Δύο "κόκκινες γραμμές" για την Ταϊβάν

Συμμαχίες και αυτοκρατορικές - αποσταθεροποιητικές δυνάμεις.
|
Open Image Modal
Annabelle Chih via Getty Images

1. Η άστοχη και άκαιρη επίσκεψη της προέδρου της αμερικανικής Βουλής, Νάνσι Πελόζι, στην Ταϊβάν, που πραγματοποιήθηκε παρά την αποστασιοποίηση του προέδρου Μπάϊντεν από την απόφαση της αυτή, έφερε στο διεθνές προσκήνιο το ζήτημα της Ταϊβάν. Είναι αλήθεια ότι το σοκ από την αδικαιολόγητη, απρόκλητη, παράνομη και βάναυση εισβολή της Ρωσίας του Πούτιν στην Ουκρανία, δεν έχει ακόμα ξεπεραστεί από την διεθνή Κοινότητα, η οποία το τελευταίο που θα ήθελε αυτή την ώρα είναι μια ακόμα μείζονα κρίση.  

2. Η ιδιαιτερότητα του θέματος της Ταϊβάν έγκειται στην γένεση του. Δεν πρόκειται για ένα ακόμα ”κλασικό” πρόβλημα απόσχισης μιας περιοχής, από κάποια χώρα. Δημιουργήθηκε αντίστροφα. Η κυβέρνηση της Κίνας μέχρι το 1949 ήταν αυτή του εθνικιστικού κόμματος, του Κουομιτάνγκ, υπό τον Τσανγκ Κάϊ Σεκ. Όταν αυτή ανετράπη από τον στρατό των κομμουνιστών του Μάο Τσε Τουνγκ, κατέφυγε στην σημερινή Ταϊβάν (στο νησί της Φορμόζας, όπως λεγόταν). Συνέχισε όμως αυτή να θεωρείται ως νόμιμη κυβέρνηση ολόκληρης της Κίνας, αντί της κυβέρνησης του Πεκίνου. Η αυτό-εξόριστη κυβέρνηση αναγνωριζόταν από την διεθνή Κοινότητα και αυτή κατείχε την έδρα της Κίνας στον ΟΗΕ. 

Η πολιτική της διεθνούς Κοινότητας άλλαξε το 1970. Με πρωτοβουλία των ΗΠΑ, η έδρα της Κίνας στον ΟΗΕ δόθηκε στην κυβέρνηση του Πεκίνου, και οι περισσότερες χώρες αναγνώρισαν την τελευταία ως νόμιμη κυβέρνηση της Κίνας. Τότε ως αντάλλαγμα η Λαϊκή Κίνα ανέλαβε την δέσμευση να μην επιχειρήσει την βίαιη κατάληψη της Ταϊβάν. Το Πεκίνο ανέλαβε να τηρήσει την ”γραμμή” της ειρηνικής επιδίωξης, μέσω διαλόγου με την Ταϊπέϊ, του στόχου για επανένωση. 

Αντίστοιχα οι ΗΠΑ ανέλαβαν να εγγυηθούν εμπράκτως την ασφάλεια της Ταϊβάν, μέσω θεσμοθετημένης συμμαχίας με αυτήν, που περιλαμβάνει και εγκατάσταση αμερικανικών δυνάμεων αποτροπής. Έχει εγκριθεί μάλιστα και ειδικός νόμος από το αμερικανικό Κογκρέσο, που δεσμεύει τον εκάστοτε Αμερικανό πρόεδρο να τηρεί τα προβλεπόμενα.  

Η διεθνής Κοινότητα, ο ΟΗΕ, οι ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή Ένωση, εμμένουν σταθερά στην πολιτική της ”Μίας Κίνας” (One China Policy). Ότι δηλαδή η Ταϊβάν δεν αναγνωρίζεται επισήμως ως ανεξάρτητο κράτος. 

Η ίδια η Ταϊβάν, παρότι είναι ένα συγκροτημένο de facto κράτος, δεν έχει διακηρύξει ανεξαρτησία και διατηρεί την επίσημη θέση της για διάλογο προς την επανένωση. Οι δύο πλευρές είχαν και έχουν οικονομικούς δεσμούς και εμπορικές σχέσεις. Πραγματοποιούνται μάλιστα και επισκέψεις από την μία στην άλλη.  

3. Το πρόβλημα έχει οξυνθεί τα τελευταία χρόνια, καθώς το απολυταρχικό, ολοκληρωτικό καθεστώς της Κίνας έχει αρχίσει μια εμπρηστική εθνικιστική ρητορική, αλλά και επεκτατική πρακτική έναντι όχι μόνο της Ταϊβάν, αλλά και όλων των γειτονικών χωρών (Ιαπωνίας, Νότιας Κορέας, Φιλιππίνων κλπ). Έχει μάλιστα απομακρυνθεί από την δέσμευση της να μην επιδιώξει βίαιη προσάρτηση της Ταϊβάν. Διατυπώνει εδώ και λίγα χρόνια πολεμικές απειλές και πραγματοποιεί στρατιωτικές υπερπτήσεις πάνω από τον εναέριο χώρο ανάμεσα τους (αυτά δηλαδή πολύ πριν την επίσκεψη Πελόζι). 

Επομένως υπάρχουν δύο ”κόκκινες γραμμές”: αυτή της Λαϊκής Κίνας που δεν θα δεχθεί τυχόν ανακήρυξη ανεξαρτησίας από την Ταϊβάν, και αυτή των ΗΠΑ που δεν θα δεχθούν και θα αποτρέψουν στρατιωτικά τυχόν κινεζική πολεμική επιχείρηση εναντίον της Ταϊβάν. Όσο οι δύο ”κόκκινες γραμμές” αυτές τηρούνται, μάλλον δεν θα έχουμε πολεμική ανάφλεξη. Τυχόν παραβίαση τους θα οδηγούσε σε μείζονα παγκόσμια κρίση απευθείας μεταξύ δύο πυρηνικών δυνάμεων, των ΗΠΑ και της Κίνας. 

Αυτή είναι ειδοποιός διαφορά με τον πόλεμο στην Ουκρανία: εκεί η πυρηνική Ρωσία επιτέθηκε σε μια μικρότερη χώρα, την Ουκρανία, που έχει παραδώσει τα πυρηνικά όπλα της και δεν ανήκει σε στρατιωτική συμμαχία. Ως εκ τούτου δεν υπάρχει απευθείας στρατιωτική αναμέτρηση με τις ΗΠΑ ή το ΝΑΤΟ.  

4. Το ευρύτερο θέμα είναι η επιθετική προσπάθεια της Κίνας να ελέγξει μονομερώς την περιοχή του Ειρηνικού και Ινδικού Ωκεανού, αλλάζοντας αυθαίρετα και με τη βία το status quo στην θαλάσσια περιοχή της Ανατολικής και Νότιας Ασίας. Καταλαμβάνει μικρά νησιά που ανήκουν σε γειτονικές χώρες και κατασκευάζει τεχνητές νησίδες πάνω στις οποίες εγκαθιστά στρατιωτικές δυνάμεις. Όλα αυτά συνοδεύονται από εκρηκτική αύξηση των στρατιωτικών εξοπλισμών της. 

Οι γειτονικές χώρες, όπως η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα, προσπαθούν να δημιουργήσουν συμμαχικά σχήματα για να αμυνθούν. Τόσο αυτές, όσο και οι Φιλιππίνες, αλλά και η Αυστραλία και η Ν. Ζηλανδία θεωρούν ότι οι ΗΠΑ, ως δύναμη του Ειρηνικού Ωκεανού, διαθέτουν τη μόνη αξιόπιστη δύναμη αποτροπής.

Το (κομμουνιστικό) Βιετνάμ, που έχει υποστεί στο παρελθόν στρατιωτική εισβολή από την Κίνα, δήλωσε πρόσφατα ότι διακυβεύεται η αξιοπιστία των ΗΠΑ, ως εγγυητή της ασφάλειας στην περιοχή. Αλλά και ο μεγάλος ανταγωνιστής του Πεκίνου στην Ασία, η Ινδία, η οποία έχει κατά καιρούς στρατιωτικά μεθοριακά επεισόδια με την Κίνα για τα κοινά σύνορα τους στο Κασμίρ, σπεύδει να ενταχθεί στις συμμαχίες της ευρύτερης περιοχής. 

Στόχος των συμμαχιών αυτών είναι ”ένας ελεύθερος και ανοιχτός Ινδο-Ειρηνικός Ωκεανός” (συμπεράσματα τελευταίας συνόδου ομάδας QUAD), στον οποίο δεν θα έχουν θέση οι αυτοκρατορικές και αποσταθεροποιητικές δυνάμεις.

 

*Ο Θόδωρος Τσίκας είναι πολιτικός επιστήμονας - διεθνολόγος