«Αιμορραγεί» το σύστημα υγείας σε Βουλγαρία και Ρουμανία

Δεν φεύγουν μόνο από την Ελλάδα οι γιατροί
Open Image Modal
Andreea Campeanu / Reuters

Χιλιάδες γιατροί και νοσηλευτές εγκαταλείπουν τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία αναζητώντας ασφαλή επαγγελματική στέγη στο εξωτερικό. Η μαζική έξοδος πλήττει το ήδη δυσλειτουργικό σύστημα υγείας των δύο χωρών.

Η 11χρονη Φλορίνα Βενέρα, από το μικρό χωριό Μπουνέστι της κεντρικής Ρουμανίας, είχε διαγνωστεί με καρκίνο μυελού των οστών στο πόδι πριν από επτά χρόνια. Το μικρό κορίτσι είχε υποβληθεί τότε στην απαραίτητη επέμβαση, ωστόσο η μητέρα της, Αντριάνα Ρούσου, ανησυχεί ξανά διότι η κόρη της παραπονιέται για πόνους στο πόδι. Ο τελευταίος επανέλεγχος της Φλορίνα έγινε το 2014. Η μητέρα της λέει ότι σήμερα δεν μπορούν να πάνε πουθενά για να διαπιστώσουν εάν είναι υγιής. Ο οικογενειακός γιατρός του χωριού τους, που θα μπορούσε να τους παραπέμψει σε κάποιον ογκολόγο, παραιτήθηκε πέρυσι και από τότε δεν έχει βρεθεί αντικαταστάτης.

Η οικογένεια της Φλορίνα ζει φτωχικά, με τη βοήθεια επιδομάτων και με περιστασιακές δουλειές. Για να επισκεφθεί κάποιον γιατρό θα πρέπει να ταξιδέψουν στη Σιγκισοάρα, σε απόσταση 30χλμ. Ελλείψει δημόσιας συγκοινωνίας, θα έπρεπε να καλέσουν ταξί, κάτι που θα στοίχιζε περί τα 20 ευρώ –μια μικρή περιουσία για πολλούς κατοίκους της περιοχής.

Περισσότερες επιλογές στο εξωτερικό 

Οι ελλείψεις ιατρικού προσωπικού τόσο στη Ρουμανία όσο και στη γειτονική Βουλγαρία εντείνονται. Χιλιάδες γιατροί και νοσηλευτές από τις δύο βαλκανικές χώρες ζουν και εργάζονται σήμερα στο εξωτερικό –στη δυτική Ευρώπη και αλλού. Από το 2007, 45.000 επαγγελματίες του ιατρικού κλάδου έκαναν αίτηση για πιστοποιητικό που τους δίνει τη δυνατότητα να εργαστούν εκτός συνόρων. Μέχρι σήμερα περίπου 14.000 ρουμάνοι γιατροί και σχεδόν 50.000 νοσηλευτές έχουν εγκαταλείψει το εθνικό σύστημα υγείας της χώρας τους για να εργαστούν αλλού. Κάθε χρόνο περίπου 450 γιατροί και περί τους 1.000 νοσηλευτές μεταναστεύουν από τη Βουλγαρία σε αναζήτηση καλύτερων επαγγελματικών ευκαιριών στη δυτική Ευρώπη.

Φαινομενικά μεταναστεύουν σε πλουσιότερες χώρες αποσκοπώντας σε καλύτερες αποδοχές. Στην πραγματικότητα όμως ένας εξίσου σημαντικός παράγοντας είναι ότι τους απωθεί το δυσλειτουργικό σύστημα υγείας στις χώρες τους, όπου αναγκάζονται να κάνουν υπερωρίες συστηματικά ενώ αντιμετωπίζουν ελλείψεις βασικού ιατρικού εξοπλισμού.

Η Γκεργκάνα Γκεοργκίεβα, 31χρονη παθολόγος από τη Βουλγαρία, αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση. Έφυγε από τη χώρα της το 2012, λίγο μετά την αποφοίτησή της από την Ιατρική Σχολή, και επέλεξε να εγκατασταθεί στη Γερμανία. «Τότε οι πτυχιούχοι Ιατρικής έπρεπε να περιμένουν μέχρι και δύο χρόνια για να βρουν μια διαθέσιμη θέση εκπαιδευόμενου γιατρού», λέει. Η ίδια προσθέτει ότι στη Γερμανία αμειβόταν με 2.500 ευρώ κατά την εξειδίκευσή της, την ώρα που η αντίστοιχη αμοιβή στη Βουλγαρία δεν θα ξεπερνούσε τα 200 ευρώ. Όπως λέει, οι συνθήκες έχουν βελτιωθεί κάπως στη χώρα της από τότε, ενώ παραδέχεται ότι και στη Γερμανία εργάζεται πολλές ώρες. Παρόλα αυτά δεν θέλει να επαναπατριστεί, εκφράζοντας την απογοήτευσή της για το βουλγαρικό σύστημα υγείας, που όπως λέει υποχρηματοδοτείται, είναι υποστελεχωμένο και διεφθαρμένο. «Το ιατρικό επάγγελμα είναι ευγενές και δεν θα πρέπει να υποβαθμίζεται σε αντικείμενο επιχειρηματικής δραστηριότητας», σχολίασε η βουλγάρα γιατρός στην DW. «Μου αρέσει που υπάρχουν αυστηροί κανόνες στη Γερμανία, δουλεύω με σύγχρονο εξοπλισμό και οι συνθήκες στο νοσοκομείο μου είναι εξαιρετικές».

Θέσεις μένουν ακάλυπτες

Γεγονός είναι πάντως ότι η μαζική έξοδος γιατρών όπως η Γκεργκάνα Γκεοργκίεβα δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση στα ήδη δυσλειτουργικά εθνικά συστήματα υγείας των χωρών που πλήττονται από τις ελλείψεις καταρτισμένου προσωπικού.

Η μετανάστευση στο εξωτερικό είναι ένας πολύ βασικός λόγος για τις ελλείψεις ιατρικού προσωπικού, επισημαίνει η Αντίνα Λάριου, διευθύντρια νοσοκομείου στη μικρή ρουμανική πόλη Ρουπέα. Όπως λέει, η ίδια πασχίζει μάταια να καλύψει τις κενές θέσεις στο νοσοκομείο της. Είναι γεγονός ότι οι γιατροί που θέλουν να εξελιχθούν επαγγελματικά πηγαίνουν είτε στις μεγάλες πόλεις εντός των συνόρων είτε στο εξωτερικό.

 

Πηγή: DW