Δεν ήταν όλοι οι Νορβηγοί...Βίκινγκ!

Για τις συναυλίες των Madrugada.
Χριστίνα Αλώση

Τελικά το κατάμεστο την πρώτη βραδιά Κλειστό Παλαιού Φαλήρου - Tae Kwon Do Arena, την εποχή της Ολυμπιάδας – μπορεί να έχει, για μια πόλη με τις συγκοινωνίες της Αθήνας, αρκετά δύσκολη πρόσβαση αλλά είναι ένας από τους κλειστούς χώρους οι οποίο προσφέρονται για συναυλίες, κατάλληλη κατασκευή και τουλάχιστον σωστή ακουστική. To support act, ο νεαρός Αμερικανός τραγουδοποιός και ερμηνευτής Luke Elliot, βγήκε στην σκηνή στην ώρα του και όχι μόνο με κέρδισε αλλά και κινητοποίησε το ενδιαφέρον μου. Το περίπου ημίωρο σετ του με τραγούδια με αναφορές σε όλο το φάσμα της αμερικανικής μουσικής παράδοσης και με την συνοδεία της εξαίρετης τετραμελούς μπάντας του ήταν αρκετό για να κάνει την προαναγγελία νέας επίσκεψης του το φθινόπωρο, στο πλαίσιο προσωπικής περιοδείας του, όχι μόνον αυτονόητη αλλά και ευπρόσδεκτη. Περίπτωση στα υπόψη, με πολλές έννοιες....

Εκμεταλλεύθηκα το κενό σαράντα πέντε λεπτών – ολίγον υπερβολικό ομολογουμένως, όσο χρόνο και αν απαιτούσε η αλλαγή μηχανημάτων – που ακολούθησε για να παρατηρήσω το κοινό. Ηλικίες από είκοσι μέχρι (οι λιγότεροι φυσικά) τα δεύτερα –ήντα αλλά η πλειοψηφία ανάμεσα τριάντα πέντε – σαράντα κάτι, η γενεά δηλαδή που μεγάλωσε με τους Madrugada.

Χριστίνα Αλώση

Επίσης ασυνήθιστα πολλές γυναικοπαρέες; απολύτως δικαιολογημένο όμως αν σκεφτείς ότι ποτέ δεν υπήρξε ούτε ίχνος οτιδήποτε macho τόσο στους δίσκους όσο και στις ζωντανές εμφανίσεις αυτού του γκρουπ, ακριβώς το αντίθετο μάλιστα.

Ώσπου, επίσης την ακριβώς προγραμματισμένη ώρα, έφτασε επιτέλους η στιγμή να πάρουν οι Madrugada τις θέσεις τους στη σκηνή. Στο κέντρο της τα τρία πλέον μέλη τους, μπροστά και στο επίκεντρο ο τραγουδιστής Sivert Høyem, δεξιά του ο μπασίστας Frode Jacobsen και στο βάθος πίσω του και λίγο λοξά το υπερυψωμένο booth του ντράμερ Jon Lauvland Pettersen.

Χριστίνα Αλώση
Χριστίνα Αλώση
Αφροδίτη Ζαγγανά
Αφροδίτη Ζαγγανά

Αριστερά του Høyem ο ένας από τους δύο session μουσικούς που τους συμπληρώνουν σε αυτή την περιοδεία, ο κιθαρίστας Cato «Salsa» Thomassen και στην δεξιά πλευρά της σκηνής, δίπλα στον Jacobsen και σε ορθή γωνία ως προς τους υπολοίπους, το επίσης υπερυψωμένο booth του δεύτερου, του κιμπορντίστα Christer Knutsen (ο οποίος κάποιες φορές συνεισέφερε και στα κρουστά).

Οπως ακριβώς συμβαίνει και στις προσωπικές συναυλίες του Sivert Høyem το ξεκίνημα ήταν λίγο ψυχρό και απόμακρο, τυπικά...σκανδιναβικό θα έλεγα. Καθώς όμως έπαιζαν το ένα μετά το άλλο τα τραγούδια του «Industrial Silence» (το πρώτο τους album που η επέτειος είκοσι χρόνων από την κυκλοφορία του ήταν η αφορμή για αυτή την επανασύνδεση τους και δάνεισε τον τίτλο στην ευρωπαϊκή περιοδεία στο πλαίσιο της οποίας βρέθηκαν και στη χώρα μας) άρχισαν να «ζεσταίνονται» και να «λύνονται», όλοι τους και κυρίως φυσικά ο Høyem, με πρώτο highlight το «Strange Colour Blue».

Χριστίνα Αλώση
Αφροδίτη Ζαγγανά

Σκεφτόμουν τα λόγια του Høyem στη συνέντευξη που του πήρα στην αρχή της περιοδείας, «τώρα ανακαλύπτουμε πλευρές και διαστάσεις αυτών των τραγουδιών τις οποίες ούτε μπορούσαμε να διακρίνουμε τότε» και κατάλαβα πλέον τι εννοούσε.

Τα δυναμικότερα τραγούδια του album ήταν πιο απογυμνωμένα από ποτέ, δείχνοντας ακόμα περισσότερο τις καταβολές τους από το blues. Αντίστοιχα τα πιο μελωδικά έρρεαν σε μιαν ιδέα πιο αργά τέμπο αλλά με ακόμα περισσότερη κομψότητα μα και μεγαλοπρέπεια, όχι του μεγαλείου κάποιας αίσθησης μάταιης ανωτερότητας αλλά της ευγένειας που πηγάζει από τον πυρήνα τους. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις η αίσθηση του χώρου που εξαρχής ήταν καθοριστικό στοιχείο της μουσικής των Madrugada έχει αυξηθεί ποσοτικά και της δίνεται περισσότερη έμφαση από ποτέ.

Ολοκλήρωσαν τα τραγούδια του «Industrial Silence» με το πρώτο που έγραψαν και τους ικανοποίησε τόσο ώστε να καταλήξει στο album, το υπέροχο «Electric» και στη συνέχεια με τα «δύο ρομαντικά τραγούδια του δίσκου». Πρώτα το τόσο τρυφερό «Quite Emotional» στο οποίο ήδη είχαν αρχίσει να απογειώνονται και τέλος το «This Old House».

Αφροδίτη Ζαγγανά

Πολύ σύντομη αποχώρηση τους από την σκηνή και επιστροφή για το δεύτερο μέρος στο οποίο κυριολεκτικά...πετούσαν! Μια επιλογή των πιο χαρακτηριστικών στιγμών από τα υπόλοιπα τέσσερα albums τους συν μερικά τραγούδια που έπαιξαν ειδικά και αποκλειστικά στις τρεις συναυλίες τους στη χώρα μας, την δεύτερη πιο σημαντική για αυτούς μετά την δική τους όπως τονίζουν. Ακόμα όμως και τις πιο δυνατές στιγμές ο κόσμος στην αρένα, παραδοσιακά το πλέον ενθουσιώδες τμήμα του κοινού στις συναυλίες, ήταν παράδοξα...ήσυχος.

Είναι ενδεικτικό του ότι η μουσική των Madrugada πάντοτε, ακόμα και στις στιγμές της μεγαλύτερων ηχητικών (ή και συναισθηματικών) εντάσεων της ήταν...χαμηλών τάσεων, με την έννοια ότι εμβάθυνε στην ουσία των συναισθημάτων με πολλή περίσκεψη– η οποία συντελεί στην κατανόηση τους και στην καλύτερη διαχείριση τους – αντί να ακολουθεί την πιο εύκολη δημιουργική οδό, να παραδίδεται δηλαδή στη δίνη τους. Φυσιολογικό λοιπόν να απευθύνεται σε ένα σκεπτόμενο ακροατήριο που δεν ακολουθεί ούτε την μοιρολατρία των emo ούτε την επιφανειακή «trendy» θεώρηση της ζωής των hipsters.

Αφροδίτη Ζαγγανά

Κοίταζα αυτόν τον πανύψηλο τύπο, cool μέχρι…παρεξηγήσεως και με τόσο αδιάφορο για τα πάντα φαινομενικά βλέμμα ώστε μπορεί να ξεγελαστείς και να μην προσέξεις το πανέξυπνο μυαλό το οποίο λειτουργεί ακατάπαυστα πίσω του. Ο Sivert Høyem είναι ένας από τους πιο αντιστάρ rock stars όλων των εποχών, όχι μόνο δεν το επεδίωξε αλλά ούτε καν του πέρασε ποτέ από το μυαλό να γίνει. Έλα όμως που είχε το χάρισμα και έτσι νομοτελειακά έγινε! Απολύτως δικαιολογημένα αν παρατηρούσες ότι την ακινησία και τις λίγες αδέξιες κινήσεις του της αρχής διαδέχθηκαν άλλες, λίγο παράξενες ίσως αλλά εντελώς δικές του και, πέραν πάσης αμφιβολίας, αυτές ενός αληθινού star – όπως απέδειξε με την ακόμα πιο επιτυχημένη προσωπική διαδρομή του που θα συνεχιστεί ακάθεκτη μετά από αυτό το μακρό «διάλειμμα» - αλλά και αδιαφιλονίκητου ηγέτη.

Ενός ηγέτη που καθοδήγησε τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ ώστε να καταδείξουν ότι η χώρα των απογόνων των Βίκινγκ γέννησε επίσης και έναν μέγα ανατόμο της ανθρώπινης ψυχής, τον θεατρικό συγγραφέα Ερρίκο Ιψεν, άρα η μουσική παραγωγή της δεν ήταν καθόλου απαραίτητο να είναι αποκλειστικά...black metal! Οι Madrugada ήταν ένα από τα πρώτα συγκροτήματα που πήραν το – από την γλώσσα μέχρι οτιδήποτε άλλο – αγγλοσαξονικό όσο δεν γινόταν άλλο ιδίωμα του σύγχρονου rock και του έδωσαν μιαν αληθινά ευρωπαϊκή (και όχι απλά νορβηγική) υπόσταση. Με απόλυτη σεμνότητα αλλά αυτό δεν εμπόδισε το κοινό να αντιληφθεί την αξία και την σημασία του σύντομου – η δισκογραφία τους καλύπτει μια περίοδο μόλις εννέα ετών – εγχειρήματος τους και δικαιολογημένα να θεωρούνται σήμερα εκ των πλέον χαρακτηριστικών αλλά και σημαντικών ευρωπαϊκών γκρουπ των αρχών του εικοστού πρώτο αιώνα.

Αφροδίτη Ζαγγανά

Μια εικοσαετία μετά, όχι πια μπερδεμένοι συναισθηματικά εικοσάρηδες αλλά με οικογένειες και ανησυχώντας περισσότερο για το μέλλον των παιδιών τους παρά το δικό τους σαραντάρηδες, είναι ακόμα εδώ, πρώτα φίλοι και μετά συνεργάτες. Χωρίς τον τέταρτο της παρέας, τον κιθαρίστα Robert Burås (που ο τόσο πρόωρος θάνατος του, πιθανότατα από ναρκωτικά, το ’07, κατά την διάρκεια της ηχογράφησης του πέμπτου ομότιτλου album τους, ήταν η αιτία της διάλυσης τους τον επόμενο χρόνο) αλλά ταυτόχρονα και για αυτόν. Για όλους και όλα που χάθηκαν αλλά και κερδήθηκαν μέσα σε αυτά τα είκοσι χρόνια, παίζοντας την μουσική τους σε ένα σκοτεινό δωμάτιο ενώ έξω υπήρχαν τα φώτα και ο θόρυβος της πόλης. Σε έναν κόσμο, αυτόν του όχι και τόσο νέου πια αιώνα, όπου ενώ η επιστήμη και η τεχνολογία έχουν προχωρήσει περισσότερο από ποτέ και κάθε ημέρα και περισσότερο οι ίδιες οι ανθρώπινες ζωές – και οι μεταξύ τους σχέσεις – γίνονται ολοένα πιο παράλογες, πιο ακατανόητες...

Μόνο που αυτή τη φορά το δωμάτιο ήταν πολύ μεγαλύτερο – αν και όχι πολύ πιο φωτισμένο – και η πόλη δεν ήταν το Όσλο αλλά η Αθήνα. Την πρώτη από δύο παγωμένες νύχτες ενός σκληρού Απρίλη, σε έναν χώρο που δέκα πέντε χρόνια πριν τον καταλάμβανε ο θόρυβος της δήθεν ανάπτυξης των Ολυμπιακών (με την επίπλαστη ευφορία που και αυτή όπως και άλλοι παράγοντες, τροφοδοτούσε) αλλά σήμερα τον σκεπάζει η εκκωφαντική «βιομηχανική σιωπή» που κυριαρχεί στο μεγαλύτερο τμήμα του δυτικού κόσμου και πλέον από το εξωτερικό περιβάλλον και την κοινωνία περνάει και εντός των ανθρώπων, στις ίδιες τις ψυχές τους. Μέχρι που εκείνα τα αγόρια που έχουν πια γίνει άντρες ήρθαν για να σπάσουν αυτή την σιωπή με τα τραγούδια τους. Τραγούδια – κραυγές, όχι όμως απόγνωσης ή πολύ περισσότερο βοήθειας αλλά η κραυγή «είμαστε ζωντανοί και είμαστε εδώ»! Και το «Half-Light», πρώτο νέο τραγούδι (για το soundtrack της ταινίας Amundsen») που κυκλοφόρησαν μετά την επανένωση τους, δείχνει ότι αυτή η περιοδεία δεν είναι παρά το πρώτο βήμα μιας νέα αρχής. Ο σεβασμός λοιπόν δεν μπορεί να εκφραστεί παρά με έναν και μοναδικό τρόπο...

Τα λέμε Sivert, καλή αντάμωση Madrugada!

Χριστίνα Αλώση
|

Δημοφιλή