«Ghosteen», ο νέος αριστουργηματικός δίσκος του Nick Cave

Οταν τα ερείπια μιας διάστασης της ζωής γίνονται τα θεμέλια μιας άλλης…
.
.

Οταν ο Nick Cave κυκλοφορούσε το 1984 τον πρώτο προσωπικό δίσκο του (μετά την διάλυση των Birthday Party, του συγκροτήματος που είχε σχηματίσει με συμμαθητές του στην εφηβεία του και είχε ήδη καταφέρει να γίνει σχεδόν θρυλικό στο σύντομο διάστημα της ύπαρξης του) «From Her To Eternity» δεν μπορούσαμε καν να φανταστούμε ότι τριάντα τέσσερα χρόνια μετά θα κυκλοφορούσε έναν άλλο σαν τον πλέον πρόσφατο του «Ghosteen». Για να ακριβολογούμε και να είμαστε ειλικρινείς όσοι/ες γνωρίζαμε αρκετά όχι μόνο για το έργο του αλλά και την ζωή του δεν πιστεύαμε καν ότι θα ΄έφτανε τα μισά χρόνια ζωής από τα εξήντα δύο που συμπλήρωσε τον περασμένο Σεπτέμβριο καθώς ο εθισμός του στην ηρωίνη ήταν τότε στο αποκορύφωμα του.

Ομως ο Αυστραλός μουσικός από τότε μας διέψευσε και μας εξέπληξε περισσότερες από μια φορές. Οχι μόνον επιβίωσε αλλά, αργά και επίπονα βέβαια, έκοψε την ηρωίνη αλλά τελικά και το αλκοόλ και όλες τις υπόλοιπες καταχρήσεις του με αποτέλεσμα σήμερα, από πλευράς φυσικής κατάστασης τουλάχιστον, να είναι καλύτερα από ποτέ. Παράλληλα με την προσωπική μουσική διαδρομή του έγραψε πεζογραφήματα, σενάρια κινηματογραφικών ταινιών, έπαιξε σε μερικές άλλες και συνέθεσε κινηματογραφικά soundtracks και επενδύσεις θεατρικών παραστάσεων. Η εξαιρετικά άστατη προσωπική ζωή του επίσης ομαλοποιήθηκε και αν ο πρώτος γάμος του με μα Βραζιλιάνα καλλονή ήταν πολύ σύντομος ο δεύτερος, με μιαν Αγγλίδα και επίσης πρώην μοντέλο όπως η προηγούμενη, αποδείχθηκε εξαιρετικά σταθερός και έγινε αφορμή για να μετοικήσει οριστικά στην Βρετανία, έχοντας προηγουμένως ζήσει, εκτός φυσικά από την Αυστραλία, στην Γερμανία, την Αμερική και την Βραζιλία.

Η πιο θεαματική όμως διαφορά ήταν στην μουσική του καθώς, αν η μετάβαση του από το θορυβώδες punk των Birthday Party στο αρχικά κυριολεκτικά «βυθισμένο» στο blues και στη συνέχεια «μεγαλοπρεπές» με έναν καθαρά δικό του τρόπο αλλά και πάντα πιστό στις ρίζες του ιδιώματος rock των προσωπικών του δίσκων δεν ήταν τόσο παράξενη, σε αυτούς που κυκλοφόρησε μετά το 2000 (πάντα μαζί με τους Bad Seeds, το γκρουπ που τον συνοδεύει από την αρχή της προσωπικής διαδρομής του έχοντας φυσικά υποστεί ουκ ολίγες πια αλλαγές στη σύνθεση του) άρχισε να μετατρέπεται σε κάτι πολύ πιο σύνθετο, ενσωματώνοντας πλέον στοιχεία όχι μόνον από τα συγγενή με το rock ιδιώματα αλλά και άλλα όπως την κλασική μουσική ή επιλεκτικά από τις παραδόσεις αρκετών χωρών.

Καταξιωμένος λοιπόν ακόμα και εκτός του χώρου του και έχοντας βρει την εσωτερική γαλήνη του, την ανθρώπινη άρα και την δημιουργική, όλα έδειχναν ότι το τελευταίο αλλά και καθόλου μικρό μέρος της τόσο βασανισμένης ύπαρξης ενός από τους τέσσερις –πέντε το πολύ αυθεντικούς «καταραμένους ποιητές» της Ιστορίας του rock θα ήταν ήρεμο, ίσως ακόμα και ευτυχισμένο. Ομως, όπως συμβαίνει για την συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων τουλάχιστον μια φορά, η ζωή του επιφύλασσε μια απροσδόκητη και αφόρητα άσχημη έκπληξη. Το ’15 ο έφηβος γιος του Αρθουρ έπεσε (υπό όχι, ακόμα καισήμερα, απολύτως διευκρινισμένες συνθήκες) από έναν βράχο κοντά στο παραλιακό σπίτι τους και πέθανε σχεδόν ακαριαία. Ο Nick Cave βρισκόταν τότε στην διαδικασία της ηχογράφησης ενός νέου δίσκου και το γεγονός αυτό ήταν αδύνατο να μην επηρεάσει τον τελευταίο. Έτσι στο «Skeleton Tree» που κυκλοφόρησε ένα χρόνο αργότερα ήταν έκδηλες τόσο η απώλεια όσο και η οργή του για αυτήν.

Στην τριετία όμως που μεσολάβησε ο Cave προφανώς είχε την δυνατότητα να επεξεργαστεί και εντέλει να διαχειριστεί πολύ καλύτερα το γεγονός, με άλλα λόγια να περάσει στην δεύτερη φάση του πένθους, την παραδοχή της απώλειας και τον ανείπωτο πόνο τον οποίο προκαλεί αυτή. Ο τρόπος που αντιμετώπισε αυτόν τον πόνο πολύ διαφορετικός από σχεδόν οποιονδήποτε άλλου, όχι μόνο δημιουργού αλλά και απλά ανθρώπου, όπως φαίνεται στο δέκατο έβδομο κατά σειρά album του «Ghosteen» που κυκλοφόρησε λίγο πριν το τέλος της περυσινής χρονιάς. Ο Cave δεν αποφεύγει τον πόνο, ούτε καν τον φοβάται αλλά αντίθετα, με περισσή γενναιότητα, ρίχνεται στην μάχη εναντίον του, στην κυριολεξία καταβυθίζεται εντός του. Για αυτό και, αν και όπως είναι προφανές ήδη από τον τίτλο (ο νεολογισμός ghosteen που επινόησε θα μπορούσε να αποδοθεί ως «έφηβος φάντασμα», αυτός δηλαδή ο οποίος δεν πρόλαβε να γίνει ενήλικος) ο δίσκος έχει να κάνει με απολύτως προσωπικά του διακυβεύματα, με την νίκη του καταλήγει να κερδίσει πολλά περισσότερα από αυτά.

Το «Ghosteen» είναι διπλό CD χωρίς η συνολική διάρκεια του να το επέβαλλε γιατί, όπως λέει ο ίδιος, στο πρώτο CD βρίσκονται τα τραγούδια για τα παιδιά ενώ τα – πολύ λιγότερα - του δεύτερου είναι για τους γονείς. Ήθελε να είναι χωριστά ακριβώς για να τονίσει, εκτός από όσα ενώνουν, επίσης όσα χωρίζουν τις οικογένειες και τα οποία μπορούν να προκαλέσουν άλλου είδους και επίσης πολύ οδυνηρές «απώλειες». Η προσέγγιση του στην μουσική, ενορχηστρωτικά αλλά ακόμα και ως γραφή, διαφέρει από οποιουδήποτε άλλου δίσκου του. Synthesizers, πιάνο και έγχορδα υφαίνουν ένα «πέπλο» που περισσότερο και από «δυσοίωνο» είναι θλιμμένο και το οποίο αγκαλιάζει την φωνή του ενώ κιθάρες και ντραμς εμφανίζονται πολύ περιοδικά, όταν χρειάζεται να «υπογραμμίσουν» κάτι και φεύγουν τόσο γρήγορα όσο ήρθαν. Δίχως ίχνος από την οργή που μέχρι τώρα χαρακτήριζε ακόμα και τις πιο τρυφερές στιγμές του, χαμηλότερη σε ένταση και με πιο αργό ρυθμό η ερμηνεία του είναι ένας χαμηλών τόνων θρήνος και όχι μοιρολόι, στην περίπτωση ενός τραγουδιού μάλιστα είναι μόνον απαγγελία.

Επί της ουσίας ο Cave δημιουργεί μια σύγχρονη τραγωδία ανάλογη των αρχαίων ελληνικών με το ηχητικό στοιχείο εξίσου σημαντικό με τα κείμενα και με τον ίδιο να αναλαμβάνει όλους τους βασικούς ρόλους, του κεντρικού τραγικού ήρωα, του μάντη/μύστη, του θυμωμένου θεού τιμωρού αλλά και του από μηχανής τέτοιου που φέρνει την λύτρωση. Γιατί, όσο παράδοξο και αν φαίνεται, η βίωση όλου αυτού του πόνου οδηγεί σε κάθαρση και τελικά στην λύτρωση η οποία συντελείται με τον απλούστατο στίχο «I love you» ο οποίος κλείνει το τελευταίο τραγούδι επαναλαμβανόμενος επίμονα πολλές φορές και απευθυνόμενος φυσικά στην σύζυγο του και τα παιδιά του που ζουν ακόμα. Με πάρα πολύ κόπο ο Nick Cave κατόρθωσε να αγαπήσει τον εαυτό του, διαμέσου αυτής της αγάπης αγάπησε αληθινά την σύζυγο του και τα παιδιά του και εντέλει διαμέσου αυτών και όλους τους ανθρώπους.

Το «Ghosteen» είναι μια ελεγεία για την παραδοχή ότι εντέλει ζούμε μέσα από τους άλλους, τους/τις λίγους/ες άλλους/ες που είναι αληθινά κοντά μας, δίπλα μας όπως αντίστοιχα και εκείνοι/ες ζουν μες από εμάς, χωρίς αυτή τη συνθήκη η ύπαρξη μας στερείται νοήματος, ίσως ακόμα και ακυρώνεται. Θρηνώντας όμως αυτό το γεγονός ο Cave βρήκε την δύναμη να υπερβεί την απώλεια η οποία τον σκότωνε, δύναμη που με αυτόν τον δίσκο μεταδίδει στους δικούς του ανθρώπους και διαμέσου αυτών στο ακροατήριο.

Ποιο όμως είναι το μέσο αν όχι η πηγή από την οποία αντλεί αυτή την δύναμη; Για κάποιον που η πολύ προσωπική και ιδιαίτερη σχέση που έχει με την θρησκεία χρωμάτιζε περισσότερο ή λιγότερο όλες τις μέχρι τώρα εργασίες του αυτή τη φορά – και μάλιστα με το συγκεκριμένο θέμα – είναι παράδοξα σχεδόν εντελώς απούσα. Μόνον επιφανειακά όμως γιατί υπάρχει ένας κομβικός στίχος που λέει «ποτέ δεν είπα ποτέ ότι δεν πρέπει να πιστεύεις σε κάτι». Είναι αυτή η πίστη του σε κάτι πνευματικό και υψηλότερο που τον οδηγεί στην ανάταση η οποία είναι η λύτρωση του, μιαν ανάταση που του επιτρέπει να αφήσει πίσω του αυτόν τον κόσμο, αυτή την ζωή της φθαρτής ύλης και άρα της συνεχούς με την μια έννοια ή την άλλη απώλειας και να βρει αρχικά παραμυθία και εντέλει καταφύγιο σε μιαν άλλη, άφθαρτη ζωή ενέργειας και πνεύματος. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να ειδωθεί κατά τη γνώμη μου και η πρόσφατη δήλωση του με την οποία καταδίκαζε την αμερικανική Antifa εξισώνοντας την με τους φασίστες. Οταν έχεις βιώσει τον χειρότερο από όλους πόνο, αυτόν της απώλειας, δεν μπορείς να ανεχθείς οποιονδήποτε να υποβάλλει άλλους/ες σε εαυτόν προκαλώντας τους συνειδητά απώλειες στο όνομα οποιασδήποτε ιδεολογίας. Τον ίδιο ο πόνος αυτός τον πλημμύρισε με ακόμα περισσότερη αγάπη, τον έκανε γνήσιο ανθρωπιστή με την πιο πλήρη έννοια της λέξης και θεωρεί - και οφείλω να πω ότι συμφωνώ μαζί του! – ότι έχει δικαίωμα να απαιτήσει από όλους/ες τους άλλους/ες το ίδιο ακριβώς.

Για οποιονδήποτε άλλον θα έλεγα ότι είναι ο κορυφαίος δίσκος του. Για τον Nick Cave θα πω ότι εντάσσεται στην καλύτερη τριάδα ενός μέχρι τώρα έργου του οποίου οι χειρότερες στιγμές είναι...εξαίρετες (ζητώ συγγνώμη για το οξύμωρο αν και για εμένα δεν είναι!). Θα πω όμως δίχως την παραμικρή επιφύλαξη ότι είναι ένα από τα αληθινά αριστουργήματα και όχι μόνο της περυσινής χρονιάς αλλά τουλάχιστον της τελευταίας δεκαετίες.

Δημοφιλή