BLOGS

Εγώ ρώτησα από περιέργεια μέχρι και πόσο θα κόστιζε να αγοράσει κανείς σπίτι εδώ. Το ποσό δεν ήταν σε καμία περίπτωση μικρό αλλά ο άνθρωπος που με ενημέρωσε για τις τιμές, για να ξαναφέρει στα χείλη μου το χαμόγελο με ενημέρωσε πως όταν αποφασίσει κάποιος να αγοράσει σπίτι εδώ, λαμβάνει από το κράτος μια λίστα με τα προτεινόμενα χρώματα που μπορεί να βάψει το σπίτι του. Χχαχα! Δεν ξέρω για εσένα αλλά εμένα μου φάνηκε πραγματικά αστείο και μου έφτιαξε και πάλι το κέφι.
Στην περιοχή γύρω μας, υπάρχουν χώρες που έχουν αποθρασυνθεί απέναντι σε μια πολιτική στάση που έχει μπερδέψει την καλώς εννοούμενη ανοχή με την απόλυτη ενδοτικότητα. Μια χώρα όπως η Ελλάδα που λειτουργεί και υπάρχει λόγω της ικανής αποτρεπτικής της δύναμης, αν αποχωρήσει/υποχωρήσει από αυτό, τότε θα βρεθεί πολύ σύντομα σε ένα σκηνικό απόλυτων πιέσεων που θα έχουν μορφή τελεσιγράφου. Θα είναι δηλαδή μια κλίμακα πιο κάτω από την απόλυτη απώλεια εδαφών. Πολύ απλά διότι ο φόβος της αποτρεπτικής ικανότητας θα έχει χαθεί και ουδείς θα φοβάται.
Οι γκέισες του Κιότο ζουν και εργάζονται κάτω από ένα πέπλο μυστηρίου σε πέντε παραδοσιακές συνοικίες που λέγονται «χαναμάτσι», συνοικίες των λουλουδιών. Οι συνοικίες είναι προσβάσιμες και στίφη τουριστών μαζεύονται για να φωτογραφίσουν μια γκέισα που περπατά στο δρόμο προς κάποιο ραντεβού, κατά κανόνα σε παραδοσιακό τεϊοποτείο. Η εκπαίδευση της γκέισας σήμερα ξεκινά γύρω στην ηλικία των 15 και διαρκεί 5 με 6 χρόνια: τους πρώτους μήνες περιλαμβάνει παρατήρηση των «αδελφών» της, εκπαίδευση στις τέχνες και χαμαλοδουλειές στον οίκο διαμονής, όπου ζει εσώκλειστη. Αργότερα και μετά από εξετάσεις, η κοπέλα λαμβάνει τον τίτλο της μάικο (μαθητευόμενη γκέισα) και ξεκινά 5ετή πρακτική στο πλάι της «μεγάλης αδελφής» της.
Επίσης να αναφερθεί ότι οι κληρονόμοι έχουν δικαίωμα αποποίησης κληρονομιάς εντός αποκλειστικής προθεσμίας  τεσσάρων μηνών, που αρχίζει από τότε που έμαθε την επαγωγή της κληρονομιάς και τον λόγο αυτής. Στην επαγωγή από διαθήκη η προθεσμία δεν αρχίζει πριν από τη δημοσίευση της διαθήκης. Η αποποίηση γίνεται με δήλωση στον γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομιάς. Αν περάσει η προθεσμία αυτή άπρακτη, η κληρονομιά θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή. Στη συνέχεια μετά την υποβολή της δήλωσης φόρου κληρονομιάς πρέπει να συνταχθεί συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής κληρονομιάς στην οποία οι κληρονόμοι να περιλάβουν τα κληρονομιαία στοιχεία, και να γίνει η μεταγραφή της πράξης αυτής στα αρμόδια υποθηκοφυλακεία.
Ο Αλή Ογλού Γιουνκέρ είναι ο μόνος Ρομά δάσκαλος στον Σύλλογο και ένας από τους δύο Δροσερίτες που κατάφερε να σπουδάσει.  Θεωρεί τυχερούς τους μαθητές και τις μαθήτριές του. «Στην εποχή μου δεν είχαμε τίποτα. Οι γονείς μου διέθεταν οικονομική ευχέρεια κι έτσι κατάφερα να τελειώσω το σχολείο και να πάω στο πανεπιστήμιο. Τα αγόρια εδώ δεν έχουν πολλές επιλογές. Είτε θα γίνουν ναυτικοί, είτε θα παντρευτούν στα 15, είτε θα μπλέξουν. Αντί να μας δώσουν ένα μολύβι στο χέρι, μας δίνουν ένα χαστούκι. Αλλά ίσως αυτό φοβούνται. Ότι θα κυριεύσουμε τον κόσμο με το μολύβι!»
Κάθε γενιά βγάζει τους δικούς τις ξεχωριστούς ανθρώπους. Κάθε γενιά βγάζει αυτούς που εκπέμπουν φως κι είναι πρόθυμοι να το μοιραστούν με τους γύρω τους. Πολλοί δε φαίνονται. Αυτό όμως συμβαίνει γιατί εμείς δε στρέψαμε ποτέ το βλέμμα πάνω τους. Αλήθεια, πόσοι θα ξέραμε σήμερα τον Καζαντζάκη, το Βαμβακάρη, τον Λαμπράκη και πόσοι θα είχαμε δεχτεί το φως τους αν δεν υπήρχαν στην εποχή τους οι άνθρωποι εκείνοι που άνοιξαν καρδιά και μυαλό κι αντιλήφθηκαν αυτό το ξεχωριστό κάτι σ' αυτούς τους ανθρώπους; Χρειάζονται πάντα οι άνθρωποι που θα δώσουν τα φώτα στο πνεύμα, στις τέχνες, στην κοινωνία, χρειάζονται όμως κι οι συλλογικότητες.
Ταυτόχρονα, η διάδοση των social media έχει περιορίσει την συγκέντρωση των μαθητών, με τη διάσπαση της σκέψης να αυξάνεται όσο αυξάνεται η χρήση τους. Το τεχνολογικό χάσμα των γενεών αυξάνεται συνεχώς και τα επόμενα χρόνια θα γιγαντωθεί με τους ενήλικες να μοιάζουν homo erectus τεχνολότζικους μπροστά στους εφήβους. Όλα τα παραπάνω δεν θα εκλείψουν, αντίθετα θα συνεχίσουν να εξελίσσονται κι αυτό είναι καλό. Επομένως η λύση πρέπει να αναζητηθεί -ή πιο ορθά πρέπει να αναζητείται- συνεχώς σε αυτό το πλαίσιο. Καταλυτικό ρόλο βέβαια διαδραματίζει η επιλογή του μοντέλου διδασκαλίας.
Ο Ross ήταν ο μόνος που είχε PhD, αλλά και τρεις από τους υπόλοιπους πέντε είχαν πάει σε κολέγιο, δεν ήταν αγράμματοι (στα χαρτιά, γιατί λειτουργικά ήταν!). Και όμως: τον είχαν ξεσκίσει στην πλάκα. Πρόβαλλαν το κενό τους ως τάση. Κολάκευαν τους ηλίθιους που τους παρακολουθούν - όλους εμάς, δηλαδή. Αυτό το στοιχείο της σειράς με διαόλιζε. Τσακωνόμουν τότε με φίλους και γνωστούς, βάζοντας αυτό το μεμονωμένο παράδειγμα σε ένα γενικότερο πλαίσιο βλακοποίησης της κοινωνίας, όπου εκεί περιλάμβανα, μεταξύ πολλών άλλων (κάποτε θα πρέπει να ανοίξει αυτή η συζήτηση: ίσως αν καταλάβουμε τι μας συνέβη τότε, να μην την ξαναπάθουμε στο μέλλον - αν αλλάξει κάτι κάποτε και αρχίσουμε να μαθαίνουμε από την εμπειρία) εκπομπές τύπου «Ερωτοδικείο» ή «Τα Παιδιά της Νύχτας» ή τους μονόλογους της μακαρίτισσας Μαλβίνας Κάραλη.
Και τώρα τι; Η ολοένα αυξανόμενη ένταση από το 2009 και έπειτα οδήγησε σε ένα νέο θερμό επεισόδιο. Για λίγο καιρό οι αναλυτές θα επαναφέρουν το θέμα και θα υπενθυμίσουν ότι το Ναγκόρνο Καραμπάχ έχει αγνοηθεί από την διεθνή κοινότητα επειδή δεν υπάρχει κάποιο ζωτικής σημασίας συμφέρον εκτός από το Αζέρικο πετρέλαιο. Η προεδρία Ομπάμα πιθανώς να ενδιαφερθεί, μιας και φτάνει στο τέλος της θητείας και επιβάλλεται να αφήσει ένα θετικό πρόσημο στην εξωτερική της πολιτική, η Ευρωπαϊκή Ένωση φυσιολογικά θα ασχοληθεί επιδερμικά με το γεγονός, ίσως να γίνει κάποια δήλωση για τα θύματα και η Ρωσία θα βρει ακόμα μια ευκαιρία να εκμεταλλευτεί μια διαμάχη κοντά στα σύνορα της με σκοπό να δείξει για ακόμη μία φορά την επαναδραστηριοποίηση της στην διεθνή σκηνή.
Χάρη σε και εξαιτίας. Το πρώτο έχει θετική σημασία, το δεύτερο αρνητική. Θα πούμε λοιπόν, χάρη σε σένα είμαι καλά και όχι εξαιτίας σου είμαι καλά. Το επίθετο πολύς-πολλή-πολύ συνοδεύει ουσιαστικά, ενώ το επίρρημα πολύ συνοδεύει ρήματα, επιρρήματα ή επίθετα. Άρα το σωστό είναι με πολλή αγάπη κι όχι με πολύ αγάπη. Έχει πολλή τύχη και όχι πολύ τύχη. Το «πού» και το «πώς» είναι επιρρήματα που ρωτάνε. Και θέλουνε τόνο, ακόμα και σε πλάγια ερώτηση.