Η αντιμετώπιση της αϋπνίας μπορεί να προστατεύσει τον εγκέφαλό μας από τη γήρανση, σύμφωνα με νέα έρευνα.

Σε αντίθεση με παράγοντες όπως η γενετική, που επηρεάζουν τη γνωστική μας υγεία και δεν μπορούμε να τους ελέγξουμε, η αϋπνία είναι μια κατάσταση που μπορούμε να αντιμετωπίσουμε, σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο περιοδικό Neurology.

Advertisement
Advertisement

«Το βασικό μήνυμα της μελέτης είναι ότι η χρόνια αϋπνία μπορεί να αποτελεί έναν τροποποιήσιμο παράγοντα κινδύνου για γνωστική έκπτωση», ανέφερε ο κύριος ερευνητής, δρ Ντιέγκο Καρβάλο, επίκουρος καθηγητής νευρολογίας και ειδικός στον ύπνο στο Mayo Clinic Center for Sleep Medicine στο Rochester, Minnesota.

Στη μελέτη συμμετείχαν 2.750 άτομα, τα οποία υποβλήθηκαν σε περίπου πέντε χρόνια ετήσιων νευρολογικών αξιολογήσεων και απεικονίσεων εγκεφάλου, μαζί με αξιολογήσεις των συνηθειών ύπνου, για να διερευνηθεί η σχέση μεταξύ αϋπνίας και αλλαγών στον εγκέφαλο.

Τα δεδομένα έδειξαν ότι η αϋπνία συνδέεται με 40% αυξημένο κίνδυνο γνωστικής έκπτωσης. Ωστόσο, όσοι είχαν αϋπνία αλλά αύξησαν τον χρόνο ύπνου τους ή χρησιμοποίησαν φαρμακευτική αγωγή, δεν παρουσίασαν το ίδιο αρνητικό αντίκτυπο στη γνωστική τους υγεία.

Πώς η αϋπνία επηρεάζει τον εγκέφαλο

«Η αϋπνία είναι η πιο συχνή διαταραχή ύπνου που αντιμετωπίζουμε στο Johns Hopkins Center for Sleep and Wellness», όπως εξηγεί η δρ Ρείτσελ Σάλας, και έχει να κάνει με πολλά περισσότερα από το απλό πρόβλημα να αποκοιμηθούμε.

«Μπορεί να αφορά προβλήματα στη διατήρηση και στην ποιότητα του ύπνου, τα οποία επηρεάζουν την καθημερινή λειτουργία και τη συνολική υγεία. Η χρόνια αϋπνία συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο διαφόρων γνωστικών διαταραχών», επισημαίνει η Σάλας, καθηγήτρια νευρολογίας στο Johns Hopkins University School of Medicine στη Βαλτιμόρη.

Ο καλός ύπνος είναι ζωτικής σημασίας για την υγεία του εγκεφάλου με πολλούς τρόπους. Ο ύπνος βοηθά στην απομάκρυνση των συνάψεων που δεν χρειαζόμαστε, ώστε ο εγκέφαλος να μην υπερφορτώνεται. Έρευνες δείχνουν επίσης ότι κατά τη διάρκεια της ημέρας συσσωρεύονται στον εγκέφαλο απορρίμματα, τα οποία ο ύπνος βοηθά να απομακρυνθούν.

Advertisement

Μάλιστα, μερικές από αυτές τις πρωτεΐνες αποτελούν δείκτες για τη νόσο Αλτσχάιμερ.

Η έλλειψη κατάλληλης αντιμετώπισης

Η αϋπνία είναι συχνή, αλλά δεν λαμβάνει πάντα την προσοχή που της αξίζει. Άτομα άνω των 65 ετών είναι πολύ πιο πιθανό να έχουν διαταραχή ύπνου, σύμφωνα με τη Σάλας. Ωστόσο, οι μεγαλύτεροι συχνά θεωρούν τον κακό ύπνο φυσιολογικό κομμάτι της γήρανσης.

Παρά το γεγονός ότι η ηλικία σχετίζεται με κάποιες αλλαγές στον ύπνο, η αϋπνία ξεπερνά αυτά τα όρια. Προβλήματα στην έναρξη ή στη διατήρηση του ύπνου, μειωμένη λειτουργικότητα κατά τη διάρκεια της ημέρας, κόπωση, κακή διάθεση, γνωστικά προβλήματα και δυσκολίες στη σκέψη δεν είναι φυσιολογικό να τα περιμένουμε καθώς μεγαλώνουμε.

Advertisement

Σε πολλές δημογραφικές ομάδες, η αϋπνία υποδηλώνεται λιγότερο από τους ασθενείς, αναγνωρίζεται ελλιπώς και, κατά συνέπεια, υποθεραπεύεται.

Πώς να κοιμηθούμε καλύτερα

Σε γενικές γραμμές, η καλύτερη αντιμετώπιση της αϋπνίας βελτιώνει την ποιότητα ζωής και προστατεύει τον εγκέφαλο από πρόωρη γήρανση.

Ευτυχώς, απλές παρεμβάσεις μπορούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την αϋπνία. Η κύρια μέθοδος είναι η γνωστική συμπεριφορική θεραπεία για την αϋπνία (CBTI). Δεν πρόκειται για συζήτηση γύρω από προηγούμενες εμπειρίες, καθώς περιλαμβάνει ένα σύνολο αρχών, εργαλείων και οδηγιών που στοχεύουν στα προβλήματα που προκαλούν ή διατηρούν την αϋπνία.

Advertisement

«Η καθιέρωση σταθερού ωραρίου ύπνου και η προετοιμασία με τεχνικές χαλάρωσης πριν τον ύπνο μπορεί να βοηθήσει», προσθέτει η Σάλας. Σημαντικό ρόλο παίζει και το κατάλληλο περιβάλλον ύπνου.

Παράλληλα, η περιορισμένη χρήση οθονών πριν τον ύπνο, η μείωση καφεΐνης και αλκοόλ, η αποφυγή παραμονής στο κρεβάτι ενώ είμαστε ξύπνιοι, και η σωματική άσκηση μπορούν να αυξήσουν τις πιθανότητες επιτυχίας στην ώρα του ύπνου.

Ωστόσο, αν συνεχίσουμε να αντιμετωπίζουμε δυσκολίες μετά από αυτές τις αλλαγές, «πρέπει να συμβουλευτούμε γιατρό ή ειδικό ύπνου», καταλήγει η Σάλας.

Advertisement

Με πληροφορίες από CNN Health

Advertisement