα νέο ήθος συνεργασίας, ένα νέο οικοσύστημα καλλιτεχνικής ανταλλαγής, πέρα από την κουλτούρα του φαίνεσθαι και του ανταγωνισμού.
Η μεγαλύτερη μου αγωνία είναι να χαθώ στους ρυθμούς της καθημερινότητας, η απώλεια του χρόνου και του χώρου που απαιτούν η σκέψη και η δημιουργία.
Λίγα λόγια για την Αλεξία Ψαραδέλη
Με κυρίαρχα υλικά το ύφασμα, το πηλό και τις stop-motion βιντεοπροβολές, η Αλεξία Ψαραδέλη (Αθήνα, 1991) δημιουργεί εγκαταστάσεις- αφηγηματικούς χώρους όπου πραγματεύεται έννοιες όπως η μνήμη, η ανάμνηση και η αλλοίωση που προκαλεί σε αυτές ο χρόνος. Αποφοίτησε από την Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών (2009-2014) με διάκριση και συνέχισε τις σπουδές της στο Edinburgh College of Art (2015-2016) ως υπότροφος του Ιδρύματος Ωνάση. Κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών της απονεμήθηκε η υποτροφία Andrew Grant Bequest απο το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου.
Έχει συμμετάσχει σε workshops και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα, το Βέλγιο και τη Σκωτία. Το 2023 παρουσίασε τη πρώτη ατομική έκθεση με τίτλο «Mīres» στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Ιλεάνα Τούντα, ένα γλυπτικό σώμα δουλειάς που πραγματεύεται τη μετατροπή της γυναικείας φύσης σε δομικό υλικό και την έννοια της γυναικείας θυσίας από τη Βαλκανική λαογραφία έως τη σύγχρονη κοινωνία.
To 2024 η δεύτερη ατομική της έκθεση, με τίτλο οι «Μήρες των Κυκλάδων», φιλοξενήθηκε στο Πολιτιστικό Κέντρο Μαριάνθη Σίμου, στον Αρτεμώνα Σίφνου. Έργα της υπάρχουν σε ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
info
Εγκαίνια: 19 Ιουλίου, στις 19:00
Διάρκεια: Έως 26 Ιουλίου
Χώρος: Παλαιό Σχολείο του Κάστρου, Σίφνος
Ωράριο λειτουργίας έκθεσης: Καθημερινά 19:00 – 22:00.