Όταν γκρεμίζονται ως κι οι αναμνήσεις

Το δικό μου σπίτι το γκρέμισε συθέμελα ο Εγκέλαδος, εκείνο τον Σεπτέμβρη του 1999, στην Αθήνα. Με μένα μέσα...
Open Image Modal
A doll next to a chair in an abandoned house.
Brett Davies - Photosightfaces via Getty Images

Μια ξεμαλλιασμένη κούκλα, που της έλειπε το ένα ροζ παπούτσι. Τα πτυχία μου, λερωμένα και μισοσκισμένα στις άκρες. Ένα λευκό χειροποίητο ζακετάκι της μικρής μου και το σεντονάκι που τη σκέπαζα μωρό. Πάνω του είχα κεντήσει  με πολύχρωμες κλωστές «το γάμο της πεταλούδας». Τα  χρώματα, λερά από τις κηλίδες καταστροφής, ποτέ δεν επανέρχονται στην αρχική τους  λάμψη. Το ίδιο και οι μνήμες μας...

Το δικό μου σπίτι το γκρέμισε συθέμελα ο Εγκέλαδος, εκείνο τον Σεπτέμβρη του 1999, στην Αθήνα. Με μένα μέσα. Παρά την τρομερή αίσθηση απώλειας, μόνο ευγνωμοσύνη για την «τύχη αγαθή» που γλύτωσε τη ζωή μου και τη ζωή του παιδιού μου, μπορούσα να νοιώθω. 

Μα σαν περνούν τα χρόνια κι οι σεισμικές δονήσεις πότε τσακίζουν τη Κρήτη, πότε τη Νίσυρο και πότε τον Κορινθιακό, ξαναπλώνεται μέσα μου η απόγνωση, όπως το μελάνι από σπασμένη πένα πάνω σε παλιό στυπόχαρτο. Κι εκείνες οι λιγοστές αποτυπώσεις καθημερινών στιγμών στη μνήμη μου, όλο και πιο πολύ με πονούν.

Τα δερματόδετα βιβλία «Σαμιακών» του Σταματιάδη, πολύτιμο δώρο του πατέρα μου. Οι «κερασιές» του Λουντέμη, που θάφτηκαν δια παντός στα ερείπια. Το υπερηχογράφημα και η πρώτη φωτογραφία του μωρού μου, εκείνη η πρώτη πιπίλα, το «δοντάκι» που δεν το χε πάρει ο... «ποντικός», οι ζωγραφιές με το κακογραμμένο «μανούλα σ’ αγαπώ είσαι η καλύτερη μαμά του κόζμου» που έπαιρνε πάντα την... ανηφόρα στο χαρτί και μου ραγίζει ακόμη την καρδιά. 

Τα αγαπημένα μου σκουλαρίκια... Τα πρώτα άτεχνα ερωτικά γράμματα που κρατούσα φυλαγμένα στο κάτω-κάτω συρτάρι της βιβλιοθήκης... Εκείνος ο γουρλής parker που με αυτόν έγραφα όλες  τις εξετάσεις, τα πρώτα μου βιβλία που είδα να εκδίδονται, το ντοσιέ με τις εκθέσεις  μου από το δημοτικό ως και το Λύκειο, τα «αιέν αριστεύειν» και οι φωτογραφίες μου με κοτσίδες κι ένα μπροστινό δόντι να λείπει.

Δεν τα βρήκα ποτέ. Η μνήμη, αυτή η παστρικιά κυρά που όλο ανασκαλεύει τις αποθήκες με τις θύμησες και άλλα παλιά πράγματα τα πετάει και άλλα τα φέρνει μπροστά-μπροστά, τόσο που να κυλάνε από τα μάτια σα δάκρυα, όλο και καλύπτει με τη σκόνη του χρόνου τα δυνατά τους χρώματα. Τους ρίχνει ένα παλιό σεντόνι, σαν αυτά που σκέπαζε η γιαγιά μου το ξυλόγλυπτο χειροποίητο σερβάν και τον καναπέ με το υφαντό ύφασμα για να τα φυλάξει απ’ τη φθορά και κατέληξαν, καλοκλειδωμένα στο σκοτεινό της κονάκι και αχρησιμοποίητα επί χρόνια, να τα ροκανίσουν τα ποντίκια.

Έτσι και οι αναμνήσεις των ανθρώπων. Είναι σαν τις υποσχέσεις των ηγητορίσκων. Χάνονται σαν δεν έχουν ερείσματα, στοιχεία και σημεία αναφοράς, ένα μικρό ενθύμιο σα στίγμα σε χάρτη παλιό να «πιαστείς» για να βρεις τις παλιές σου διαδρομές με διπαράλληλο γνώμονα...

«Απαράσκευο» το κράτος μας εδώ και δεκαετίες. Ανίκανο να προετοιμαστεί κατάλληλα για τις όποιες καταστροφές, απείθαρχο στις προτροπές εκείνων που διαβλέπουν τι μέλλει γενέσθαι, αδιάφορο για τον άνθρωπο και την ανάγκη του να κρατά και να κρατιέται. Σπαταλά και σπαταλιέται σε κείνα που υποτίθεται πως είναι σημαντικά, αφήνοντας απροστάτευτα εκείνα για τα οποία οφείλει να νοιάζεται και να μεριμνά.

Ο ανήσυχος γαιοσείστης που ταρακουνά συθέμελα το «έχειν» μα και τη ζωή μας, «καταπίνει» σπίτια μα και ανθρώπους. Σπιτάκια ανθρώπων του μόχθου, σε χωριά στεφανωμένα από πυκνή βλάστηση, μέσα σε ρεματιές και παρυφές αυτής της πανέμορφης, πολύπαθης πατρίδας ή και στις πόλεις, εκεί που το «να χτίσεις», είναι έργο ζωής και δη πολυδάπανο.  Φωτιές, σε περιοχές αγκαλιασμένες από δάση που τα καταπάτησαν ανοίκειοι οικιστές. Οι πλημμύρες που τις ακολουθούν, οι καύσωνες κι οι παγετοί, ακραία καιρικά φαινόμενα σε καιρούς ακραίων κερδοσκοπικών φαινομένων, η πανδημία και οι μεταλλάξεις της που μας έχουν εξανδραποδήσει...

Μικρός ο άνθρωπος και μικρές οι δυνάμεις του. Μα πιο μικρές, ολίγιστες, οι αποφάσεις που λαμβάνονται ερήμην του για τη μέριμνα και την πρόληψη, πριν αυτές φτάσουν να γίνουν «άμεση ανάγκη» και σωρός μπάζων.

Ευθύνες. Τι μοιραία λέξη... Όλο αναζητούνται σε κάθε καταστροφή που πυορροεί κι όλο αποδίδονται εκατέρωθεν. Σα το μπαλάκι στη ρακέτα του Τσιτσιπά που, με όση δύναμη πέφτει στο αντίπαλο τερέν, με άλλη τόση επιστρέφει. Συχνά και υπό άλλη (πολιτική) γωνία.

Μα την ευθύνη για τις ζωές και τις μνήμες τους, που χάνονται στις σχισμάδες των ημερών απώλειας, κανείς δεν αναλαμβάνει. Μήτε να ξαναχτιστούν μπορούν, όσα «τούβλα» και όση «λάσπη» κι αν κουβαλά αυτός ο έρμος «πολιτικός βίος» της χώρας μας.

Δεν ξαναχτίζονται εκείνες οι μνήμες που προσδιόρισαν τις ζωές μας, αν ο τόπος, το «σημείο αναφοράς» του καθενός μας, χαθεί ξαφνικά και ανεπίστρεπτα. 

Τις αγαπώ τις μνήμες μου, τις αποζητώ, μου λείπουν πιο πολύ και περισσότερο ανυπόφορα από τα ίδια τα πρόσωπα ή τα πράγματα που τις συνθέτουν. Τις θέλω, σαν αγκάθι τριαντάφυλλου στο ακροδάχτυλο. Τόσο να με ματώνουν, τόσο να με πονάνε... 

Για να νιώθω ζωντανή και να αναζητώ σε κάθε τι, αυτό το νόημα που γυρεύω.