Ο Γιάννης των εφηβικών μας χρόνων, εζησε μόνος, ”έφυγε” πιο μόνος και αβοήθητος. Φοβόταν την ευτυχία
Φωτογραφία αρχείου
Φωτογραφία αρχείου
Jan-Otto via Getty Images

Ο Γιάννης δεν είχε μάνα πατρινιά ούτε πατέρα από το Μεσολόγγι. Πολύ περισσότερο δεν ήταν φονιάς, δεν φυλακίστηκε ποτέ, ούτε επισκέφτηκε απομεσήμερο Κυριακής το Φροσί και τη φαμίλια της. όπως λέει το ποίημα του Γκάτσου. Ο δικός μας Γιάννης, ήταν- λέμε ήταν, γιατί δεν είναι-, φίλος και συμμαθητής στην ωραία εποχή της εφηβείας, σ’ αυτή την ήπια και χαρωπή δικτατορία, όπου όλα σε καταπιέζουν και όλοι συνωμοτούν , εκτός από την παρέα των κολλητών που κάθονται σε διπλανά θρανία.

Κι ο Γιάννης αυτό ήταν. Φίλος. Τον θυμόμαστε μέσα στο κάδρο της νιότης μας,- αυτό το απέραντο τοπίο το λουσμένο στο φως-, τότε που δεν καταλαβαίναμε ούτε διακρίναμε αυτό που μας τύλιγε. Λεπτό, ψηλό, με ένα φυσικό ερύθημα συστολής, με τα κοντά καστανά μαλλιά του που συνεχώς διόρθωνε, να κρυφοκοιτάζει στο διαγώνισμα της Φυσικής, να σπρώχνει την κόλλα στα Μαθηματικά, να κομπιάζει στον πίνακα, να μη καρφώνει ποτέ.

Στα χέρια κρατάμε την φωτογραφία μιας παρέας τελειόφοιτων από την τελευταία κοπάνα πριν τις εξετάσεις του Ιουνίου, στην ακρογιαλιά και όλοι ακτινοβολούν υγεία, όλοι αναπνέουν ένα πουπουλένιο παρόν που δεν εφάπτεται στο μετά. Στη βάση της πυραμίδας μαζί με άλλους δυο στέκεται καμαρωτός ο φίλος μας, σηκώνοντας με κουράγιο τους άλλους που πατάνε στις πλάτες τους, ενώ το ρετιρέ στεφανώνεται από τον πιο αδύναμο κρίκο.

Αυτό ήταν ο Γιάννης. Η βάση. Η σταθερότητα και το μέτρο. Η χαλαρότητα πίσω από τα μισόκλειστα βλέφαρα και το χοροπηδηχτό περπάτημα. Ζούσε με την οικογένεια του σε ένα διώροφο στη δυτική έξοδο της πόλης αλλά όπως φάνηκε, η προσωπική πορεία και η φθορά του ήταν αντίθετες με την κατεύθυνση του κόσμου που ζούσε.

Ύστερα χαθήκαμε. Όλοι. Ξεστρατίσαμε στα τέσσερα σημεία, μας πήρε το ρεύμα και μας παρέσυρε, και δεν ξαναβρεθήκαμε. Μόνο μια φορά, συμπτωματικά, διασταυρωθήκαμε , ανταλλάξαμε ένα ”γεια, τι κάνεις; καλά σε βλέπω” κι αυτό ήταν. Όμως ρωτούσαμε για όλους. Μαθαίναμε τα καλά τους, τις σπουδές τους, τις αρρώστιες τους, τη οικογένεια και τα παιδιά εκτός από τον Γιάννη που ξεμάκρυνε και βγήκε από το κάδρο. Αλλά και η ίδια ζωή δεν μας άφησε περιθώριο να προβλέψουμε την απουσία του… Μια αλλόκοτη θλίψη, όμως, διαπερνούσε εμάς που τον είχαμε γνωρίσει, χωρίς να την προσδιορίζουμε.

Ζούσε μέσα στο θόρυβο και την πολυμορφία του κόσμου που δεν άφηνε να ακουστεί ο σιγανός λυγμός του. Αυτό το ρεπερτόριο των πολλών, ήταν κόντρα ρόλος γι αυτό το πλάσμα που ανήκε σε μια άλλη, βουβή και περίεργη εποχή. Κι επειδή δεν βρήκε τον βηματισμό του, άρχισε να πίνει. Δεν είχε κάτι να τον δένει με το παρόν κι ούτε χαιρόταν να καταστρέφει τη ζωή των άλλων. Έπινε, κι όταν στέρευε, η δίψα του γεννούσε μια θλίψη που τον κλείδωνε. Η ελπίδα είχε χαθεί αλλά το χειρότερο ήταν που την έκρυβε από τον εαυτό του.

Έφυγε από το σπίτι και μετακόμισε σε ένα μικρό δυάρι στην αντίθετη πλευρά της πόλης. Έκοψε από όλους. Διαγράφτηκε από τη συλλογική μνήμη γιατί μεταμορφώθηκε σ’ ένα αδέσποτο σκυλί με κοντή τρίχα που γυρνούσε νύχτα στους δρόμους βρεμένο ως το κόκκαλο.

Δεκαπέντε μέρες από την τελευταία φορά που επικοινώνησε με άνθρωπο, ο Γιάννης βρέθηκε νεκρός σε προχωρημένη σήψη μέσα στην τρώγλη που του έλαχε για σπίτι. Έζησε μόνος, ”έφυγε” πιο μόνος και αβοήθητος. Φοβόταν την ευτυχία, φοβόταν μη τραυματιστεί διεκδικώντας την από τη ζωή, μιλούσε μια γλώσσα που δεν μιλιέται πια, και όλοι εμείς που τον γνωρίσαμε, μείναμε να κοιτάμε την έγχρωμη φωτογραφία που ξάσπρισε το φως και να απορούμε:

Κοίτα πόσο καλός βγήκε ο Γιάννης. Πού να βρίσκεται, άραγε;

Δημοφιλή