Ποιον θα πιστέψεις, τον πολιτικό ή τα ίδια σου τα μάτια;

Μέρα με τη μέρα καταλήγω ότι η μεγαλύτερη ζημιά που έχει γίνει με την κρίση δεν είναι η αθέτηση των υποσχέσεων, η ζουγκλοποίηση της κοινωνίας ή η οικονομική κρίση. Είναι η κάθετη χρησιμοποίηση της έννοιας της υπερβατικής αναφοράς, της «εύγλωττης κοροϊδίας». Δεν ξέρω εάν η σωστή λέξη είναι «ψέμα». Μπορεί να είναι τόσο απλό και όντως να είναι. Ξέρω ότι μας έχει όλους κυριεύσει. Δεν το κάνουμε επίτηδες. Απλά ακολουθούμε τη ψυχική διάθεση αυτών που μας κυβερνούν. Άλλωστε, όλες οι αλήθειες αξίζουν να ειπωθούν, αλλά είμαστε εμείς που δεν αξίζουμε όλοι να τις ακούσουμε. Το θέμα είναι έως πότε.
|
Open Image Modal
Michalis Karagiannis / Reuters

Ο Λένιν, πριν από την εποχή του διαδικτύου, είχε ισχυριστεί ότι η αλήθεια είναι μια μικροαστική εμμονή. Στην Ελλάδα, παρά την παγκόσμια αποστροφή στον λενινισμό, η πολιτική τάξη παραμένει σκληρά προσηλωμένη στο τσιτάτο του Λένιν. Το ψέμα, το -σχεδόν- ξεδιάντροπο ψέμα, έχει κατακλύσει την πολιτική ζωή. Ταυτόχρονα, η εμπιστοσύνη των αφελών είναι το πιο χρήσιμο εργαλείο του ψεύτη. Εάν υπάρχει ένα καλό που προξένησε η τεχνολογία, αυτό είναι η διάδοση της πληροφορίας. Πληροφορία σημαίνει δυνατότητα γνώσης κι έτσι ο δυτικός κόσμος διαθέτει σήμερα τεράστιες πηγές γνώσης. Το παρατηρεί κανείς εύκολα σε παιδιά έξι και επτά ετών. Η δυνατότητα διαχείρισης έξυπνων κινητών και ταμπλετών ξεπερνάει τη φαντασία κάθε ενήλικα. Ήμουν αυτήκοος μάρτυρας εξάχρονου που συμμετείχε σε συζήτηση για εξεύρεση πρωτεύουσας κι αναφώνησε: «μπείτε στο safari στο iPad να βρείτε την πρωτεύουσα». Υπενθυμίζω ότι το iPad έχει ζωή μόλις έξι ετών.

Πολλές έρευνες μας δείχνουν ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα στη βιομηχανία της επικοινωνίας θα είναι η πληθώρα των πληροφοριών. Όσο μικραίνει ο κόσμος, όσο ο κάθε πομπός γίνεται και δέκτης, τόσο θα μεγαλώνει η ροή της πληροφορίας και τόσο θα δυσκολεύει η επεξεργασία της και η αφομοίωσή της. Η Ελλάδα της κρίσης και των μνημονίων -παρόλο που είναι σε μια σταθερή στασιμότητα τα τελευταία χρόνια- παραμένει ένα κράτος όπου η πληροφορία είναι συνεχής. Η άνοδος της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης δημιούργησε συνθήκες ηλεκτρονικού καφενείου, όπου οι απόψεις και οι θέσεις ανταλλάσσονται με ταχύτητα φωτός. Και παρόλο που τα γραπτά κείμενα πάντοτε έχουν τη γοητεία της προσωπικής αντίληψης του αναγνώστη, υπάρχουν κάποια αντικειμενικά δεδομένα πάνω στα οποία στηρίζεται κανείς για να τα επεξεργαστεί, να τα αφουγκραστεί και να τα κρίνει.

Αυτά τα αντικειμενικά δεδομένα φαίνεται η πολιτική τάξη του τόπου εντέχνως να τα ξεχνά. Και το πρόβλημα είναι οριζόντιο. Όχι κάθετο. Υπάρχει διάχυτη μια επιλογή ανειλικρίνειας, πιστεύοντας ότι η πολιτική γλώσσα πρέπει να είναι διαφορετική από την καθημερινή μας γλώσσα. Φυσικά δεν αναφερόμαστε στην αντικειμενική δυνατότητα να υπάρχει διαφορετικός τρόπος έκφρασης μιας θέσης. Αυτό πρέπει να είναι αναφαίρετο δικαίωμα κάθε πολίτη. Μιλάμε για την επιλογή της λεκτικής πολιτικής ντρίμπλας. Που δυστυχώς έχει εμπλουτίσει σχεδόν το σύνολο της κοινωνίας. Ειρήσθω εν παρόδω, μιας κοινωνίας που ως αποτέλεσμα των μνημονίων και της πολυετών δυσκολιών έχει εξόχως ζουγκλοποιηθεί.

Για να είμαι ακριβής θα σας δώσω ένα παράδειγμα: αντιγράφω από ενημέρωση της Κυβερνητικής Εκπροσώπου, η οποία αναφερόμενη στα οικονομικά μέτρα δήλωσε, «ο στόχος σταθερά είναι να μην πληγεί (σημείωση: το 1% του ΑΕΠ από έμμεση φορολογία), και γι' αυτό γίνεται πολύ μεγάλη συζήτηση επ΄ αυτού και γι' αυτό είναι κομμάτι της διαπραγμάτευσης που απομένει διότι στο 1% του ΑΕΠ για το ασφαλιστικό και το 1% του ΑΕΠ για το φορολογικό φαίνεται ότι όλες οι πλευρές συμπίπτουν. Και γι' αυτό εξετάζεται και συζητείται σε κατεύθυνση ούτως ώστε να μην πλήττονται τα χαμηλότερα στρώματα και οι πλέον αδύναμοι συμπολίτες από αυτά τα μέτρα τα οποία δεν θα θέλαμε να υπάρχουν».

Στην εποχή της πληροφορίας με μια έρευνα στο Google ή στο Safari μπορώ εύκολα να βρω εάν αυτό που μου αναφέρει η Κυβερνητική Εκπρόσωπος ανταποκρίνεται στο λόγο με τον οποίο κέρδισε την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των Ελλήνων ψηφοφόρων. Μπορώ να δω τι μου έλεγε το 2012, το 2013, το 2014, το 2015 και το 2016. Στην εποχή της πληροφορίας μπορώ εύκολα να διαπιστώσω ποιος πομπός της πληροφορίας μου λέει αλήθεια ή ψέματα. Έχω το προτέρημα, την τύχη, να έχω πρόσβαση στην πληροφορία. Σε κάθε πληροφορία.

Εκείνο το οποίο δεν μπορώ εύκολα να κρίνω είναι η γλώσσα. Εάν η γλώσσα απαντά στο δίλημμα «αλήθεια ή ψέμα». Στο παράδειγμα που αναφέρθηκε λέγεται το εξαιρετικό: «από αυτά τα μέτρα τα οποία δεν θα θέλαμε να υπάρχουν». Εκεί μπαίνει η έννοια της γλώσσας που χρησιμοποιείται από την εκπρόσωπο της πολιτικής ζωής του τόπου και η οποία προσπαθεί εντέχνως να διαλύσει το παραπάνω δίλημμα. Εκεί, στην πράξη, καταλύεται η έννοια της λογικής. Εάν κανείς λαμβάνει ένα μέτρο λογικά πρέπει να το υπερασπιστεί. Να αναφέρει γιατί το προκρίνει, τι περιμένει απ' αυτό, γιατί το θεωρεί αναγκαίο. Όταν αναφέρεσαι σε ένα μέτρο που παίρνεις, αλλά δεν θα ήθελες να υπάρχει, τι περιμένεις να καταλάβει ο δέκτης του μηνύματος σου, της φράσης σου; Τι περιμένεις να καταλάβει ο πολίτης;

Θα προτιμούσα η Κυβερνητική Εκπρόσωπος να πει: «Μη με ρωτάτε και σας υπόσχομαι να μη σας πω ψέματα». Θα ήταν το μόνο τίμιο.

Το πρόβλημα σε αυτή την περίοδο της κρίσης χαρακτηρίζεται κατ' εμέ ως «εύγλωττη κοροϊδία» ή «υπέρβαση ευσεβούς πόθου» κι είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της σημερινής εποχής της κρίσης και των μνημονίων. Έχει μάλιστα δημιουργήσει ένα τεράστιο πρόβλημα ευθυκρισίας και ειλικρίνειας. Διότι πλέον κανείς δεν πιστεύει κανέναν κι όλο και περισσότεροι μιμούνται τη συγκεκριμένη λογική προκειμένου να προχωρήσουν ή καλύτερα να επιβιώσουν την καθημερινότητά τους.

Κυρίως έχει καθετοποιηθεί. Διότι το συναντάμε παντού στην ελληνική κοινωνία. «Θα ήθελα να κάνω αυτή την πράξη, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ». «Δεν θα ήθελα να το κάνω, αλλά αναγκάζομαι από τις εξελίξεις». Στο παράδειγμα: «θα ήθελα να μην είχα υπογράψει το μνημόνιο αλλά αναγκάστηκα. Θα ήθελα να μην πάρω μέτρα 5,5 δισ., αλλά επειδή υπέγραψα το μνημόνιο πρέπει να τα πάρω». Ο θρίαμβος του παράλογου χτυπάει καθημερινά την πόρτα μας. Η λογική του αυτονόητου χάνει κάθε αξία. Και προπάντων, το πρόβλημα με τις μισές αλήθειες είναι ότι οι άνθρωποι έχουν την τάση να πιστεύουν τη λάθος μισή.

Μέρα με τη μέρα καταλήγω ότι η μεγαλύτερη ζημιά που έχει γίνει με την κρίση δεν είναι η αθέτηση των υποσχέσεων, η ζουγκλοποίηση της κοινωνίας ή η οικονομική κρίση. Είναι η κάθετη χρησιμοποίηση της έννοιας της υπερβατικής αναφοράς, της «εύγλωττης κοροϊδίας». Δεν ξέρω εάν η σωστή λέξη είναι «ψέμα». Μπορεί να είναι τόσο απλό και όντως να είναι. Ξέρω ότι μας έχει όλους κυριεύσει. Δεν το κάνουμε επίτηδες. Απλά ακολουθούμε τη ψυχική διάθεση αυτών που μας κυβερνούν. Άλλωστε, όλες οι αλήθειες αξίζουν να ειπωθούν, αλλά είμαστε εμείς που δεν αξίζουμε όλοι να τις ακούσουμε. Το θέμα είναι έως πότε.