Σύνδρομο Στοκχόλμης: 50 χρόνια σαν σήμερα από το δράμα ομηρείας που «γέννησε» τον όρο

Μισός αιώνας πέρασε από την εισβολή σε τράπεζα του Γιαν-Έρικ Όλσον και το 6ήμερο αγωνίας σε απευθείας μετάδοση από την σουηδική τηλεόραση.
Στοκχόλμη, Σουηδία
georgeclerk via Getty Images
Στοκχόλμη, Σουηδία

«Πέστε κάτω στο πάτωμα! Το πάρτυ ξεκινάει!».

Φωνάζοντας στα αγγλικά, ο Γιαν-Έρικ Όλσον μπήκε στις 23 Αυγούστου του 1973 σε μια τράπεζα της Στοκχόλμης, (σ.σ. τράπεζα Kreditbanken στην πλατεία Norrmalmstorg) έχοντας κάνει χρήση ναρκωτικών ουσιών, ταραγμένος και κρατώντας ένα αυτόματο οπλοπολυβόλο.

Έτσι ξεκίνησε ένα δράμα ομηρείας που έμελλε να διαρκέσει έξι ημέρες και να δώσει όνομα στον όρο «Σύνδρομο της Στοκχόλμης»― μια παγκόσμιας χρήσης έννοια που περιγράφει τον συναισθηματικό δεσμό που αναπτύσσουν όμηροι με τους απαγωγείς τους.

Ο ’Ολσον, γνωστός με το υποκοριστικό «Γιαν», συνέλαβε ομήρους τέσσερις εργαζόμενους στην τράπεζα ―τρεις γυναίκες και έναν άνδρα.

Αστυνομικοί και δημοσιογράφοι πολύ σύντομα κατέκλυσαν την πλατεία έξω από το υποκατάστημα της Kreditbanken και ελεύθεροι σκοπευτές ακροβολίστηκαν στα γειτονικά κτίρια με τις κάννες των όπλων τους στραμμένες προς την τράπεζα.

Ο Όλσον χρησιμοποίησε δύο ομήρους ως ανθρώπινες ασπίδες και απείλησε να τους σκοτώσει.

«Αργότερα, σκεφτόμουν συχνά την παράλογη κατάσταση στην οποία βρεθήκαμε. Τρομοκρατημένοι και ανάμεσα σε δύο απειλές θανάτου―από τη μια η αστυνομία και από την άλλη ο ληστής», θυμάται η Κριστίν Ένμαρκ, πρώην όμηρος και τότε 23 ετών στο βιβλίο της με τίτλο «Έγινα το Σύνδρομο της Στοκχόλμης».

Φωτογραφίες αρχείου τεσσάρων υπαλλήλων της τραπέζης Kreditbanken στην πλατεία Norrmalmstorg της Στοκχόλμης που βρέθηκαν σε καθεστώς ομηρείας για 6 μέρες από τις 23 Αυγούστου του 1973. Γκουνέλ Μπιργκίτα Λουντμπαλ, 32 ετών, πάνω αριστερά και Κριστίν Ενμαρκ, 23, δεξιά. Ελίζαμπεθ Ολντγκρεν (με το καπέλο) και Σβεν Σαφστρομ, 25 ετών.
Bettmann via Getty Images
Φωτογραφίες αρχείου τεσσάρων υπαλλήλων της τραπέζης Kreditbanken στην πλατεία Norrmalmstorg της Στοκχόλμης που βρέθηκαν σε καθεστώς ομηρείας για 6 μέρες από τις 23 Αυγούστου του 1973. Γκουνέλ Μπιργκίτα Λουντμπαλ, 32 ετών, πάνω αριστερά και Κριστίν Ενμαρκ, 23, δεξιά. Ελίζαμπεθ Ολντγκρεν (με το καπέλο) και Σβεν Σαφστρομ, 25 ετών.

Φοβόμουν για την ζωή μου

Ο Όλσον διατύπωσε αρκετά αιτήματα, ζητώντας τρία εκατομμύρια σουηδικές κορώνες (σχεδόν 700.00 δολάρια εκείνη την εποχή) αλλά και να μεταφερθεί στην τράπεζα ένας από τους πιο διαβόητους ληστές τραπεζών στη χώρα, που βρισκόταν στη φυλακή, ο Κλαρκ Όλοφσον.

Προκειμένου να επικρατήσει ηρεμία η σουηδική κυβέρνηση συμφώνησε.

Ολόκληρη η χώρα παρακολουθούσε μουδιασμένη το εξελισσόμενο δράμα, ένα από τα μεγαλύτερα ειδησεογραφικά γεγονότα που μεταδόθηκε σε απευθείας μετάδοση από την σουηδική τηλεόραση.

«Όταν έφθασε, ο Κλαρκ Όλοφσον πήρε τον έλεγχο της κατάστασης, εκείνος ήταν που έκανε τις διαπραγματεύσεις με την αστυνομία», θυμάται ο 73χρονος Μπέρτιλ Έρικσον, φωτοειδησεογράφος που κάλυψε την κρίση, σε συνέντευξή του στο AFP.

«Ήταν πολύ χαρισματικός. Ήταν καλός ομιλητής», λέει.

Ο Όλσον ηρέμησε μόλις έφτασε ο Όλοφσον και η Κριστίν Ένμαρκ είδε σύντομα στο πρόσωπο του τελευταίου τον σωτήρα της.

«Υποσχέθηκε ότι θα φρόντιζε να μην μου συμβεί κάτι και αποφάσισα να τον πιστέψω. Ήμουν 23 ετών και φοβόμουν για την ζωή μου», γράφει η ίδια στο βιβλίο της.

Κατά την διάρκεια της ομηρείας της μίλησε τηλεφωνικώς πολλές φορές με τις αρχές σοκάροντας τον κόσμο όταν βγήκε έξω από την τράπεζα υπερασπιζόμενη τους απαγωγείς της.

«Δεν φοβάμαι ούτε ελάχιστα τον Κλαρκ και τον άλλο τύπο, την αστυνομία φοβάμαι. Το καταλαβαίνετε; Τους εμπιστεύομαι απόλυτα», είπε στον τότε πρωθυπουργό Ούλοφ Πάλμε σε ένα από τα τηλεφωνήματα αυτά.

«Είτε το πιστεύετε, είτε όχι, περνάμε πολύ ωραία εδώ», είπε εξηγώντας ότι «έλεγαν ιστορίες» και «έπαιζαν ντάμα».

«Ξέρετε τι φοβάμαι; Ότι η αστυνομία θα μας κάνει κάτι, θα εισβάλει στην τράπεζα ή κάτι τέτοιο».

Η κρίση έληξε την έκτη ημέρα όταν η αστυνομία πέταξε δακρυγόνα μέσα στην τράπεζα και απελευθέρωσε τους ομήρους υποχρεώνοντας τον Όλσον και τον Όλοφσον να παραδοθούν.

Δεν είναι ψυχιατρική διάγνωση

Ο ψυχίατρος Νιλς Μπέγεροτ ήταν μέλος της διαπραγματευτικής ομάδας. Έργο του ήταν να αναλύσει την συμπεριφορά των ληστών και των ομήρων και τελικώς επινόησε τον όρο «Το Σύνδρομο της Στοκχόλμης».

Εκείνη την εποχή οι γυναίκες όμηροι θεωρήθηκε ότι συμπεριφέρθηκαν σαν να τους έχουν κάνει μάγια, κάτι σαν πλύση εγκεφάλου.

Έκτοτε όμως οι ψυχίατροι εγκατέλειψαν αυτή την άποψη.

Το Σύνδρομο της Στοχκόλμης «δεν είναι μια ψυχιατρική διάγνωση», λέει ο Κρίστοφερ Ραμ, ψυχίατρος στο Ινστιτούτο Καρολίνσκα και συγγραφέας του επιστημονικού άρθρου «Το Σύνδρομο της Στοκχόλμης: Ψυχιατρική Διάγνωση ή Αστικός Μύθος;».

Μάλλον ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν «αμυντικό μηχανισμό που βοηθάει το θύμα» να διαχειριστεί μια τραυματική κατάσταση, όπως εξηγεί στο AFP.

Η Σεσίλια Άσε, καθηγήτρια σπουδών φύλου στο πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης, δήλωσε ότι οι δηλώσεις της Ένμαρκ και των άλλων γυναικών στην διάρκεια της ομηρείας ερμηνεύτηκαν από τις αρχές «με μια πολύ σεξουαλικοποιημένη διάσταση, σαν να είχαν μαγευτεί» και να είχαν χάσει κάθε ικανότητα να σκεφτούν λογικά μόνες τους.

Αυτή η άποψη πυροδοτήθηκε και από φήμες για σχέση μεταξύ της Ένμαρκ και του Όλοφσον.

Παρότι οι δυό τους συνήψαν ερωτική σχέση χρόνια αργότερα, δεν υπάρχει καμία ένδειξη που να υποδηλώνει ότι υπήρξε κάτι ανάμεσά τους μέσα στην τράπεζα.

«Δεν υπήρχε αγάπη ή σωματική έλξη από την πλευρά μου. Ήταν η ευκαιρία μου για επιβίωση και με προστάτευε από τον Γιαν», έγραψε η Ένμαρκ, η οποία αποτέλεσε την έμπνευση για τον χαρακτήρα της Κίκι στη σειρά του Netflix «Κλαρκ».

Η Άσε υποστηρίζει ότι το Σύνδρομο της Στοκχόλμης είναι «μια κατασκευασμένη έννοια» που χρησιμοποιείται για να εξηγήσει πως συμπεριφέρονται οι όμηροι όταν οι αρχές και οι κυβερνήσεις δεν καταφέρνουν να τους προστατεύσουν.

Οι όμηροι της Στοκχόλμης, στην πραγματικότητα, «ενήργησαν υπερβολικά λογικά», δήλωσε η ίδια στο AFP.

«Κάλεσαν δημοσιογράφους, έδωσαν μάχη (με την αστυνομία και με πολιτικούς) να αφήσουν τους ληστές να τους συνοδεύσουν εκτός της τράπεζας. Αντιπροσωπεύαμε μια πραγματική απειλή για τους ομήρους», παραδέχτηκε ο επιθεωρητής της αστυνομίας Έρικ Ρόνεγκαρντ σε ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε έτη μετά.

«Με τόσους αστυνομικούς να έχουν περικυκλώσει την τράπεζα, υπήρχε ο κίνδυνος κάποιος από τους ομήρους να φάει καμιά σφαίρα».

Σε μια ένδειξη της απογοήτευσής τους απέναντι στους χειρισμούς της αστυνομίας, οι όμηροι αργότερα αρνήθηκαν να καταθέσουν κατά των απαγωγέων τους.

Οι περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να ταυτιστούν με αυτή την έννοια σε ψυχολογικό επίπεδο, εξηγεί ο Ραμ, σημειώνοντας ότι οι συναισθηματικοί δεσμοί με κάποιον που συνιστά απειλή είναι συχνοί και σε κακοποιητικές σχέσεις.

Η κατανόηση της ψυχολογικής αντίδρασης ενός θύματος βοηθάει ακόμη να το απαλλάξεις από τις τύψεις, καταλήγει.

ΠΗΓΗ: ΑΠΕ - ΜΠΕ