Πώς θα είναι το μουσείο του μέλλοντος; Η βιωσιμότητα, ο ψηφιακός κόσμος και η ποπ κουλτούρα

Η Σοφία Χανδακά, Επιμελήτρια Πολιτισμών του Κόσμου στο Μουσείο Μπενάκη και ο Σάιμον Ο′ Κόνορ, διευθυντής του Μουσείου Λογοτεχνίας της Ιρλανδίας, στη HuffPost.
Grant Faint via Getty Images

«Η μεγάλη αλλαγή που παρατηρούμε στα μοντέλα μουσείων διεθνώς έγκειται στη μετατόπιση του ενδιαφέροντος από τα αντικείμενα στους ανθρώπους. Κάτι τέτοιο δεν γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη, είναι μια μακρά διαδικασία. Διότι τα μουσεία, ανεξαρτήτως περιεχομένου, αφηγούνται ιστορίες. Αυτό που θα επηρεάσει το μέλλον τους είναι το πώς θα επιλέξουν να σχετιστούν με την ιστορία την οποία «βιώνουν», είτε βρισκόμαστε στο 2021 είτε στο 2050». Σοφία Χανδακά

Και ακόμη:

«Από πολλές απόψεις είμαστε σε ανταγωνισμό διεκδικώντας τον χρόνο του κοινού μας -στην πραγματικότητα δεν μπορούμε να ανταγωνιστούμε το Netflix, αλλά ούτε το Netflix μπορεί να μας ανταγωνιστεί. Πρέπει να έχουμε συνεχώς υπόψη ότι το κοινό έχει από το σπίτι τεράστια και άμεση πρόσβαση σε σημαντικές πολιτιστικές εμπειρίες. Τι διαφορετικό μπορούν να προσφέρουν τα μουσεία; Και γιατί θέλουμε να το προσφέρουμε; Ο τρόπος με τον οποίον θα το προσφέρουμε, το πώς, είναι το σημείο στο οποίο εμπλέκεται η τεχνολογία». Σάιμον Ο’Κόνορ

H βιωσιμότητα και οι ψηφιακές στρατηγικές, το μέλλον του περιεχομένου σε σχέση με τις συλλογές, την επιμέλεια και την αφήγηση, ο κοινωνικός αντίκτυπος των πολιτιστικών οργανισμών, και ο ρόλος του μουσείου στην κλιματική κρίση.

Αυτές είναι οι θεματικές του φετινού Διεθνούς Συνεδρίου CoMuseum 2021, που διοργανώνεται (ψηφιακά) για ενδέκατη χρονιά από το Μουσείο Μπενάκη, την Πρεσβεία των ΗΠΑ στην Ελλάδα και το British Council με τίτλο «(Επανα)Προσδιορίζοντας το μουσείο του αύριο» (1 - 3 Δεκεμβρίου), τις οποίες επιχειρούν να διερευνήσουν οι 40 εισηγητές που συμμετέχουν.

Ενώ η υγειονομική κρίση παραμένει σε εξέλιξη και καθώς η διεθνής κοινότητα καλείται να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της κοινωνικής ισότητας και της κλιματικής κρίσης, τα μουσεία και οι πολιτιστικοί οργανισμοί ήδη αναθεωρούν τη θέση τους στον κόσμο.

Πώς θα είναι άραγε τα μουσεία του μέλλοντος σε έναν κόσμο διαρκώς μεταβαλλόμενο, τουλάχιστον ως προς τη σχέση τους με τις νέες τεχνολογίες, αλλά και την ποπ κουλτούρα που επελαύνουν με ταχύτητες ασύλληπτες;

Η HuffPost απευθύνθηκε στη Σοφία Χανδακά, κοινωνική ανθρωπολόγο, Γενική Συντονίστρια CoMuseum, Επιμελήτρια Πολιτισμών του Κόσμου στο Μουσείο Μπενάκη και στον Σάιμον Ο′ Κόνορ, Διευθυντή του Μουσείου Λογοτεχνίας της Ιρλανδίας, αναζητώντας απαντήσεις για ένα όχι και τόσο μακρινό μέλλον -αλλά και καλώντας τους να γυρίσουν πίσω, στις αναμνήσεις από το μουσείο που επισκέφθηκαν ως παιδιά.

Σοφία Χανδακά

-Τα μουσεία διεθνώς και παρά την καλή σχέση που ανέπτυξαν πρόσφατα με τα social media λόγω πανδημίας, λειτουργούν ως επί το πλείστον με τα μοντέλα του περασμένου αιώνα. Πώς ορίζεται το μουσείο του μέλλοντος; Ποια θα είναι τα βασικά, τα δομικά χαρακτηριστικά ενός μουσείου το 2050;

Καταρχάς, έως το 2050, ας ελπίσουμε ότι θα έχει επιτευχθεί η κλιματική ουδετερότητα, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, κάτι στο οποίο μπορούν να συμβάλουν καταλυτικά και τα μουσεία: δίνοντας το παράδειγμα με τη μείωση του οικολογικού τους αποτυπώματος και ευαισθητοποιώντας το κοινό για το επείγον της κλιματικής κρίσης.

Τα μουσεία είναι αξιόπιστοι θεσμοί, με μακροχρόνια παρουσία και δυνατότητα να απευθύνονται στο ευρύ κοινό. Με αυτά τα εφόδια θα πορευθούν και στο μέλλον. Όπως λέει ο Richard Sandell, είναι «δυνάμεις του καλού». Η δύναμή τους έγκειται στη δυνατότητά τους να λειτουργούν ως φορείς, όχι απλώς θεματοφύλακες: φορείς αλλαγής, ανάπτυξης, δημοκρατίας, πολιτισμού: ως φορείς πολιτιστικής κληρονομιάς και πολιτιστικής δημιουργίας. Το στοίχημα είναι να κρατήσουν αυτή τη μοναδικότητα, την αξιοπιστία και την μακροβιότητα ενεργή και να την εμπλουτίζουν διαρκώς με νέες έννοιες, γνώσεις, ερμηνείες, και φωνές.

“Συνοδοιπόροι θα έλεγα, είναι τα μουσεία και οι νέες τεχνολογίες, αρκεί να θυμόμαστε να συμπεριλάβουμε όλους - διότι ψηφιακά διαθέσιμο περιεχόμενο δεν σημαίνει απαραίτητα και προσβάσιμο περιεχόμενο”

Η μεγάλη αλλαγή που παρατηρούμε στα μοντέλα μουσείων διεθνώς έγκειται στη μετατόπιση του ενδιαφέροντος από τα αντικείμενα στους ανθρώπους. Κάτι τέτοιο δεν γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη, είναι μια μακρά διαδικασία. Διότι τα μουσεία, ανεξαρτήτως περιεχομένου, αφηγούνται ιστορίες. Αυτό που θα επηρεάσει το μέλλον τους είναι το πώς θα επιλέξουν να σχετιστούν με την ιστορία την οποία «βιώνουν», είτε βρισκόμαστε στο 2021 είτε στο 2050.

Η ισότητα, η διαφορετικότητα και η συμπερίληψη, η πρόσβαση στον πολιτισμό ως κοινό αγαθό, η κοινωνική δικαιοσύνη, η δημοκρατία, η βιωσιμότητα του πλανήτη είναι τα πανανθρώπινα ζητήματα που ήδη απασχολούν και θα απασχολήσουν τα μουσεία στο μέλλον, θα επηρεάσουν την ταυτότητα, τη λειτουργία και τον προγραμματισμό τους. Το βλέπουμε ήδη σήμερα, που η σχέση με τη γνώση, την παραγωγή και την κωδικοποίησή της, έχει αλλάξει. Γίνεται πιο ανθρωποκεντρική, πιο συμμετοχική, πολυφωνική, συχνά και αμφισβητούμενη.

Όσον αφορά τη βιωσιμότητα των μουσείων, οι συνεργασίες και τα δίκτυα που γενούν «ήπια δύναμη» θα τα καταστήσουν πιο ανθεκτικά. Νέες, ανεξερεύνητες συνέργειες με τις δημιουργικές βιομηχανίες, με τεχνολόγους, με διαφορετικές κοινότητες προσελκύουν νέες ομάδες κοινού. Ανοίγοντας το πολιτιστικό οικοσύστημα, σε ένα βαθμό συγχωνεύοντάς το με το ψηφιακό, γινόμαστε ισχυρότεροι υποστηρικτές αυτού που έχει αποδειχθεί πραγματικότητα κατά τη διάρκεια της εποχής του COVID 19: ότι ο πολιτισμός δεν είναι συμπλήρωμα, αλλά μια ζωτική πηγή ανθρώπινης ανάπτυξης.

“Όσον αφορά τη σχέση των μουσείων με την ποπ κουλτούρα, ο όρος μπορεί να δημιουργήσει λάθος εντυπώσεις. Κάθε τι που αναδύεται μέσα στο κοινωνικό σύνολο ως ανθρώπινη δημιουργία, έχει την προοπτική να ενσωματωθεί, να ανθίσει μέσα στο μουσείο, να πορευτεί παράλληλα με αυτό, ή ακόμα να προκύψει από την εμφάνισή του κάτι νέο ακόμα πιο ισχυρό που να γίνει φίλος, ευεργέτης και ενισχυτής, όπως στην περίπτωση του Λούβρου”

Η πανδημία απλώς επιτάχυνε αυτές τις τάσεις και ίσως δίνει την ευκαιρία να χτίσουν τα μουσεία πιο γερές, πιο μακροχρόνιες και γεμάτες νόημα σχέσεις με το κοινό τους, περισσότερο συσχετικές και λιγότερο ανταλλακτικές, σε φυσικό και σε ψηφιακό περιβάλλον, προσφέροντας στο κοινό τους τη δυνατότητα του ανήκειν. Στο ίδιο πνεύμα, εξελίσσεται και η σχέση των μουσείων με την πόλη. Ως κτήρια, όλο και περισσότερο θα λειτουργούν ως «τρίτοι χώροι», χώροι εμπιστοσύνης και ασφάλειας.

Σοφία Χανδακά
Σοφία Χανδακά

Με το βλέμμα στο μέλλον των μουσείων, επιδιώξαμε από το 2011 οι τρεις εταίροι του CoMuseum, το Μουσείο Μπενάκη, η Πρεσβεία των ΗΠΑ και το British Council, να δημιουργήσουμε ένα ασφαλές περιβάλλον, ένα ομότιμο (peer-to-peer) δίκτυο ανταλλαγής πρακτικών και γνώσης, που να στηρίζει τα μουσεία ώστε να μπορούν να ανταποκριθούν στις αλλαγές, ενδυναμώνοντας έτσι το οικοσύστημα των επαγγελματιών των μουσείων, αρχικά της Ελλάδας.

Το φετινό CoMuseum, στην 11η διοργάνωση, σε συνεργασία με τη Βρετανική Πρεσβεία στην Αθήνα και το Polyeco Contemporary Art Initiative, υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, του Δήμου Αθηναίων και του ICOM Ελλάδος, και με παγκόσμια απήχηση, δίνει ακόμα περισσότερο βάρος στην υποστήριξη των ανθρώπων των μουσείων να ανταποκριθούν στις αλλαγές, να επανεκτιμήσουν τη θέση τους στον κόσμο, να κατανοήσουν καλύτερα και να εκφράσουν την αξία τους, και να συνεχίσουν να επιδεικνύουν την απόλυτη συνάφειά τους με την κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη σε μια περίοδο ανάκαμψης, αποκατάστασης και ανασυγκρότησης.

-Οι νέες τεχνολογίες (που μέχρι στιγμής έχουν επιδείξει ένα ελάχιστο μέρος των απεριόριστων δυνατοτήτων τους) και η ποπ κουλτούρα είναι φίλος ή αντίπαλος ενός μουσείου; Πώς θα εξελιχθεί αυτή η σχέση στο μέλλον;

Ζούμε ήδη σε έναν κόσμο στον οποίον η ψηφιακή διάσταση είναι απαραίτητη και συμπληρωματική της φυσικής διάστασης των πραγμάτων. Μια επιμελημένη σύγκλιση των δύο κόσμων θα μπορούσε να δημιουργήσει νέα αφηγήματα, σε διαφορετικές πλατφόρμες. Συνοδοιπόροι θα έλεγα, λοιπόν, είναι τα μουσεία και οι νέες τεχνολογίες, αρκεί να θυμόμαστε να συμπεριλάβουμε όλους – διότι ψηφιακά διαθέσιμο περιεχόμενο δεν σημαίνει απαραίτητα και προσβάσιμο περιεχόμενο. Ένα παράδειγμα τέτοιου έργου, που δοκιμάστηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, είναι «Το Μουσείο στο Σχολείο», που παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια των εργαστηρίων του CoMuseum από την Unisystems S.M.S.A. Το Museotek, όπως ονομάζεται, μεταφέρει εκπαιδευτικά προγράμματα από τον φυσικό χώρο του μουσείου στη σχολική τάξη, μέσω διαδικτύου. Στην πιλοτική του φάση συμμετέχει και το Μουσείο Μπενάκη. Ένα επιπλέον παράδειγμα, και πάλι από το πρόγραμμα του CoMuseum 2021, είναι η εφαρμογή που δημιούργησε η Microsoft για την Αρχαία Ολυμπία, η οποία παρουσιάζεται σε εργαστήριο στο πλαίσιο του Συνεδρίου.

Όσον αφορά τη σχέση των μουσείων με την ποπ κουλτούρα, ο όρος μπορεί να δημιουργήσει λάθος εντυπώσεις. Κάθε τι που αναδύεται μέσα στο κοινωνικό σύνολο ως ανθρώπινη δημιουργία, έχει την προοπτική να ενσωματωθεί, να ανθίσει μέσα στο μουσείο, να πορευτεί παράλληλα με αυτό, ή ακόμα να προκύψει από την εμφάνισή του κάτι νέο ακόμα πιο ισχυρό που να γίνει φίλος, ευεργέτης και ενισχυτής, όπως στην περίπτωση του Λούβρου. Τι εννοώ; Το 2018 επισκέφτηκαν το Λούβρο 10,2 εκατομμύρια άτομα, κάτι που σήμαινε αύξηση κατά 25% σε σχέση με το προηγούμενο ρεκόρ επισκεψιμότητας του πιο δημοφιλούς μουσείου στον κόσμο. Η αύξηση αυτή αποδίδεται στο τεράστιο ενδιαφέρον που προκάλεσε το βιντεοκλίπ του single «Apeshit» των Beyoncé και Jay-Z, το οποίο γυρίστηκε μέσα στο μουσείο εκείνη τη χρονιά. Από τότε το μουσείο προσφέρει ειδική ξενάγηση στα χνάρια των σταρ, ενώ το βιντεοκλίπ έχει σήμερα 253.775.051 προβολές στο youtube. Παράλληλα, η χρησιμοποίηση του μεγαλύτερου μουσείου τέχνης στον κόσμο από τους Carters, το πιο πετυχημένο έγχρωμο ζευγάρι στον πλανήτη, ερμηνεύτηκε ως ένα μανιφέστο της ιδιότητας του μαύρου έναντι του λευκού δυτικού ηγεμονισμού, περνώντας ισχυρά πολιτικά μηνύματα μέσα από την ποπ κουλτούρα.

-Ποιο είναι το πρώτο μουσείο που επισκεφθήκατε ως παιδί και ποια είναι η πιο έντονη ανάμνηση που διατηρείτε από εκείνη την εμπειρία;

Θα μιλήσω για εντυπώσεις και όχι για παιδικές αναμνήσεις. Κατά τη διάρκεια των μεταπτυχιακών μου σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, περνούσαμε πολύ χρόνο μέσα στο Μουσείο Pitt Rivers, το «μουσείο των μουσείων», όπως συχνά ονομάζεται, αφού έχει κρατήσει τον βικτωριανό τρόπο ταξινόμησης και παρουσίασης των αντικειμένων, συνδυάζοντάς τον με έναν πρωτοπόρο επιστημονικό, εκπαιδευτικό και εκθεσιακό προγραμματισμό που θέτει στο τραπέζι όλα τα «υπαρξιακά» ζητήματα αναπαράστασης της γνώσης και των πολιτισμών που αφορούν κάθε μουσείο στον 21ο αιώνα. Για μένα είναι το καλύτερο πάντρεμα του παρελθόντος με το μέλλον των μουσείων.

Εκεί αντιλήφθηκα και κάτι άλλο. Ότι στο μουσείο δεν είσαι μόνο επισκέπτης, δεν είσαι ξένος που μπαίνει, ακούει τον ειδικό και βγαίνει, όπως θυμόμαστε από τα μαθητικά μας χρόνια. Στο μουσείο μπορείς να νοιώσεις οικεία, να ταυτιστείς, να ανακαλύψεις, να αμφισβητήσεις, να ακουστείς, να συμβάλεις στην παραγωγή της γνώσης, να ξαναπάς. Αυτή την οικειότητα, τη «ζεστασιά» και την αίσθηση του ανήκειν που μπορεί να παρέχει ένα μουσείο ως δημόσιος χώρος, ως «τρίτος χώρος», ελεύθερος από τις συνθήκες της καθημερινότητας του σπιτιού ή της εργασίας, προσπαθώ να προβάλλω μέσα από τη δουλειά μου στο Μουσείο Μπενάκη, καθώς και μέσα από το Διεθνές Συνέδριο CoMuseum.

“Ελπίζω στο μέλλον να μην σπαταληθούν τεράστια χρηματικά ποσά σε τεχνολογία η οποία θα καταστεί μέσα σε λίγα χρόνια παρωχημένη, όπως πολύ συχνά συμβαίνει τώρα. Υποψιάζομαι ότι η πιο συναρπαστική δυνατότητα της ψηφιακής τεχνολογίας είναι ότι δίνει τη δυνατότητα στα μουσεία να συναντούν τους ανθρώπους όπου κι αν βρίσκονται”

Σάιμον Ο′ Κόνορ

«Νομίζω ότι απαιτούνται δύο διαφορετικές απαντήσεις, για τις νέες τεχνολογίες και την ποπ κουλτούρα, καθώς μπορεί να είναι και τα δύο -τόσο πλεονέκτημα όσο και μειονέκτημα. Από πολλές απόψεις είμαστε σε ανταγωνισμό διεκδικώντας τον χρόνο του κοινού μας -στην πραγματικότητα δεν μπορούμε να ανταγωνιστούμε το Netflix, αλλά ούτε το Netflix μπορεί να μας ανταγωνιστεί. Πρέπει να έχουμε συνεχώς υπόψη ότι το κοινό έχει από το σπίτι τεράστια και άμεση πρόσβαση σε σημαντικές πολιτιστικές εμπειρίες. Τι διαφορετικό μπορούν να προσφέρουν τα μουσεία; Και γιατί θέλουμε να το προσφέρουμε; Ο τρόπος με τον οποίον θα το προσφέρουμε, το πώς, είναι το σημείο στο οποίο εμπλέκεται η τεχνολογία, ωστόσο ο εν εξελίξει διάλογος μεταξύ τεχνολογίας και μουσείων θεωρώ ότι είναι αποθαρρυντικός και καθοδηγούμενος από τη βιομηχανία, παρά από την ανάγκη για ένα αποτέλεσμα. Ελπίζω στο μέλλον να μην σπαταληθούν τεράστια χρηματικά ποσά σε τεχνολογία η οποία θα καταστεί μέσα σε λίγα χρόνια παρωχημένη, όπως πολύ συχνά συμβαίνει τώρα. Υποψιάζομαι ότι η πιο συναρπαστική δυνατότητα της ψηφιακής τεχνολογίας είναι ότι δίνει τη δυνατότητα στα μουσεία να συναντούν τους ανθρώπους όπου κι αν βρίσκονται. Το να συναντάς ένα μουσείο σε online πλατφόρμες gaming, σε υπηρεσίες streaming, σε κανάλια μέσων κοινωνικής δικτύωσης, στα σπίτια, στις σχολικές τάξεις και στα γραφεία, είναι μακράν πιο συναρπαστική και χρήσιμη υπόθεση από να εγκαταστήσεις στο μουσείο μία πανάκριβη οθόνη αφής αξίας 50.000 ευρώ. Είδαμε όλοι μέσα στην πανδημία τις ψηφιακές δυνατότητες των μουσείων και απλά χαράσσουμε την πορεία μας πάνω σε αυτό το μονοπάτι».

Σάιμον Ο'Κόνορ
Σάιμον Ο'Κόνορ

Παιδί στο βικτωριανό «The Dead Zoo»

«Στο Δουβλίνο έχουμε ένα υπέροχο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας που όλοι εδώ αποκαλούν στοργικά “The Dead Zoo”. Είναι ένα πανέμορφο βικτωριανό μουσείο που έχει παραμείνει συνειδητά έτσι, αντιστεκόμενο στις πάρα πολλές πληροφορίες και ερμηνείες και στον φαντεζί τεχνολογικό εκσυγχρονισμό. Είναι το πρώτο μουσείο που έχω επισκεφθεί, και θυμάμαι την έκπληξη, την απώθηση, και φυσικά τα χρώματα των πεταλούδων και το πόσο μαγικά ήταν. Έχω ξαναζήσει αυτή την εμπειρία πολλές φορές με τα δικά μου παιδιά: είναι τόσο απλός αυτός ο συνδυασμός ομορφιάς, θαυμασμού, μάθησης και φιλοσοφικών ερωτήσεων».

-Θα μπορούσατε να μας πείτε δύο λόγια για το Μουσείο Λογοτεχνίας στο οποίο είστε διευθυντής;

Το «MoLI», όπως τo αποκαλούμε, είναι ένα εντελώς νέο μουσείο, που άνοιξε μόλις έξι μήνες πριν από την πανδημία» μας λέει ο Σάιμον Ο’Κόνορ, όταν του ζητάμε να μας συστήσει το Μουσείο Λογοτεχνίας της Ιρλανδίας. «Βρίσκεται σε ένα όμορφο σύμπλεγμα κτιρίων και κήπων στην καρδιά του Δουβλίνου, στην Ιρλανδία, και εξερευνά την ιρλανδική λογοτεχνία από το παρελθόν μέχρι σήμερα, τόσο στην ιρλανδική όσο και στην αγγλική γλώσσα, μέσα από μόνιμες και περιοδικές εκθέσεις, έναν ψηφιακό ραδιοφωνικό σταθμό, προγράμματα εκμάθησης και εκδηλώσεις όπως αναγνώσεις, παρουσιάσεις βιβλίων, συμπόσια και περφόρμανς. Μεταξύ των εκθεμάτων είναι υπέροχα αντικείμενα από τις κρατικές λογοτεχνικές συλλογές, αληθινοί θησαυροί που συνδέονται με τον διασημότερο συγγραφέα μας, τον Τζέιμς Τζόις. Το πιο σημαντικό είναι ότι το μουσείο είναι μια όαση για τους αναγνώστες, μία στέγη για τους συγγραφείς και ένα στούντιο πειραματισμού με στόχο μια νέα προσέγγιση στη δημιουργία λογοτεχνικών εκθέσεων. Η δουλειά μας δεν είναι τόσο να παρουσιάσουμε τις μορφές της λογoτεχνίας, όσο να ενθαρρύνουμε το ενδιαφέρον για αυτήν και να κάνουμε πιο εύκολη για τους επισκέπτες μας την επαφή μαζί της. Είναι -όπως πρέπει να είναι πρώτα και κύρια όλοι οι πολιτιστικοί χώροι- ένα πολύ ευχάριστο και ήρεμο μέρος όπου μπορεί κανείς να περάσει μερικές ώρες από τη ζωή του».

Δημοφιλή