Καφεΐνη: Τελικά συμβάλλει στην καύση λίπους και τη μείωση του κινδύνου διαβήτη ή όχι

Και πώς αν δεν προσέξουμε, η κατανάλωση καφεΐνης μπορεί να οδηγείσει σε κατακόρυφη αύξηση του βάρους μας.
David Espejo via Getty Images

Σύμφωνα με νέα έρευνα, τα υψηλά επίπεδα καφεΐνης στο αίμα μπορούν να μειώσουν την ποσότητα σωματικού λίπους και να περιορίσουν τον κίνδυνο διαβήτη τύπου 2. Αν και απαιτείται περαιτέρω έρευνα, τα ευρήματα θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη χρήση ροφημάτων καφεΐνης με χαμηλές θερμίδες για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας και του κινδύνου διαβήτη τύπου 2.

Η δρ Καταρίνα Κρος, ανώτερη λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Exeter, επισημαίνει ότι σκοπός της έρευνας δεν είναι να μας παροτρύνει να πίνουμε περισσότερο καφέ, καθώς ορισμένα ροφήματα με καφεΐνη περιλαμβάνουν υπερβολική ζάχαρη και λιπαρά, που αντισταθμίζουν τις θετικές επιπτώσεις του καφέ στην απώλεια βάρους.

Η πρόσφατη έρευνα βασίστηκε σε προηγούμενη μελέτη, η οποία πρότεινε ότι η κατανάλωση τριών έως πέντε φλιτζανιών καφέ την ημέρα συσχετίστηκε με χαμηλότερο κίνδυνο διαβήτη τύπου 2 και καρδιαγγειακών παθήσεων.

Η τελευταία έρευνα πράγματι εντόπισε δύο κοινές παραλλαγές γονιδίων που σχετίζονται με την ταχύτητα του μεταβολισμού της καφεΐνης και θέλησε να εξετάσει το κατά πόσο αυτές σχετίζονται με τον χαμηλότερο κίνδυνο διαβήτη τύπου 2 και τη μείωση του σωματικού λίπους.

Η καφεΐνη φαίνεται πως ενισχύει το μεταβολισμό, αυξάνει την καύση λίπους και μειώνει την όρεξη. Επιπλέον, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι σχεδόν το 50% της μείωσης του κινδύνου διαβήτη τύπου 2 οφείλεται στην απώλεια βάρους.

Το ζουμί

Τελικά πρέπει να πίνουμε περισσότερο καφέ, προκειμένου να μειώσουμε το λίπος στο σώμα μας και να περιορίσουμε τον κίνδυνο του διαβήτη;

Η επιστήμη παρουσιάζει αξιόπιστα στοιχεία ότι η κατανάλωση καφεΐνης αυξάνει την καύση λίπους, ακόμη και σε κατάσταση ηρεμίας. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι η πρόσληψη καφεΐνης αποτελεί τη θεραπεία κατά της παχυσαρκίας και αν χρησιμοποιηθεί λανθασμένα, μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στην αύξηση του βάρους μας ή και σε σημαντικά προβλήματα υγείας.

Πηγή: guardian