Ο μεθοδικός Αντρέ Μασόν, ειδικός στη μοντέρνα τέχνη, ο οποίος εργάζεται σε κορυφαίο οίκο δημοπρασιών στο Παρίσι, λαμβάνει μια πληροφορία και ταξιδεύει με μία συνάδελφο του στην πόλη Μιλούζ, στο ταπεινό σπίτι του εργάτη Μαρτέν που βρίσκεται κοντά στα γερμανικά σύνορα.

Εκεί αντικρύζει ένα έργο το οποίο αγνοείται από το 1939, οπότε και λεηλατήθηκε από τους Ναζί. Και ενώ πείθεται για την αυθεντικότητά του πίνακα, όλα όσα ακολουθούν θέτουν σε κίνδυνο την καριέρα του.

Advertisement
Advertisement

Ο Πασκάλ Μπονιτζέρ, κριτικός κινηματογράφου κάποτε στο έγκριτο Cahiers du Cinéma, σεναριογράφος για τους Ζακ Ριβέτ και Πολ Βερχόφεν, που το 1996 πέρασε στη σκηνοθεσία, υπογράφει το «Auction».

Η ταινία, στην οποία πρωταγωνιστούν οι Αλέξ Λουτζ, Λουίζ Σεβιγιότ, Αρκάντι Ραντέφ, Νόρα Χαμζαουί και Λέα Ντρούκερ, είναι εμπνευσμένη από μία αληθινή ιστορία: Την ανακάλυψη, το 2005 στη Γαλλία, του επί δεκαετίες χαμένου πίνακα του Έγκον Σίλε Wilted Sunflowers (Autumn Sun II) του 1914, έργο που ενδέχεται να είχε εμπνευστεί ο ζωγράφος από τον Βαν Γκογκ.

Η ιστορία είχε γίνει είδηση στον διεθνή Τύπο και ο πίνακας πωλήθηκε τελικά σε δημοπρασία έναντι 13 εκατομμυρίων δολαρίων.

Ο Μπονιτζέρ στρέφει τον φακό του σε όσα συμβαίνουν στην αγορά τέχνης και στο παρασκήνιο ήδη από την εναρκτήρια σκηνή. Όταν ο Αντρέ (ο σκηνοθέτης δίνει στον ήρωα του το όνομα του πρώιμου σουρεαλιστική ζωγράφου Αντρέ-Αιμέ-Ρενέ Μασόν) και η Ορόρ, η καινούρια του ασκούμενη που ψεύδεται ασύστολα, επισκέπτονται μια πλούσια κυρία η οποία ανυπομονεί να ξεφορτωθεί ένα αριστούργημα ανεκτίμητης αξίας. Μπορεί η γυναίκα να συμπεριφέρεται άσχημα στην μαύρη βοηθό της και να θέλει να πουλήσει τον πίνακα για να μην τον κληρονομήσει η «αλήτισσα» κόρη της, όπως λέει, όμως ο Αντρέ θα πει, θα κάνει και θα συγχωρήσει τα πάντα, αρκεί να καταφέρει να φέρει το έργο στην αγορά και να γεμίσει τα ταμεία της εταιρείας του. ‘Όπως εύστοχα σχολιάζει ο David Ehrlich στην κριτική του για την ταινία στο Indiewire, «τι κρίμα, ένα τόσο εκλεπτυσμένο βλέμμα να επιδιώκει μόνο το κέρδος».

Τα ερωτήματα που θέτει η πρώτη σκηνή διατρέχουν όλη την ταινία: Πού ανήκει η τέχνη; Ποιος αξίζει να την κατέχει; Και πόσο μειώνουμε την αξία της όταν επικεντρωνόμαστε με τόση επιμονή στο οικονομικό τίμημά της;

Advertisement

Δεν προκαλεί έκπληξη, ότι ο Αντρέ μιλά περισσότερο για την εμπορική αξία του έργου παρά για την αισθητική του ποιότητα -είναι «απλώς» μέρος της δουλειάς. Είναι επίσης αναμενόμενο σε έναν κόσμο όπου τα πάντα -η τέχνη, ακόμη και η αγάπη- είναι ανταλλάξιμα.

Όμως, δεν πρόκειται για την ιστορία ενός άπληστου υλιστή που προσπαθεί να αποσπάσει έναν θησαυρό από έναν «αδαή επαρχιώτη». Ο Αντρέ θα ήθελε να κάνει ακριβώς αυτό, αλλά ο σκηνοθέτης περιπλέκει την πορεία του, καθώς σε αυτή την καταιγίδα που μόλις άρχισε, υπάρχουν και άλλα πρόσωπα: Οι φίλοι του καλοπροαίρετου Μαρτέν, η δικηγόρος του, ένας Αμερικανός ο οποίος ισχυρίζεται ότι εκπροσωπεί τους νόμιμους κληρονόμους του Σίλε, αλλά και η Ορόρ που έχει τη δική της κρυφή ατζέντα.

Σε μια χαρακτηριστικά δηκτική σκηνή στην αρχή της ταινίας, ένα στέλεχος του οίκου δημοπρασιών προσφέρει στον Αντρέ ένα «δηλητηριώδες» δώρο: ένα αντίτυπο του σατιρικού δοκιμίου του 18ου αιώνα «Δοκίμιο περί της Τέχνης του Έρπειν». «Τι κρίμα», απαντά εκείνος χαμογελώντας ατάραχος, «το έχω ήδη».

Advertisement

Με πληροφορίες από Indiewire, The New York Times