Το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Ορθοδοξία για τον Ελληνισμό

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Ορθοδοξία για τον Ελληνισμό
Open Image Modal
P Deliss via Getty Images

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Ορθοδοξία γενικότερα είναι ένα σπουδαίο διπλωματικό μέσο για την Ελλάδα και τον πανταχού απόδημο ελληνισμό. Ξεπερνά και την επίσημη διπλωματία που ασκούν η Ελλάδα και το έτερο ελληνικό κράτος η Κύπρος. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Ορθοδοξία με ένα σύνολο πατριαρχείων και μητροπόλεων ανά τον κόσμο και την Μικρά Ασία ισχυροποιεί και συνενώνει πολιτιστικά, πολιτισμικά, αλλά επίσης και πολιτικά την φωνή των ελλήνων της διασποράς, όπως επίσης και όλους τους ελληνορθόδοξους ανά την υφήλιο.

Με τα πατριαρχεία των απόδημων ελλήνων αλλά και των ελληνορθόδοξων σε όλο τον κόσμο όπως αυτά της Αμερικής, της Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής, της Αλβανίας και των Ιεροσολύμων και πλήθος άλλων πατριαρχείων που υπάγονται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, δίνουν έρεισμα στην ελληνική διπλωματία να παρεμβαίνει σε πολυποίκιλα θέματα ανά την υφήλιο για τους απόδημούς έλληνες και τους ελληνορθόδοξους στα εδάφη της ανατολικής Μεσογείου. Στην Συρία, στο Ισραήλ και στην Ιορδανία μάλιστα και γενικότερα στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής αποτελούν πολιτιστικό κατάλοιπο της κάποτε πανίσχυρης και ακμάζουσας Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Με αυτόν τον τρόπο η ελληνική διπλωματία γίνεται ακόμη πιο εξωστρεφής από ότι είναι στην πραγματικότητα. Παράλληλα οι ιεράρχες με το ποιμαντικό τους έργο κρατούν άσβεστη την φλόγα της ελληνικής παράδοσης και του ελληνικού πολιτισμού σε όλο σχεδόν τον κόσμο.

Ακόμη και οι αριστερές κυβερνήσεις του ΣΥΡΙΖΑ αντιλήφθηκαν την ισχύ των Πατριαρχείων για την ελληνική εξωτερική πολιτική, στο διεθνές στερέωμα και σεβάστηκαν και μάλιστα προώθησαν την δυναμική τους, με επαφές υψηλόβαθμων επισήμων πολιτικών με τους ιεράρχες, δηλώνοντας τις άριστες σχέσεις πολιτείας – εκκλησίας, εκεί όπου το επιτάσσει το εθνικό συμφέρον.

Από τα σημαντικότερα θέματα που δίνουν την δυνατότητα στην Ελλάδα να ισορροπεί, με το ένα πόδι στην Μικρά Ασία, ακόμη και μετά την Μικρασιατική Καταστροφή είναι το ζήτημα της επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, καθώς και η επαναλειτουργία, του ναού κόσμημα της χριστιανοσύνης, της Αγίας Σοφίας. Αν και ο αριθμός των ενοριτών του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης είναι μικρός – πάρα ταύτα ο Οικουμενικός Πατριάρχης προσπαθεί να τον ανασυστήσει, με την δημιουργία μιας νέας δυναμικής ελληνικής παροικίας – και ο αριθμός των ενοριτών των επισκόπων της Μικράς Ασίας είναι ανύπαρκτος, με αποτέλεσμα οι Μητροπολίτες να διαμένουν στην Κωνσταντινούπολη και να τελούν τα καθήκοντα τους τα τελευταία χρόνια μόνον όταν έρχονται στις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές, πιστοί από την Ελλάδα. Δίνοντας ζωή σε ναούς, εκκλησίες και μοναστήρια, δηλαδή σε ότι απέμεινε στην Μικρά Ασία που θυμίζει την ελληνική της ταυτότητα, που άκμασε για αιώνες σε αυτήν την χερσόνησο της Μέσης Ανατολής.

Άξιο αναφοράς είναι επίσης η επαναλειτουργία ναών, εκκλησιών και μοναστηριών, στην κατεχόμενη Κύπρο, με πλήθος πιστών που συρρέουν από τις ελεύθερες περιοχές κρατώντας άσβεστο τον πόθο για την επιστροφή στα πατρογονικά εδάφη.

Επίσης ο Οικουμενικός Πατριάρχης, μια χαρισματική προσωπικότητα, με διεθνή ακτινοβολία και μεγάλη οικολογική δράση, τελευταία βρίσκει έναν καλό σύμμαχο στην Δύση. Πιο συγκεκριμένα από την ΕΕ και τις ΗΠΑ καθώς οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί πολιτικοί ταγοί όταν επισκέπτονται την Κωνσταντινούπολη, μέσα στο πρόγραμμα τους, κανονίζουν και μία συνάντηση με τον Οικουμενικό Πατριάρχη.

Εν κατακλείδι για να αποφύγουν την επιρροή της Μόσχας σε θρησκευτικά ζητήματα εντός του εδάφους της ΕΕ, δέχονται ως ανώτερο θρησκευτικό ηγέτη των ελληνορθόδοξων όλης της Ευρώπης τον Οικουμενικό Πατριάρχη, κάτι που αναβαθμίζει την ισχύ του και παράλληλα και την ισχύ της Ελλάδας, που πλέον θα έχει την δυνατότητα μεγαλύτερων διεκδικήσεων, σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, σε σχέση με το πολιτικό γίγνεσθαι της Τουρκίας.