Γιατί πήγε ο Μητσοτάκης στη Χιμάρα;

«Εδώ τις στολές μας τις κεντάμε από το υστέρημα της ψυχής μας, όχι από το περίσσευμα»
|
Open Image Modal
Επίσκεψη του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη σε Χειμάρρα, Λειβαδιά και Δερβιτσάνη, Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2022.
Eurokinissi

Γιατί επισκέφθηκε ο Έλληνας πρωθυπουργός παραμονές Χριστουγέννων τη Χιμάρα; Το Λίγο είπε γιατί είχε ανάγκη τις ψήφους για να επανεκλεγεί, το Πολύ είπε γιατί ήθελε να γράψει Ιστορία, το Σώφρον απήντησε διότι οι Έλληνες «απ’ έκει» του δώσαν πολλά περισσότερα από όσα ο ίδιος τα τέσσερα χρόνια της διακυβέρνησής του.

Ούτε ο βόμβος από τους έλικες του Σινούκ μπορούσε να καλύψει τον θόρυβο της αγωνίας του. Την προετοιμασία με τους συνεργάτες, τις εισηγήσεις των συμβούλων, την προσωπική περισυλλογή. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης γνώριζε ότι μπροστά στους Χιμαριώτες δεν θα πραγματοποιούσε επίσκεψη, αλλά θα έκανε ασκήσεις υψηλής διπλωματίας στο ακροθαλάσσι. Γι’ αυτό κι ήταν άψογος σε όλα: σε όσα είπε και σε όσα έκανε. Ήταν άμεμπτος στο πως στάθηκε: ούτε πιο ψηλά, ούτε πιο χαμηλά, ακριβώς στο ύψος της εθνικής ευσυνειδησίας. 

Ακολούθησε η Λιβαδειά στους Αγίους Σαράντα και η Δερβιτσάνη του Αργυροκάστρου, είκοσι δύο χιλιόμετρα από τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Στη Δρόπολη τον Έλληνα πρωθυπουργό συνόδευσε ο Αλβανός ομόλογός του. 

Μπροστά από το Κουλτούρα τον περίμενε κρατώντας τη γαλανόλευκη ένα τσολιαδάκι. «Γιατί μιλάς ελληνικά;» «Γιατί μιλάνε οι πατέρες μας». Ο πρωθυπουργός ρώτησε τους ίδιους τους πατέρες, για να λάβει την απάντηση «Γιατί μιλούσαν οι δικοί μας πατέρες».  Τότε θέλησε να φτάσει όσο παλαιότερα γινόταν στο βάθος των γενεών, ρωτώντας πατέρες επί πατέρων, αλλά στο τέλος έφτασαν να του αποκρίνονται τα φαράγγια, τα ρέματα και τα βουνά. Και ο πρωθυπουργός σάστισε.

Γιατί είχε προετοιμαστεί να πάει για να δώσει. Και αντιλήφθηκε ότι τον περίμεναν για να δώσουν, στη ζωή τους δε ζήτησαν ποτέ. Πως να μάθει να ζητάει εκείνος που υπέμεινε και άντεξε την πιο παρανοϊκή παράνοια σαράντα έξι χρόνων; Και μετά τριάντα ένα έτη αποσιώπησης και λήθης από το εθνικό κέντρο;

Τα επιτελεία, ένθεν κακείθεν, ήταν ικανοποιημένα. Ο Έλληνας πρωθυπουργός έγραψε Ιστορία για τη χώρα του, ο Αλβανός πρωθυπουργός ήταν ισάξιος συμπρωταγωνιστής στη χώρα τη δική του.

Μόνο την τελευταία στιγμή ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν άντεξε και ρώτησε τις Δροπολίτισσες νύφες. «Με άλλες στολές με υποδέχτηκαν οι κοπέλες στη Χιμάρα, με άλλες στολές οι νέες στη Λιβαδειά. Στη Χιμάρα φορούσαν κίτρινο χρυσό μαντήλι στα μαλλιά, στο Βούρκο μαύρο με βυσσινιά άνθη. Εσείς πάλι είστε ντυμένες από την κορυφή μέχρι τα νύχια με χρυσοποίκιλτα λευκά. Αλλά όποια κι αν είναι η στολή σας, εδώ σε αυτά τα μέρη, τα χρώματα είναι πιο λαμπερά από τα δικά μας».

«Εδώ τις στολές μας τις κεντάμε από το υστέρημα της ψυχής μας, όχι από το περίσσευμα. Εδώ τις φορεσιές μας τις κεντάνε οι νεκροί, όχι οι ζωντανοί», του αποκρίθηκε η Δροπολίτισσα νύφη, που ήταν πιο όμορφη και από την ομορφιά την ίδια.

Οι ποιητές όρισαν, όποιος πάτησε τα χώματα της Βορείου Ηπείρου να τους ανήκει για πάντα.

Υγ. Οι Ελλαδίτες επιμένουν να γράφουν Χειμάρρα, τη στιγμή που οι ντόπιοι γράφουν πάντα Χιμάρα. Γενηθήτω το θέλημά τους, τούτη η μεγάλη στιγμή τους ανήκει.