Αντίστροφος ρατσισμός: Έννοια υπαρκτή ή μύθος;

Αντίστροφος ρατσισμός, επομένως, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα παράπονο όσων αισθάνονται αδικημένοι από τέτοιου είδους πολιτικές. Αυτό που δε γίνεται αντιληπτό, ωστόσο, είναι η ανάγκη της ίσης μεταχείρισης όλων αυτών που δεν μπορούν να αντιπροσωπευθούν με τον ίδιο τρόπο και με την ίδια ευκολία σε σχέση με τον μέσο όρο. Και, κυρίως, η ανάγκη αλλαγής νοοτροπίας περισσότερο προσανατολισμένης στην κατανόηση του διαφορετικού και την εναρμόνιση του σε μια κοινωνία χωρίς διακρίσεις.
Open Image Modal
OcusFocus via Getty Images

Προβληματισμός που ταλανίζει τη διεθνή κοινότητα, με αποκορύφωμα τις προεδρικές εκλογές στις Η.Π.Α., ο όρος αντίστροφος ρατσισμός ή αγγλιστί «reverse racism» συσπειρώνει τους οπαδούς και τους εχθρούς του. Ωστόσο είναι δόκιμος ή μια ακόμη εφεύρεση όσων νιώθουν αδικημένοι και ενίοτε προσβεβλημένοι από συγκεκριμένες πολιτικές και πρακτικές;

Η φαρέτρα των παραδειγμάτων πλουσιοπάροχη και φυσικά κυρίαρχη πηγή αποτελεί η αμερικανική πολιτική. Με την εκλογή και την οκταετή προεδρία Ομπάμα, ο αμερικανικός λαός ήταν πεπεισμένος ότι η εποχή του φυλετικού ρατσισμού είχε λάβει τέλος και πως ημέρες ευημερίας για τα ανθρώπινα δικαιώματα είχαν επιτέλους καταφτάσει. Αυτή την άποψη, ωστόσο, δε μοιράστηκε μια διόλου ευκαταφρόνητη μερίδα του αμερικανικού πληθυσμού, όπως ανέδειξε το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών του 2016. Οι οπαδοί του Τραμπ αισθάνθηκαν για πρώτη φορά μετά από χρόνια μια υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους, των δικαιωμάτων των λευκών, οι οποίοι περιθωριοποιήθηκαν με τις πολιτικές υπέρ κυρίως των αφροαμερικανών και εν γένει των μειονοτήτων του αμερικανικού κράτους.

Η προεκλογική εκστρατεία της Χίλαρι Κλίντον διαφωτίζει περαιτέρω την έννοια. Κυρίαρχο επιχείρημα πολλών οπαδών της Κλίντον ήταν το γεγονός ότι η Αμερική θα είχε για πρώτη φορά γυναίκα πρόεδρο και αυτό θα αποτελούσε ένα κοσμοϊστορικό γεγονός. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, ξεσηκώθηκαν πολλοί ψηφοφόροι και μη των Δημοκρατικών, μεταξύ τους και πολλές γυναίκες, υποστηρίζοντας ότι ο ορθός τρόπος σκέψης για παροχή ψήφου είναι οι προεκλογικές εξαγγελίες των υποψηφίων και τα πολιτικά πιστεύω των ψηφοφόρων και όχι το φύλο του υποψηφίου, ειδικά αν υπήρχε μεγαλύτερη εύνοια στο αδύναμο ιστορικά και κοινωνικά μέρος.

Και κάπως έτσι προκύπτει ένας ενδεικτικός ορισμός τον αντίστροφου ρατσισμού. Ο όρος, συγκεκριμένα, χρησιμοποιείται για ενέργειες διάκρισης ή προκατάληψης που προκαλούνται από φυλετικές μειονότητες ή ιστορικά καταπιεσμένες εθνικές ομάδες κατά ατόμων που ανήκουν σε μια φυλετική πλειονότητα ή ιστορικά κυρίαρχη εθνική ομάδα. Στην πράξη, αφορά διακρίσεις των μαύρων κατά των λευκών και έχει επίκεντρο τις Η.Π.Α., χωρίς να αποκλείει βέβαια και άλλες κατηγορίες, όπως άντρες κατά των γυναικών ή χριστιανοί κατά των μουσουλμάνων.

Τι συμβαίνει, ωστόσο, στην καθημερινότητα μας; Ποια είναι τα περιστατικά εκείνα τα οποία θα μπορούσαν ενδεχομένως να συγκαταλεχθούν στο φαινόμενο του αντίστροφου ρατσισμού; Πρωταρχικό ρόλο έχει, βεβαίως, ο εργασιακός χώρος. Στο στίβο της μάχης για την κατάκτηση μιας θέσης εργασίας, το fair play αποκτά την έννοια του ανταγωνισμού βάσει προσόντων. Όχι πάντα, σύμφωνα με τους παλαίμαχους του αντίστροφου ρατσισμού. Είσαι γυναίκα, έγχρωμος, μουσουλμάνος ή άτομο άνω των 40; Η ιδιότητα σου αυτή και μόνο είναι αρκετή. Με την ίδια λογική, γιατί ένα άτομο που ανήκει σε πολύτεκνη οικογένεια να «κλέβει» την θέση ενός πιο υψηλά βαθμολογημένου υποψηφίου στις πανελλαδικές εξετάσεις, μονάχα με το συγκεκριμένο κριτήριο;

Και σε αυτό το σημείο λαμβάνει χώρα ο αντίλογος. Είναι πραγματικά εκνευριστικό, στα όρια του απογοητευτικού, να βλέπεις τις πιθανότητες σου να μειώνονται καθώς συναγωνίζεσαι άτομα με ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Σε κάθε περίπτωση, αυτά τα χαρακτηριστικά πάντως κρίνονται καίρια και άξια προστασίας από τον εκάστοτε νομοθέτη, κυρίως εξαιτίας της μειονότητας στην οποία ανήκουν και της αδύναμης θέσης στην οποία βρίσκονται τα συγκεκριμένα άτομα. Στην εκπαίδευση, οι πολύτεκνοι προστατεύονται υπό τον θεσμό της οικογένειας που κατοχυρώνεται από το άρθρο 21 του Συντάγματος, χάριν της ενίσχυσης του ελληνικού κράτους με ελληνόπουλα. Στο εργατικό δίκαιο η αρχή της ίσης μεταχείρισης έχει την τιμητική της με το Ν. 3304/2005 για την εφαρμογή της ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού. Μάλιστα ο Ν. 3896/2010, κατόπιν εναρμόνισης της ελληνικής νομοθεσίας με την αντίστοιχη ευρωπαϊκή Οδηγία, ρυθμίζει την αρχή των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης.

Σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο υπάρχει, λοιπόν, μια πληθώρα νομοθετημάτων που προστατεύουν μειονοτικές και αδύναμες ομάδες, ακριβώς εξαιτίας της ευάλωτης θέσης τους. Στο βωμό μιας πιο δικαιοκρατικής και κοινωνικά ευαίσθητης κοινωνίας, η οποία παλεύει να άρει τα στερεότυπα που επιμένουν να συνοδεύουν το ανθρώπινο γένος, δυτικές κουλτούρες «αγκαλιάζουν» αυτές τις ομάδες δίνοντάς τους την ευκαιρία που δεν θα είχαν διαφορετικά, λόγω του ρατσισμού και της διάκρισης που δέχονται, έστω και ανεπαίσθητα, από το μελλοντικό εργοδότη τους, τους εν δυνάμει ψηφοφόρους τους, το συνάνθρωπο τους...

Αντίστροφος ρατσισμός, επομένως, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα παράπονο όσων αισθάνονται αδικημένοι από τέτοιου είδους πολιτικές. Αυτό που δε γίνεται αντιληπτό, ωστόσο, είναι η ανάγκη της ίσης μεταχείρισης όλων αυτών που δεν μπορούν να αντιπροσωπευθούν με τον ίδιο τρόπο και με την ίδια ευκολία σε σχέση με τον μέσο όρο. Και, κυρίως, η ανάγκη αλλαγής νοοτροπίας περισσότερο προσανατολισμένης στην κατανόηση του διαφορετικού και την εναρμόνιση του σε μια κοινωνία χωρίς διακρίσεις. Το αμερικανικό παράδειγμα μας υπενθυμίζει συνεχώς την εξέλιξη ή τη στασιμότητα των αντιλήψεων, με το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι να βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά και φυσικά με την πικρία των ανατολικών χωρών να υπενθυμίζει την σκοτεινή πλευρά του ανθρώπινου γένους.