Περί κατευνασμού και ο νοών νοείτω

Η Τουρκία μας δείχνει με τη στάση της ότι δεν πρόκειται να αλλάξει τακτική και θα εντείνει διαρκώς τις διεκδικήσεις της.
Φωτογραφία αρχείου: Σκάφος του τουρκικού πολεμικού ναυτικού
Φωτογραφία αρχείου: Σκάφος του τουρκικού πολεμικού ναυτικού
Reuters

Η σταχυολόγηση του κατευνασμού ως μια στρατηγική προς αποφυγή έχει πραγματοποιηθεί από την ίδια την Ιστορία και με ενδεικτικότερο παράδειγμα τη Συμφωνία του Μονάχου μεταξύ Ναζιστικής Γερμανίας και Φασιστικής Ιταλίας από τη μία πλευρά και Μεγάλης Βρετανίας και Γαλλίας από την άλλη.

Η διαρκής υποχωρητικότητα καταδικάζει το διακρατικό σύστημα σε αποσταθεροποίηση και τον κατευνάζοντα δρώντα στο θάνατο ως κράτος, το οποίο αποτελεί τη θεσμική μετουσίωση της αυτοδιάθεσης ενός έθνους. Ο John Mearsheimer στο μνημειώδες βιβλίο του «Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων» σημειώνει – μεταξύ άλλων – περί κατευνασμού:

«Η διεθνής αναρχία εξωθεί το κάθε κράτος να αναζητά ευκαιρίες απόκτησης περαιτέρω ισχύος εις βάρος των άλλων.

Επειδή οι μεγάλες δυνάμεις είναι προγραμματισμένες για επίθεση, ένα κατευναζόμενο κράτος αναμένεται να ερμηνεύσει την οποιαδήποτε παραχώρηση ισχύος εκ μέρους άλλου κράτους ως σημάδι αδυναμίας – ως ένδειξη ότι ο κατευνάζων είναι απρόθυμος να υπερασπιστεί την ισορροπία ισχύος. Τότε, το κατευναζόμενο κράτος αναμένεται να συνεχίσει να πιέζει για περισσότερες παραχωρήσεις.

Θα ήταν ανόητο για ένα κράτος να μην αποκτήσει όσο το δυνατόν περισσότερη ισχύ, καθώς οι προοπτικές ενός κράτους για επιβίωση αυξάνονται όσο συσσωρεύει περαιτέρω ισχύ.

Επιπλέον, η ικανότητα του κατευναζόμενου κράτους να αποκτήσει ακόμη περισσότερη ισχύ θα ενισχυθεί – πιθανόν σημαντικά – από την επιπλέον ισχύ που του παραχώρησε ο κατευνάζων.

Με λίγα λόγια, ο κατευνασμός αναμένεται να καταστήσει έναν επικίνδυνο αντίπαλο περισσότερο και όχι λιγότερο επικίνδυνο».

Συνεπώς, η ανεμπόδιστη πορεία ενός επιθετικού δρώντα προς την τοπική κατίσχυση και τη στρατηγική πρωτοκαθεδρία σε έναν κρίσιμο γεωπολιτικά χώρο, όπου μέχρι πρότινος δεν υπερείχε, καλλιεργεί προοπτικές ευρύτερης αποσταθεροποίησης.

Ο λόγος σχετίζεται με την αποθράσυνση του εν λόγω κρατικού δρώντα, ενόσω η ισχυροποίησή του καθίσταται ανεξέλεγκτη και άρα, περιορισμένου στρατηγικού κόστους.

Ας μη λησμονείται, άλλωστε, ότι τα κράτη είναι ορθολογικοί δρώντες οι οποίοι αποζητούν διαρκώς την αύξηση της ισχύος τους, προκειμένου να διευρύνουν αντίστοιχα τις προοπτικές επιβίωσης και ευμάρειάς τους.

Σε ένα διακρατικό σύστημα, εντός του οποίου απουσιάζει ο «πλανητικός χωροφύλακας» και ο καθείς είναι υπεύθυνος για την εξασφάλιση της αυτοβοήθειάς του, ο κατευνασμός συνιστά τη χείριστη επιλογή.

Αντιστοίχως, η βέλτιστη επιλογή του απειλούμενου είναι η εξισορρόπηση του αντιπάλου μέσω αύξησης των συντελεστών ισχύος, σύναψης συμμαχιών και εν τέλει, αποστολής αποτρεπτικών μηνυμάτων σε κάθε φάση κατά την οποία απειλείται.

Στην περίπτωση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, η επιλογή του κατευνασμού έχει πολλές αιτίες και ξεκινά πριν αρκετά χρόνια.

Το θλιβερό, ωστόσο, είναι ότι εξακολουθεί παρά την ένταση της τουρκικής απειλής, τις προϋποθέσεις σχετικής απομόνωσης της Άγκυρας, αλλά και την απόδειξη της υψηλής τρωτότητάς της λόγω της υπερεπέκτασης στην οποία έχει οδηγηθεί τα τελευταία χρόνια (βλ. Ιράκ, Συρία, Αρτσάχ, Λιβύη).

Το σκάφος του τουρκικού Πολεμικού Ναυτικού «Τσεσμέ» εξέρχεται στο Αιγαίο για έρευνες λίγο πριν την έναρξη του νέου γύρου διερευνητικών επαφών, η Τουρκία εκδίδει παράνομη NAVTEX και η Αθήνα αναφέρθηκε σε «αχρείαστη ενέργεια που δε διευκολύνει την καλυτέρευση των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας».

Ούτε καν «επικίνδυνη» ή «επιθετική ενέργεια»… Όταν δε ο Τούρκος Υπουργός Άμυνας Χουλουσί Ακάρ και ΜΜΕ της χώρας του αναφέρθηκαν σε ελληνικά μαχητικά αεροσκάφη, τα οποία «παρενόχλησαν» το «Τσεσμέ», εμείς σπεύσαμε να διαψεύσουμε επιβεβαιώνοντας ότι προς Θεού ουδέποτε θα πράτταμε κάτι τέτοιο.

Εντούτοις, το χαρακτηριστικό μήνυμα κατευνασμού αποστέλλεται στην Τουρκία μέσω της μη διακοπής των διερευνητικών επαφών.

Αποτύχαμε να κινητοποιήσουμε την ΕΕ προς την κατεύθυνση της επιβολής κυρώσεων και στη συνέχεια αναγκαστήκαμε να ξεκινήσουμε «διερευνητικές συνομιλίες» χωρίς σαφή ατζέντα και με τον Υπουργό Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου να τις αποκαλεί «διαβουλεύσεις» (έχουσες δηλαδή προκείμενο) με το αιτιολογικό ότι δεν έπρεπε να «πάρουμε το μουτζούρη» και να κατηγορηθούμε ότι είμαστε «κατά του διαλόγου».

Τώρα, που η Τουρκία μας δείχνει με τη στάση της ότι δεν πρόκειται να αλλάξει τακτική και θα εντείνει διαρκώς τις διεκδικήσεις της διευρύνοντας την ατζέντα εν τοις πράγμασι μέσω προβολής ισχύος στην… Εύβοια, που βρισκόμαστε ενώπιον της Συνόδου της ΕΕ και θα πρέπει να αξιολογηθεί η στάση της Άγκυρας, που έχουμε κάθε δίκαιο να αναστείλουμε τις συνομιλίες και να καταγγείλουμε την απαράδεκτη στάση της Τουρκίας η οποία θέτει σε κίνδυνο την ειρήνη και τη σταθερότητα, εμείς τι κάνουμε;

Είναι φανερό τι επίκειται όσο συνεχίζουμε σε αυτή την κατεύθυνση. Στις 25 Μαρτίου, ημέρα της επόμενης Συνόδου της ΕΕ, θα δώσουμε μια «περήφανη μάχη» από την οποία θα αποκομίσουμε μια «αυστηρή ανακοίνωση» κάποιου τεχνοκράτη αξιωματούχου της ΕΕ κατά της Τουρκίας με αυστηρές προειδοποιήσεις εν όψει της… επόμενης Συνόδου. Εξάλλου, δεν υπάρχει ουσιαστικό πρόβλημα ενόσω η επισπεύδουσα Ελλάδα συνεχίζει τις «διερευνητικές συνομιλίες» της.

Είναι παρήγορο τουλάχιστον ότι η Γαλλία ως θιγόμενη μεγάλη δύναμη αντιλαμβάνεται την επαπειλούμενη αποσταθεροποίηση, η οποία θα προκληθεί από μια αποφασιστική στρατηγική εξουθένωση της Ελλάδας και φαίνεται ότι επιχειρεί, μέσω της εκ νέου αποστολής του αεροπλανοφόρου Charles De Gaulle, να συνεισφέρει στην τήρηση της ισορροπίας ισχύος.

Ας ελπίσουμε σε διασφάλιση κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων και επίτευξη επιβίωσης… εξ αντανακλάσεως.

Δημοφιλή