Συνταγματικότητα και πολιτική ορθότητα του Δημοψηφίσματος

Στη χώρα μας δεν υπάρχει ιστορικά πολιτική κουλτούρα δημοψηφίσματος. Αυτό συνδέεται κατεξοχήν με ιστορικούς λόγους: 3 από τα 7 δημοψηφίσματα του 20ου αιώνα διενεργήθηκαν από δικτατορικά καθεστώτα (1935, 1968, 1973), ενώ το δημοψήφισμα του 1920 από την κυβέρνηση Δημητρίου Ράλλη, χωρίς τη συμμετοχή των Φιλελευθέρων, επανέφερε τον Κωνσταντίνο Α', γεγονός που συνέβαλε στην αλλαγή στάσης της Βρετανίας, με τις γνωστές συνέπειες για τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας.
|
Open Image Modal
Matt Cardy via Getty Images

Το δημοψήφισμα το οποίο προκηρύχθηκε για την 5η Ιουλίου 2015 είναι σύμφωνο με το Σύνταγμα, αλλά θέτει σοβαρά ζητήματα πολιτικής ορθότητας.

Σχετικά με το ζήτημα της συνταγματικότητας: Σύμφωνα με το άρθρο 44 παρ. 2 του Συντάγματος, «ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προκηρύσσει με διάταγμα δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα, ύστερα από απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας του όλου αριθμού των βουλευτών, που λαμβάνεται με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου». Εν προκειμένω, τηρήθηκε η προβλεπόμενη διαδικασία, ενόσω το τεθέν ζήτημα, ως εκ της φύσεώς του, αναμφίβολα συνιστά κρίσιμο εθνικό θέμα. Και τούτο διότι η σχέση της χώρας μας με τους εταίρους της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και δανειστές της ενέχει στοιχεία οικονομικής, κοινωνικής και εξωτερικής πολιτικής και, πάντως, προσδιορίζει εν πολλοίς την πορεία της χώρας για το μέλλον.

Η άποψη που έχει διατυπωθεί στη θεωρία (Σταθόπουλος, Κοντιάδης) όσο και στην κοινοβουλευτική διαδικασία που προηγήθηκε της κρίσιμης ψηφοφορίας στη Βουλή (Βενιζέλος), ότι δηλαδή το Σύνταγμα δεν επιτρέπει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για δημοσιονομικό ζήτημα, αναφέρεται στη δεύτερη περίπτωση δημοψηφίσματος που αφορά ήδη ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα. Τα δύο είδη δημοψηφίσματος έχουν διαφορετική θεσμική λογική και τελολογία, διακριτή διαδικασία και άλλους περιορισμούς. Εξάλλου, για «εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας» που αφορά την οικονομική πολιτική και πορεία της χώρας έχει στο παρελθόν διαλυθεί η Βουλή, οπότε θα ήταν υποκριτική η επίκληση σήμερα του δημοσιονομικού περιορισμού με το σκεπτικό ότι το προκηρυχθέν δημοψήφισμα δεν αφορά εθνικό θέμα.

Σχετικά με το ζήτημα της πολιτικής ορθότητας: Τρία είναι τα ζητήματα που αφορούν την πολιτική ορθότητα του τρόπου και της ουσίας του προκηρυχθέντος δημοψηφίσματος.

Πρώτον, το ζήτημα της διαδικασίας. Είναι αμφίβολο εάν το Υπουργείο Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης, το οποίο έχει την ευθύνη για την οργάνωσης του δημοψηφίσματος, μπορεί τεχνικά να υποστηρίξει το εγχείρημα εντός του ασφυκτικού χρονικού περιθωρίου που απομένει έως τη διεξαγωγή του. Η έκδοση πράξης νομοθετικού περιεχομένου με την οποία ρυθμίζονται πρωθύστερα ρυθμιστικά του δημοψηφίσματος ζητήματα, ώστε να εξυπηρετηθεί η συγκυρία, επιβεβαιώνει τόσο την αδυναμία ορθολογικής διεξαγωγής του όσο και την επιβίωση υπό όλες τις πολιτικές συνθήκες του θεσμού της νομοθετούσας κυβέρνησης, που συνιστά σοβαρό πλήγμα για το ισοζύγιο των πολιτικών λειτουργιών του κράτους.

Δεύτερον, το ζήτημα της διαβούλευσης. Για να παράγει ένα δημοψήφισμα το προϊόν νομιμοποίησης που το Σύνταγμα επιθυμεί θα πρέπει να υπάρχει ικανή συμμετοχή και επαρκής διαβούλευση. Η πρώτη προϋπόθεση ικανοποιείται από το όριο του 40% που θέτει το άρθρο 16 παρ. 3 του ν. 4023/2014 για να καταστεί το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για κρίσιμο εθνικό θέμα δεσμευτικό. Η δεύτερη προϋπόθεση απαιτεί εκτενή προβολή του τιθέμενου ερωτήματος και έκφραση όλων των επιχειρημάτων, πολιτικών και τεχνικών, από τις δύο πλευρές. Αν και το Σύνταγμα και ο νόμος δεν προβλέπουν ελάχιστο χρόνο που πρέπει να παρέλθει μεταξύ της προκήρυξης και της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος, είναι αδύνατον να υπάρξει επαρκής ανάπτυξη επιχειρημάτων επί εξ ορισμού σύνθετων τεχνικών θεμάτων σε λίγες μόνον ημέρες.

Τρίτον το ζήτημα του ερωτήματος. Το ερώτημα σε δημοψήφισμα οφείλει να είναι σαφές και σύντομο σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 του ν. 4023/2011. Επιπλέον, όμως, οφείλει να αφορά ένα ζήτημα επί του οποίου η χώρα ασκεί αποκλειστικά κρίσιμη επενέργεια. Ένα ερώτημα, όπως αυτό που τίθεται στο επικείμενο δημοψήφισμα, κείται υπεράνω της σφαίρας επιρροής του κράτους, εξαρτώμενο από τη βούληση των εταίρων και δανειστών μας, και κατά τούτο δεν προσιδιάζει σε δημοψηφισματικό ερώτημα: ακόμη και αν υπερισχύσει το «ναι», αυτό δεν σημαίνει άνευ ετέρου την επαναφορά του προγράμματος των δανειστών.

Στη χώρα μας δεν υπάρχει ιστορικά πολιτική κουλτούρα δημοψηφίσματος. Αυτό συνδέεται κατεξοχήν με ιστορικούς λόγους: 3 από τα 7 δημοψηφίσματα του 20ου αιώνα διενεργήθηκαν από δικτατορικά καθεστώτα (1935, 1968, 1973), ενώ το δημοψήφισμα του 1920 από την κυβέρνηση Δημητρίου Ράλλη, χωρίς τη συμμετοχή των Φιλελευθέρων, επανέφερε τον Κωνσταντίνο Α', γεγονός που συνέβαλε στην αλλαγή στάσης της Βρετανίας, με τις γνωστές συνέπειες για τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας. Συνδέεται, όμως, επίσης με μία εγγενή επιφύλαξη που αφορά τη χρήση του δημοψηφίσματος από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία για την ενδεχόμενη χειραγώγηση του εκλογικού σώματος και την περιβολή με τυπική νομιμοποίηση πολιτικά προειλημμένων αποφάσεων, όπως συνέβη με το νόθο δημοψήφισμα του 1935 από τον Γεώργιο Κονδύλη, που επανέφερε τη βασιλευόμενη δημοκρατία.

Στην πραγματικότητα, η κακή χρήση του δημοκρατικού «φαρμάκου» του δημοψηφίσματος μπορεί να το τρέψει σε πολιτειακό φαρμάκι, όπως έχει αποδείξει η ιστορία. Χωρίς γνήσια διαβουλευτικούς θεσμούς και ανυπόκριτη προσήλωση στη συναινετική εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος από το σύνολο της πολιτικού φάσματος, το δημοψήφισμα κατά αδήριτη νομοτέλεια αποτυγχάνει.