Θεωρείται το αδιανόητο έγκλημα. Η βία σε βάρος ενός παιδιού το οποίο εξ ορισμού αδυνατεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του, σοκάρει, ωστόσο, η περίπτωση της μητέρας που σκοτώνει το παιδί της, συγκλονίζει πέρα από λόγια.
Όμως, τι ορίζεται ως παιδοκτονία στον ποινικό κώδικα; Ποιο είναι το προφίλ της/του παιδοκτόνου; Ένα τέτοιο έγκλημα συμβαίνει ξαφνικά, χωρίς προϋπάρχουσες ενδείξεις; Και ακόμη, τι είναι το μητρικό ένστικτο;
Με αφορμή τις υποθέσεις Πισπιρίγκου και Μουρτζούκου, η HuffPost απευθύνθηκε στην Μπετίνα Ντάβου, καθηγήτρια Ψυχολογίας στο ΕΚΠΑ και στον Γιάννη Πανούση, καθηγητή Εγκληματολογίας στο ΕΚΠΑ, επιχειρώντας να φωτίσει με τη συνδρομή δύο έγκριτων επιστημόνων διαφορετικές όψεις του εγκλήματος.
Γιάννης Πανούσης: Δεν προκύπτει κάποιο ειδικό εγκληματολογικό προφίλ
-Κύριε Πανούση, κατ’ αρχάς, τι ορίζεται ως παιδοκτονία (και βρεφοκτονία);
Γ.Π.: Οφείλω εξαρχής να κάνω μία διευκρίνηση.
Παιδοκτονία, κατά το άρθρο 303 του ποινικού κώδικα, τελεί ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ ‘η μητέρα που σκοτώνει με πρόθεση το παιδί της, κατά ή μετά τον τοκετό επειδή εξακολουθούσε ακόμα η διατάραξη του οργανισμού της’. Η ειδική και επιεικέστερη [από άποψη ποινής] αυτή ρύθμιση θεμελιώνεται στο γεγονός ότι οι οργανικές διαταραχές λόγω του τοκετού δημιουργούν ιδιάζουσα σωματική και διανοητική κατάσταση και μειωμένη ψυχική δύναμη αντίστασης [ελαττωμένος καταλογισμός]. Αρχικά ο νόμος κάλυπτε μόνο τη θανάτωση ‘νόθων τέκνων’, όμως μεταγενέστερα επεκτάθηκε σε όλα τα παιδιά, αφού η μητρική στοργή δεν είχε ακόμα ενεργοποιηθεί.
Η Παιδοκτονία αποτελεί έγκλημα ‘ΠΑΡΑΛΛΑΓΉΣ’ σε σχέση με την ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΑ [299 ΠΚ] [συγκεκριμένος δράστης, συγκεκριμένο θύμα, συγκεκριμένος χρόνος κλπ].
Δεν είναι εύκολο να έχουμε αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία
Μητέρα- το νεογέννητο παιδί της-διατάραξη οργανισμού[συνείδησης;] εξαιτίας του τοκετού-δόλος-θανάτωση-ανάλογο χρονικό διάστημα [υπό κρίσιν]:αυτά είναι τα στοιχεία της ποινικής παιδοκτονίας.
Ως προς την εγκληματολογική προσέγγιση ως Παιδοκτονία συχνά χαρακτηρίζεται το έγκλημα που τελεί οποιοδήποτε μέλος της οικογένειας [πατέρας-μητέρα-παππούς-γιαγιά-αδελφός/ή κλπ] ή και οποιοσδήποτε τρίτος [γνωστός ή άγνωστος που σκοτώνει ένα παιδί, μέχρι 11 ή 12 ετών].
Έχουμε διαβάσει στα ΜΜΕ περιγραφές όπου ο 80χρονος πατέρας σκότωσε τον 60χρονο γιό του και εμφανίστηκε σαν ‘παιδοκτόνος’. Αδόκιμο κατά τη γνώμη μου.

-Δράστης είναι συνήθως η μητέρα ή ο πατέρας; Υπάρχουν στατιστικά στοιχεία;
Γ.Π.: Επειδή η Παιδοκτονία εντάσσεται [και συνήθως απορροφάται από την Ανθρωποκτονία, ως κατ’ ιδέα συρροή που θίγει το ίδιο έννομο αγαθό] κι επειδή ο σκοτεινός αριθμός είναι μεγάλος [άμβλωση, έκθεση κλπ] δεν είναι εύκολο να έχουμε αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία.
Πάντως σύμφωνα με τη στατιστική του υπουργείου Προστασίας του πολίτη το 2024 στο κεφάλαιο ‘’εγκλήματα κατά της ζωής και προσβολής εμβρύου’ φέρεται να εξιχνιάστηκαν 263 κακουργήματα και 709 πλημμελήματα και να μην εξιχνιάστηκαν 36 και 30 αντίστοιχα.
-Ποιο είναι το προφίλ του παιδοκτόνου; Παρότι κάθε υπόθεση είναι ξεχωριστή, υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά στην προσωπικότητα των δραστών (ένα μοτίβο το οποίο επαναλαμβάνεται);
Γ.Π.: Δεν προκύπτει κάποιο ειδικό εγκληματολογικό προφίλ, μολονότι κοινός παρονομαστής είναι η κοινωνική ντροπή ή η ηθική ‘τιμή’ της δράστιδας. Είναι προφανές [λόγω του τοκετού] ότι πρόκειται για νεαρές γυναίκες. Στο παρελθόν ήσαν κατά βάση άγαμες, σήμερα όμως το σχετικό έγκλημα μπορεί να τελούν και παντρεμένες για τους ίδιους λόγους
Υπάρχουν περιπτώσεις όπου η δράστις έχει αποφασίσει πριν από τον τοκετό ‘να ξεφορτωθεί ‘ το νεογέννητο, οπότε θα κριθεί το θέμα του μειωμένου καταλογισμού.
-Η κατά συρροή παιδοκτονία είναι -ή όχι- σπανιότερο φαινόμενο; (από τη διάπραξη μίας και μόνο παιδοκτονίας).
Γ.Π.: Η κατά συρροή παιδοκτονία μπορεί να τελεσθεί από έναν τρίτο serial killer [για λόγους δεισιδαιμονίας κλπ], από την ίδια τη μητέρα [για λόγους εκδίκησης], σπανίως από τον πατέρα ή κάποιον άρρενα συγγενή [για λόγους ολοκληρωτικής οικογενειακής εξάλειψης] και από λογοτέχνες [Μήδεια, για λόγους ερωτικούς και Φραγκογιαννού, για λόγους ‘αποκάθαρσης’].
Μπετίνα Ντάβου: Ό,τι αποκαλούμε «μητρικό ένστικτο» μάλλον αναπτύσσεται, παρά προϋπάρχει της σύλληψης ή της γέννησης του παιδιού
-Κυρία Ντάβου, ο παιδοκτόνος θεωρείται εκ προοιμίου άτομο με ψυχική διαταραχή; Και εάν ναι, πώς κατορθώνει, παρότι ψυχικά ασθενής να είναι τόσο επινοητικός όσον αφορά την απόκρυψη του εγκλήματος που διέπραξε;
Μ.Ν.: Από ψυχολογικής άποψης υπάρχει μία σημαντική διαφορά ανάμεσα στην βρεφοκτονία και στην παιδοκτονία. Η βρεφοκτονία συχνά τελείται υπό την επήρεια ψυχοσωματικών μετατροπών που υπέστη η μητέρα λόγω της εγκυμοσύνης και του τοκετού και οι οποίες οδήγησαν σε επιλόχεια κατάθλιψη. Να σημειώσουμε ότι συχνά η επιλόχεια κατάθλιψη περνά απαρατήρητη τόσο από τους οικείους όσο και από τους ειδικούς, με αποτέλεσμα να εντείνεται, να παρατείνεται και να παγιώνεται. Άρα, εάν υπάρχει επιλόχεια κατάθλιψη που οδήγησε σε φόνο, τότε μπορούμε να μιλήσουμε για πιθανή ψυχική διαταραχή, αλλά αυτό μόνον δεν αρκεί. Τις περισσότερες φορές συνδυάζεται και με ελλιπή περιγεννητική φροντίδα και στήριξη της μητέρας.
Η ψυχική διαταραχή σε έναν ή και στους δύο γονείς είναι πολύ σημαντικός παράγοντας, αλλά δεν είναι ο μοναδικός
Στην παιδοκτονία, όταν δηλαδή η δολοφονία αφορά νήπιο ή μικρής ηλικίας παιδί, τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα και οι παράγοντες που συμβάλουν είναι πιο σύνθετοι. Η ψυχική διαταραχή σε έναν ή και στους δύο γονείς είναι πολύ σημαντικός παράγοντας, αλλά δεν είναι ο μοναδικός. Τις περισσότερες φορές συντρέχουν και άλλοι παράγοντες που επιδεινώνουν την κατάσταση, όπως π.χ. η οικονομική ανέχεια, που συμβάλει στην εμμονή του (ήδη ίσως) διαταραγμένου γονιού, να μην υποστεί το παιδί του ό,τι βιώνει ο ίδιος, οικογενειακές εντάσεις και βία στην οικογένεια, απουσία υποστηρικτικού πλαισίου του γονιού, προηγούμενη παιδική κακοποίηση του ίδιου του γονιού κ.ά.

Αναφορικά με το δεύτερο σκέλος της ερώτησης: Η ψυχική ασθένεια δεν σημαίνει έλλειψη ευφυίας. Το αντίθετο μάλιστα. Ένα ψυχικά διαταραγμένο άτομο μπορεί να είναι εξαιρετικά ευφυές και μέρος της παθολογίας του είναι να χρησιμοποιεί την ευφυία του με τρόπους τόσο επινοητικούς, όσο να παραπλανά τους οικείους, ακόμη και τους ειδικούς. Αυτό είναι μέρος της παθολογίας και της συμπτωματολογίας του.
Αυτό που απουσιάζει με κραυγαλέο τρόπο, ειδικά στη χώρα μας, είναι αυτή η θεσμική πλαισίωση του γονιού, που θα συνέβαλε στον έγκαιρο εντοπισμό, την πρόληψη και την αντιμετώπιση διαφόρων προβλημάτων που αντιμετωπίζει ένα παιδί ή και η οικογένειά του
Αλλά θέλω να πάρω την ευκαιρία και να σημειώσω εδώ, ότι πριν φτάσει στην πιο ακραία καταστροφική (όπως το έγκλημα) ή αυτοκαταστροφική συμπεριφορά (όπως π.χ η αυτοκτονία), το άτομο αυτό έχει εκδηλώσει σημάδια της διαταραχής με διάφορους τρόπους, οι οποίοι ίσως να είχαν γίνει εγκαίρως αντιληπτοί, εάν υπήρχε ένα συνεκτικό οικογενειακό πλαίσιο ή και ένα υποστηρικτικό θεσμικό πλαίσιο.
Με το δεύτερο εννοώ τους σχετικούς θεσμούς που έρχονται σε επαφή με τους γονείς σε ολόκληρη την περιγεννητική περίοδο, αλλά και αργότερα, κατά τη νηπιακή και πρώτη παιδική ηλικία, δηλαδή τις παιδιατρικές υπηρεσίες, τους βρεφικούς και νηπιακού σταθμούς κλπ.
Αυτό που απουσιάζει με κραυγαλέο τρόπο, ειδικά στη χώρα μας, είναι αυτή η θεσμική πλαισίωση του γονιού, που θα συνέβαλε στον έγκαιρο εντοπισμό, την πρόληψη και την αντιμετώπιση διαφόρων προβλημάτων που αντιμετωπίζει ένα παιδί ή και η οικογένειά του. Οι καταπονημένοι γονείς χρειάζονται υποστήριξη και φροντίδα από την πολιτεία και από ειδικούς ψυχικής υγείας, οι οποίοι μπορούν να εντοπίσουν εγκαίρως τα σημάδια εξουθένωσης και απελπισίας και να παρέμβουν. Αλλά τέτοιες δομές στη χώρα μας είναι σχεδόν ανύπαρκτες και, αν υπάρχουν είναι υποστελεχωμένες.

-Τι είναι το μητρικό ένστικτο; Πρόκειται για μία γονιδιακή εντολή την οποία μοιράζονται όλα τα θηλυκά θηλαστικά (όπως είναι ευρέως διαδεδομένο) ή για μία πολιτισμική κατασκευή; Στην περίπτωση που όντως πρόκειται για γονιδιακή εντολή, πώς την υπερβαίνει η παιδοκτόνος;
Μ.Ν.: Αυτό που ονομάζουμε μητρικό ένστικτο αφορά την τάση που εκδηλώνουν σχεδόν όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί να προστατεύουν και να φροντίζουν τα νεογνά τους. Όσον αφορά τα διάφορα ζωικά είδη, θα μπορούσαμε να αποδεχτούμε ότι προκύπτει από ένα είδος «γονιδιακής εντολής», δηλαδή από ένα έμφυτο, σχετικά σταθερό, σχήμα συμπεριφοράς που εκδηλώνεται σε ανταπόκριση συγκεκριμένων ερεθισμάτων από το περιβάλλον και το οποίο αναπτύχθηκε μέσω της εξέλιξης, διαμορφώνοντας τη συμπεριφορά έτσι ώστε να διασφαλίζεται η επιβίωση.
Όμως στον άνθρωπο τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα. Η τάση να συνδέεται συναισθηματικά με τα νεογνά του και να τα φροντίζει επηρεάζεται από πολλούς άλλους, πολιτισμικούς, ψυχολογικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Υπάρχει μια παρανόηση ότι το «μητρικό ένστικτο» προϋπάρχει και επιτάσσει σε όλες τις γυναίκες να γίνουν μητέρες και να φροντίσουν τα παιδιά τους, αλλά αυτό είναι όντως ένας μύθος, για πολλούς λόγους, οι οποίοι έχουν τεκμηριωθεί ερευνητικά:
(α) Τα νεογέννητα είναι από τη φύση τους ελκυστικά και επικοινωνιακά, προικισμένα να προσκαλούν τους ενήλικες που τα φροντίζουν, να συνδεθούν μαζί τους συναισθηματικά. Ο συναισθηματικός δεσμός δεν προϋπάρχει αλλά αναπτύσσεται σταδιακά, μέσα από την επικοινωνία του βρέφους όχι μόνον με τη μητέρα, αλλά και με άλλους ενηλίκους που υπάρχουν σταθερά στο περιβάλλον του και το φροντίζουν. Αυτή η συναισθηματική σύνδεση που δημιουργείται με το βρέφος, δυναμώνει σταδιακά και ενισχύεται μέσα από την ίδια τη φροντίδα που παρέχει ο γονιός. Συνεπώς, ό,τι αποκαλούμε «μητρικό ένστικτο» μάλλον αναπτύσσεται, παρά προϋπάρχει της σύλληψης ή της γέννησης του παιδιού.
Ο πιο καλά εδραιωμένος μύθος είναι ότι όλες οι γυναίκες είναι προδιαγεγραμμένες να τίκτουν, να ανατρέφουν και να αφοσιώνονται. Και ότι αυτή η επιταγή αφορά αποκλειστικά τις γυναίκες
(β) Η εγκεφαλική χημεία που αλλάζει και οι ορμονικές μετατροπές που δημιουργούνται με την γονεϊκότητα δεν αφορούν μόνον τις μητέρες, αλλά και τους πατέρες, όπως και τους θετούς γονείς ή άλλα άτομα που φροντίζουν συστηματικά ένα βρέφος. Οι συμπεριφορές με τις οποίες το βρέφος προσκαλεί τον ενήλικο σε επικοινωνία, καθώς και οι διαδικασίες ανταπόκρισης του ενηλίκου στην πρόσκληση του βρέφους, συμβάλουν επίσης σε ορμονικές μετατροπές και τις παγιώνουν καθώς η συναισθηματική σύνδεση μεταξύ τους αναπτύσσεται. Συνεπώς, δεν είναι μόνον η αλλαγή της «χημείας» που ενδυναμώνει την αλληλεπίδραση γονιού-βρέφους, αλλά και η ίδια αλληλεπίδραση, όταν είναι ικανοποιητική, ανακουφιστική και ευχάριστη μετατρέπει τη χημεία και των δύο εμπλεκομένων μερών. Η ανάγκη για φροντίδα του παιδιού δεν προϋπάρχει στο γονιό, αλλά αναπτύσσεται μέσα από την αλληλεπίδραση.
(γ) Το περιγεννητικό περιβάλλον παίζει εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη αυτού του δεσμού και για τους δύο γονείς και όχι μόνον για τη μητέρα. Προβλήματα στη σχέση ή στην οικογένεια, πιθανές απώλειες οικείων, κοινωνικά προβλήματα, επιλόχεια κατάθλιψη ή άλλα ψυχολογικά προβλήματα που προϋπάρχουν στους γονείς είναι ικανά να αναστείλουν την ανάπτυξη αυτού του συναισθηματικού δεσμού μεταξύ γονιού-παιδιού και να εκδηλωθούν με παραμέληση, κακοποίηση και όλα όσα σε καθημερινή γλώσσα θα χαρακτηρίζαμε ως αναστολή του «ενστίκτου». Συνεπώς δεν πρόκειται για «υπέρβαση κάποιας γονιδιακής εντολής», αλλά για αποτυχία ανάπτυξης συναισθηματικού δεσμού με το βρέφος. Και επειδή η γονεϊκότητα είναι μια δύσκολη συνθήκη, με πολλές ματαιώσεις και μεγάλη κούραση, η αποτυχία δεσμού και η απουσία υποστήριξης των γονιών μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφικές συμπεριφορές, όπως η παραμέληση, η κακοποίηση και η παιδοκτονία.
-Ποιοι είναι οι πιο εδραιωμένοι μύθοι και ποιο το μεγαλύτερο ταμπού σχετικά με το μητρικό ένστικτο;
Μ.Ν.: Ο πιο καλά εδραιωμένος μύθος είναι ότι όλες οι γυναίκες είναι προδιαγεγραμμένες να τίκτουν, να ανατρέφουν και να αφοσιώνονται. Και ότι αυτή η επιταγή αφορά αποκλειστικά τις γυναίκες. Η παρανόηση ότι οι μητέρες διαισθητικά αντιλαμβάνονται τις ανάγκες του βρέφους και γενικώς του παιδιού τους, προέρχεται από αυτό το μύθο. Η ικανότητα των γονιών να κατανοούν τα παιδιά τους από πολύ νωρίς δεν προκύπτει από κάποιο ένστικτο, αλλά από την συναισθηματική σύνδεση που έχουν αναπτύξει με τα παιδιά τους, τον χρόνο που έχουν περάσει μαζί, τη δυνατότητά τους να τα παρατηρούν και να τα αφουγκράζονται. Αυτά τους βοηθούν να ανιχνεύουν σημάδια στη συμπεριφορά των παιδιών τους που εκδηλώνουν συναισθήματα και ψυχικές καταστάσεις, να τα κατανοούν και να ανταποκρίνονται κατευναστικά.
Γενικότερα, θα έλεγα ότι μύθος είναι τόσο το επίθετο «μητρικό» όσο και το ουσιαστικό «ένστικτο». Η ικανότητα να αγαπάμε, να νοιαζόμαστε, να συνδεόμαστε, να κατανοούμε, να φροντίζουμε και να δείχνουμε αυταπάρνηση είναι εγγενής γιατί διαφορετικά δεν θα μπορούσαμε ως είδος να επιβιώσουμε. Αλλά αυτό μας αφορά όλους, ανεξαρτήτως φύλου. Συνεπώς κανένας επιθετικός προσδιορισμός δεν χρειάζεται όταν κάτι αφορά όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους. Το αν την ικανότητα αυτή θα την ονομάσουμε «ένστικτο», «ενόρμηση», «κληρονομημένο σχήμα συμπεριφοράς» ή ο,τιδήποτε άλλο δεν έχει καμία σημασία. Κάποιοι είναι περισσότερο «ικανοί» από άλλους για όλα αυτά και αυτό εξαρτάται από πολλούς παράγοντες που έχουν σχέση με την ιδιοσυγκρασία, την προσωπικότητα, το περιβάλλον και την προσωπική ιστορία του καθενός. Αρκετοί άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται να γίνουν γονείς, αλλά εκδηλώνουν όλα όσα θα μπορούσαν να ονομαστούν «μητρικό ένστικτο» με πολλούς άλλους τρόπους, προς άλλους ευάλωτους οργανισμούς (ζώα ή ανθρώπους).
-Παρά τον ειδεχθή χαρακτήρα του εγκλήματος, η παιδοκτονία καταγράφεται τόσο στη μυθολογία -ο Κρόνος που καταβροχθίζει τα παιδιά του- όσο και στη λογοτεχνία -Ιφιγένεια, Μήδεια, Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, γεγονός που υπονοεί, πέρα από τις αλληγορίες, ότι πρόκειται για ένα φαινόμενο η αρχή του οποίου χάνεται στα βάθη του χρόνου.
Μ.Ν.: Δεν θα ήθελα να ερμηνεύσω αρχαίους μύθους με σύγχρονους επιστημονικούς όρους και γενικώς να σχολιάσω την τέχνη με επιστημονικά επιχειρήματα. Όσο κι αν τα στεγανά έχουν μειωθεί, η τέχνη και η επιστήμη έχουν διαφορετικά εργαλεία αντίληψης και ερμηνείας του κόσμου.
Ωστόσο, αυτό που θα μπορούσα να πω είναι ότι στη βάση των πράξεων του Κρόνου που καταβροχθίζει τα παιδιά του για να μην του πάρουν την εξουσία, του Αγαμέμνοντα που θυσιάζει την κόρη του για να εξευμενίσει τους Θεούς ώστε να ξεκινήσει μια πολεμική εκστρατεία/εκδίκηση για την απαγωγή της Ελένης και της Μήδειας για να εκδικηθεί την απιστία του συντρόφου της υπάρχει ένα να κοινό σημείο: η απώλεια (ή ο φόβος της απώλειας) του ελέγχου και της ισχύος επί του άλλου. Οι άνθρωποι έχουμε πολύ μεγάλη ανάγκη να νιώθουμε ότι ελέγχουμε τη ζωή και το περιβάλλον μας, ώστε να μπορούμε να προβλέψουμε για να επιβιώσουμε. Η απώλεια του ελέγχου είναι λοιπόν, πολύ διαταρακτική και προκαλεί διάφορα συναισθήματα που μπορούν να γίνουν και καταστροφικά κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες.
Όσο για την Φραγκογιαννού που και αυτή δεν είχε κανέναν έλεγχο στη (γυναικεία) ζωή της, η απελπισία εκδηλώνεται ως ένας ύστατος τρόπος ανάκτησης κάποιας μορφής ελέγχου: σκοτώνοντας τα θηλυκά, νιώθει ότι τα προφυλάσσει από τα δεινά που τα περιμένουν στη ζωή. Έτσι αισθάνεται ότι ελέγχει αναδρομικά και τη δική της μοίρα.
Όλες αυτές οι πράξεις υποκινούνται από εκρηκτικά, καταστροφικά συναισθήματα που κατακλύζουν τον ήρωα/χαρακτήρα, υπερβαίνουν τις δυνατότητες του να τα ρυθμίσει και του δίνουν μια ψευδαίσθηση ελέγχου επί του περιβάλλοντός του. Αλλά ο άνθρωπος δεν έχει μόνον θετικά και δημιουργικά συναισθήματα, έχει και αρνητικά και καταστροφικά. Μπορεί να είναι ταμπού και να μην είναι εύκολο να το αναγνωρίσουμε και να το αποδεχτούμε, αλλά η καταστροφή, εκ καταβολής του ανθρώπου βρίσκεται παντού γύρω μας και η τέχνη απλώς την αποτυπώνει. Η καταστροφή είναι μέρος της ανθρώπινης κατάστασης, όσο κι αν αυτό μας ενοχλεί. Επίσης, όσο κι αν θέλουμε να θεωρούμαστε οι άνθρωποι λογικά και «ισορροπημένα» όντα, οι πράξεις μας (δείτε τους σύγχρονους πολέμους και τις γενοκτονίες) δεν το τεκμηριώνουν. Η ανθρώπινη ισορροπία σχοινοβατεί.
Οι περιπτώσεις Πισπιρίγκου και Μουρτζούκου
Η HuffPost ζήτησε από την κ. Ντάβου και τον κ. Πανούση ένα πρώτο σχόλιο, μία σύντομη τοποθέτηση για τις περιπτώσεις Πισπιρίγκου και Μουρτζούκου.
Ακολουθούν οι απαντήσεις τους:
Γιάννης Πανούσης: Οι ακόμα ‘ανοικτές’, από εγκληματολογική άποψη, υποθέσεις Πισπιρίγκου και Μουρτζούκου δεν είναι ίδιες.
Με σεβασμό στο τεκμήριο αθωότητας υπογραμμίζω:
Η πρώτη καταδικάστηκε για τη θανάτωση των παιδιών της αλλά δεν ομολόγησε[αν ισχύει το σύνδρομο Μυνχάουζεν η προσέγγιση θα είναι διαφορετική], ενώ η δεύτερη ομολόγησε θανάτους, όχι μόνο των παιδιών της, και δεν έχει ακόμα κατα-δικαστεί.
Επομένως ως προς την ερμηνεία και κατανόηση κρατάω κάποιες επιφυλάξεις.
Μπετίνα Ντάβου: Οι περιπτώσεις μοιάζουν μόνον ως προς δύο σημεία:
(α) Ότι πρόκειται για μητέρες που διέπραξαν αλλεπάλληλες ψυχρές δολοφονίες των παιδιών τους, καθώς παράλληλα υποκρίνονταν επινοητικά και συστηματικά, για να παραπλανήσουν την κοινή γνώμη και τους ειδικούς.
(β) Ότι και στις δύο περιπτώσεις, κανείς από το περιβάλλον αυτών των γυναικών, ούτε οι οικείοι, ούτε οι επαγγελματίες υγείας ή οι κοινωνικές υπηρεσίες που ασχολήθηκαν με το πρώτο περιστατικό δολοφονίας που διέπραξε η κάθε μια, μπόρεσαν να αντιληφθούν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Και τουλάχιστον όσον αφορά τους θεσμούς και τους επαγγελματίες που τους πλαισιώνουν, αυτό είναι μια τεράστια ανεπάρκεια. Οι επαγγελματίες υγείας και οι κοινωνικές υπηρεσίες χρειάζονται ειδική εκπαίδευση και εγρήγορση ώστε να μην παραβλέπουν σημάδια διαταραχής του γονιού και σημάδια παραμέλησης ή κακοποίησης του παιδιού που σχεδόν πάντοτε έχουν παρουσιαστεί πριν από την παιδοκτονία.
Παρά όμως αυτά τα δύο κοινά σημεία, η αίσθησή μου είναι ότι τα κίνητρα και οι παθολογίες των δύο αυτών γυναικών διαφέρουν. Λείπουν όμως ακόμη πολλά στοιχεία και για τις δυο υποθέσεις, για να μπορεί κάποιος να αποφανθεί με βεβαιότητα.