Έφτασε το τέλος της διάσωσης της Ελλάδας

Το πολιτικό σύστημα εκμεταλλεύτηκε και υποδαύλισε την ανάγκη για δουλειές στο δημόσιο τομέα. Ο νεποτισμός και οι πελατειακές σχέσεις έγιναν τρόπος ζωής. Τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι εντυπωσιακό, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς διαβάζοντας μια ευρεία βιβλιογραφία για τις αναπτυσσόμενες χώρες. Επαρχιώτες πολιτικοί έχτισαν καριέρες βρίσκοντας δουλειές στους ψηφοφόρους τους και ο κρατικός μηχανισμός ήταν συνώνυμος με τους κομματικούς οργανισμούς. Αν και τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς «σοβιετικά» η Ελλάδα δεν απέκτησε ποτέ μια ανεξάρτητη δημόσια διοίκηση όπως υπάρχει σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες.
|
Open Image Modal
Gabriela Insuratelu via Getty Images

Η αρχή του Μαρτίου βρήκε την «Τρόικα» ξανά στην Αθήνα. Μετά απο μήνες ατέρμονων συζητήσεων για την πορεία της Ελλάδας προς τους στόχους του μνημονίου και μετά από ασταμάτητες διαπραγματεύσεις, γυρίσαμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε. Οι επιθεωρητές των θεσμών επέστρεψαν για να μας αξιολογήσουν. Ωστόσο, αυτή τη φορά κάτι είναι διαφορετικό. Η συμφωνία «χρηματοδότηση-για-μεταρρυθμίσεις» καταρρέει ενδιαμέσου ρήξης των σχέσεων την θεσμών. Είμαστε πλέον σε μια κατάσταση όπου η Ελλάδα, το ΔΝΤ και η Ευρωζώνη κινούνται προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Δικαιούμαστε λοιπόν να αναρωτηθούμε αν το 2017 θα είναι η χρονιά που το παιχνίδι αυτό φτάνει στο τέλος του. Αξίζει ακόμα η Ελλάδα σωτηρία;

Η Ελλάδα στην οποία μεγάλωσα ήταν ένα πολύ διαφορετικό μέρος από αυτό που βιώνει κανείς σήμερα. Δεν θα επαναλάβω εδώ στατιστικές που μπορούν να βρεθούν εύκολα, αλλά αρκεί να πω το εξής, η χώρα δεν έμοιαζε με Ευρώπη. Η ζωή ήταν λιτή αλλά βελτιωνόταν σταθερά κατά την δεκαετία του 80 και εκτός από μερικές αποκλίσεις, οι Έλληνες γινόταν σταδιακά πλουσιότεροι και η ζωή γινόταν σιγά σιγά ευκολότερη. Ωστόσο, το καλύτερο που θα μπορούσε κανείς να ευχηθεί για τα παιδιά του ήταν μια δουλειά στο δημόσιο τομέα. Γιατί; Ο λόγος είναι ότι σε μια αναιμική οικονομία, οι σταθερές αποδοχές και η μονιμότητα που προσέφερε μια δουλειά στο δημόσιο ήταν η καλύτερη εξασφάλιση κατά της φτώχειας. Οι Έλληνες πάσχιζαν για μια δουλειά στο δημόσιο από τεμπελιά; Όχι, το έκαναν αντιθέτως γιατί η μονιμότητα ήταν αντίβαρο στη βαρετή γραφειοκρατία και τους χαμηλούς μισθούς. Αυτό είναι ένα κοινό φαινόμενο που εξηγείται από ιστορικούς λόγους σε χώρες με αδύνατους θεσμούς που μεταβαίνουν από αγροτικές σε βιομηχανικές οικονομίες.

Το πολιτικό σύστημα εκμεταλλεύτηκε και υποδαύλισε την ανάγκη για δουλειές στο δημόσιο τομέα. Ο νεποτισμός και οι πελατειακές σχέσεις έγιναν τρόπος ζωής. Τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι εντυπωσιακό, όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς διαβάζοντας μια ευρεία βιβλιογραφία για τις αναπτυσσόμενες χώρες. Επαρχιώτες πολιτικοί έχτισαν καριέρες βρίσκοντας δουλειές στους ψηφοφόρους τους και ο κρατικός μηχανισμός ήταν συνώνυμος με τους κομματικούς οργανισμούς. Αν και τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς «σοβιετικά» η Ελλάδα δεν απέκτησε ποτέ μια ανεξάρτητη δημόσια διοίκηση όπως υπάρχει σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '90 το πολιτικό σύστημα ωρίμασέ σε κάποιο βαθμό, αλλά η διαφθορά και οι διαπλεκόμενες σχέσεις έγιναν πιο βαθιές. Υπό την πρωθυπουργία του Κώστα Σημίτη, η χώρα ξεκίνησε ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού και εξευρωπαϊσμού με στόχο να γίνει τμήμα του Ευρωπαϊκού πυρήνα και, σε βάθος χρόνου, τμήμα της σχεδιαζόμενης Ευρωζώνης. Ο εκσυγχρονισμός, ωστόσο, (στα μέσα της δεκαετίας του 90) σήμαινε παράλληλα και μια μορφή ολιγαρχικού νεοφιλελευθερισμού που εισήγαγε μια εικόνα εκμοντερνισμού, αλλά ταυτόχρονα εδραίωσε μια άρχουσα τάξη και ένα βαθιά διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα.

Φτάνουμε λοιπόν στη Γερμανία και τον ρόλο της στο ελληνικό πρόβλημα. Η ένταξη του Ευρωπαϊκού νότου στο Ευρώ σήμαινε και νέες δυνατότητες δανεισμού με πολύ πιο ευνοϊκούς όρους από ότι στο παρελθόν. Ποιος δάνειζε χώρες σαν την Ελλάδα και τι έκαναν οι Έλληνες με τα χρήματα; Τράπεζες της βόρειας Ευρώπης (πολλές εκ των οποίων Γερμανικές) δάνειζαν με ενθουσιασμό στις νέες αγορές του Ευρωπαϊκού νότου. Οι νότιο-Ευρωπαίοι με τη σειρά τους, με ευχαρίστηση ξόδευαν τα χρήματα αυτά αγοράζοντας προϊόντα και υπηρεσίες προερχόμενες από το Βορρά. Η υπερχρέωση του Νότου είναι ο αντικατοπτρισμός της βιομηχανικής επιτυχίας και ανάπτυξης του Βορρά. Αυτό οδηγεί στη διαπίστωση ότι η Γερμανία επωφελήθηκε από τις στρεβλώσεις του Ευρώ και μέσω των κερδών του τραπεζικού της τομέα και λόγω της εξαγωγικής επιτυχίας των βιομηχανικών της προϊόντων.

Δικαιούμαστε λοιπόν να αναρωτηθούμε αν το 2017 θα είναι η χρονιά που το παιχνίδι αυτό φτάνει στο τέλος του. Αξίζει ακόμα η Ελλάδα σωτηρία;

Το ελληνικό κράτος, από την πλευρά του, έκρυψε την έλλειψη πραγματικής ανάπτυξης, εκσυγχρονισμού και προόδου δια του φτηνού δανεισμού και αδιαφόρησε για την φοροδιαφυγή καθώς αυτό επέτρεψε να στηριχθούν εισοδήματα που διαφορετικά θα ήταν στατικά. Γιατί να διαμαρτυρηθεί κανείς που ο μισθός του δεν του επέτρεπε να αγοράζει εκείνο το ωραίο Volkswagen όταν υποστήριζε το εισόδημά του με λίγα αδήλωτα τουριστικά ενοικιαζόμενα κοντά στη θάλασσα; Τι θα μπορούσε να πάει στραβά; Η απάντηση είναι πολλά, και τα προβλήματα είχαν ήδη αρχίσει να φαίνονται από την περίοδο των Ολυμπιακών της Αθήνας το 2004. Ξαφνικά η χώρα είχε πλουτίσει, παντού προχωρούσαν εντυπωσιακά δημόσια έργα, επικρατούσε καταναλωτικός πυρετός, όλοι ξόδευαν συνέχεια. Πώς μπορούσαν όλοι αυτοί οι νέοι να πίνουν καφέδες μεσημεριάτικα; Τα πράγματα όντως πήγαν στραβά, πολύ στραβά. Χρειάστηκε ασφαλώς μια παγκόσμια οικονομική αναταραχή για να αποκαλυφθούν τα σάπια θεμέλια της ελληνικής οικονομίας, αλλά εντέλει το πάρτι τελείωσε.

Το ερώτημα είναι, τι γίνεται τώρα; Οι Έλληνες δεν είναι τεμπέληδες, όπως και οι Γερμανοί δεν είναι στυγνοί καπιταλιστές. Η Γερμανία επωφελήθηκε με τον ίδιο τρόπο όπως και η Ελλάδα κατά τα καλά χρόνια και τώρα συμμετέχει στο πρόβλημα, όπως και η Ελλάδα (με τη διαφορά βέβαια ότι η Ελληνική κρίση έχει ξεπεράσει σε ένταση και χρονική διάρκεια την παγκόσμια οικονομική ύφεση της δεκαετίας του '30). Αξίζει να ευχαριστήσουμε τη Γερμανία για την βοήθειά της και τους Γερμανούς φορολογουμένους για την χρηματοδότηση αυτής της βοήθειας.

Ωστόσο, πολλοί πλέον αποδέχονται ότι οι εμμονικές, αποπληθωριστικές και υφεσιακές πολιτικές των «θεσμών» δεν βάζουν την Ευρώπη σε τροχιά ανάπτυξης και ευημερίας. Όμως, σε μεγάλο βαθμό ευθυνόμαστε και εμείς οι Έλληνες. Η Ελληνική κυβέρνηση από το 2015 έως και τώρα λέει ψέματα και στο λαό της χώρας και στους δανειστές. Η κυβέρνηση δεν έχει την παραμικρή διάθεση να κινηθεί προς την επίτευξη των συμφωνηθέντων στόχων, ανεξαρτήτως του αν οι μεταρρυθμίσεις είναι προς τη σωστή κατεύθυνση ή όχι. Κάτι πρέπει να αλλάξει. Δείτε το από την πλευρά των δανειστών. Είναι λογικό να χρηματοδοτούν θέσεις στο δημόσιο για τους φίλους του κυρίου Τσίπρα για κανένα-δύο χρόνια ακόμα; Πολλοί έχουν καταλήξει ήδη σε συμπέρασμα. Η απάντηση είναι όχι.

Αναδημοσίευση από τη Huffington Post UK