Metoo: Από άναρθρες κραυγές σε φωνές αυτοπεποίθησης

Ήρθε η στιγμή για να ανοίξει μια μεγάλη και σημαντική συζήτηση για τις κακοποιητικές πρακτικές εις βάρος των γυναικών.
Open Image Modal
Aknarin Thika / EyeEm via Getty Images

Η καταγγελία της Ολυμπιονίκης μας Σοφίας Μπεκατώρου πυροδότησε την έκρηξη ενός γνώριμου κινήματος, εκείνου του MeToo, το οποίο βεβαίως πέρασε σε εμβρυακή μορφή και στα δικά μας σύνορα πριν από μερικά χρόνια, όταν σε άλλες χώρες του κόσμου γνώριζε σημαντική απήχηση.

Ωστόσο στην αρχή δεν αντιμετωπίστηκε με την σοβαρότητα και την ευαισθησία που αρμόζει σε τέτοιου είδους ζητήματα, καθόσον η κοινωνία μας δεν είχε κάνει τα απαιτούμενα βήματα προς την σωστή κατεύθυνση, προσκρούοντας έτσι εν τη γενέσει του στον τοίχο της αδιαφορίας και της περιφρόνησης.

Μετά την γενναία δήλωση της κορυφαίας αθλήτριας, το καθεστώς ασφάλειας και σιγουριάς που γεννήθηκε έσπασε τον γόρδιο δεσμό της σιωπής αρκετών γυναικών, οι οποίες για αρκετά χρόνια ζούσαν μοναχικά με το τραύμα της αυτοτιμωρίας, και ο χώρος του θεάτρου, της μουσικής, της τηλεόρασης, του κινηματογράφου και της εν γένει πολιτιστικής βιομηχανίας παίρνοντας τη σκυτάλη μοιράστηκε με το κοινό τραυματικές εμπειρίες κάθε λογής βίας του παρελθόντος. 

Οι αποκαλύψεις των τελευταίων ημερών δίνουν ένα ισχυρό έρεισμα προκειμένου να ανοίξει μια μεγάλη και σημαντική συζήτηση για τις κακοποιητικές πρακτικές εις βάρος των γυναικών σε κάθε πτυχή του βίου τους.

Η συζήτηση αυτή πέρα από το γεγονός ότι έχει καθυστερήσει αδικαιολόγητα, πολλές φορές υπονομεύεται και από τις τάσεις της κοινής γνώμης με την κρατούσα πεποίθηση πως, εφόσον τα δικαιώματα των γυναικών με τα χρόνια παρουσιάζουν όλο και μεγαλύτερη δυναμική, μια τέτοια συζήτηση παρέλκει. Είναι η υποτίμηση και η επισκίαση, συνεπώς, της πραγματικότητας που καθιστούν ζωτικό και επιβεβλημένο έναν τέτοιο διάλογο. 

Τα όσα εξαπολύονται τις ημέρες αυτές σε βάρος των γυναικών, κάποιες φορές με ύφος αδέξιας καχυποψίας και άλλες με ερωτήματα που, αμέσως ή εμμέσως πλην σαφώς, κατατείνουν στην αποδόμηση της αξιοπιστίας των καταγγελιών, φανερώνουν την πραγματική διάσταση του προβλήματος της συστημικής βίας που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε, και η οποία τις περισσότερες φορές, όσο και αν είναι δύσκολο σε κάποιους να το υιοθετήσουν, κατέχει έμφυλα χαρακτηριστικά.

Η Ολυμπιονίκης μας με την αφοπλιστική της δήλωση δεν είχε κάτι να κερδίσει, όπως πολλοί την κατηγορούν αναπαράγοντας έτσι συνειδητά ή ανεπίγνωστα το πρόβλημα, παρά μόνο άνοιξε έναν δρόμο για όσα κορίτσια ζουν με το ενοχικό τραύμα σε νοσηρές σχέσεις εξάρτησης και αδιαφάνειας και από τις οποίες αν δεν έχουν ως σύμμαχο τους την πολιτεία και την κοινωνία δύσκολα μπορούν να απεμπλακούν. 

Η περίπτωση της Ελληνίδας αθλήτριας, που έχει χαρίσει μεγάλες στιγμές χαράς και υπερηφάνειας στους λάτρεις της ιστιοπλοΐας και την χώρα ολόκληρη, μαρτυρά πως η κατάχρηση εξουσίας, η σεξουαλική παρενόχληση, καθώς και οι πολύμορφες πτυχές που μπορεί να προσλάβει η βία εντοπίζονται και σε χώρους που δύσκολα θα θέταμε την κηλίδα της αμφισβήτησης. Κοινώς, συμβαίνουν και στα καλύτερα σπίτια.

Η κορυφή του παγόβουνου και των υπεράνω πάσης αμφιβολίας χώρων που σταδιακά ρίχνουν ρολά πολλές φορές κρύβουν μια αδιάρρηκτη βάση ιεραρχικής και αυθαίρετης εξουσίασης που γέννα βία, σπέρνοντας ψυχολογικές πληγές οι οποίες εντυπώνονται με τρόπο ανεξίτηλο σε ανθρώπινες  ψυχές   εφ’ όρου ζωής. 

Δαμάζοντας τη σιωπή, ενισχύουμε το ψυχικό σθένος των γυναικών να μιλήσουν για όλα εκείνα που για χρόνια ολόκληρα βίαια κατέπνιξαν. Το ορμητικό κίνημα που διαφαίνεται δημιουργεί το κατάλληλο πλαίσιο για έναν στιβαρό και αξιόπιστο διάλογο, ο οποίος θα προάγει με αυθεντικό τρόπο την χειραφέτηση και τις φωνές των γυναικών, και δεν θα τις αφήνει απροστάτευτες στην εσαεί ενοχοποίηση με την επιδεικτική ατιμωρησία των δραστών.

Όσο ο διάλογος υπονομεύεται τόσο η κοινωνία στέκει παγερά συνένοχη απέναντι στις πρακτικές που συντελούνται, σαμποτάροντας έτσι την κάθε Σοφία που έχει υποστεί σεξουαλική κακοποίηση. Και ενθαρρύνοντας έναν τέτοιο διάλογο, στην πραγματικότητα ενισχύσουμε το προφίλ της ενσυναίσθησης των κοινωνιών μας.

Διότι, όταν τα κοινωνικά αποστήματα που κατατρέχουν τις δομές των συντηρητικά πατριαρχικών σχέσεων μας κρύβονται υποκριτικά κάτω από το χαλάκι των απόψεων που διατείνονται ότι  «τώρα το θυμήθηκε;», ή «επιδιώκει κάποια λεπτά δημοσιότητας», έρχεται μια στιγμή που το αποστεωμένο οικοδόμημα κατακρημνίζεται, παρασύροντας όσους υποστήριξαν πως δεν είδαν,  δεν άκουσαν και κυρίως δεν έδρασαν.