Το ρίσκο του Πούτιν: Οι κίνδυνοι από τη ρωσική επέμβαση στη Συρία

Το ρίσκο του Πούτιν: Οι κίνδυνοι από τη ρωσική επέμβαση στη Συρία
Open Image Modal
In this image made from video provided by Homs Media Centre, which has been verified and is consistent with other AP reporting, smoke rises after airstrikes by military jets in Talbiseh of the Homs province, western Syria, Wednesday, Sept. 30, 2015. Russian military jets carried out airstrikes in Syria for the first time on Wednesday, targeting what Moscow said were Islamic State positions. U.S. officials and others cast doubt on that claim, saying the Russians appeared to be attacking opposition groups fighting Syrian government forces. (Homs Media Centre via AP)
ASSOCIATED PRESS

Με τις ρωσικές αεροπορικές επιδρομές στη Συρία να βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη, είναι πάρα πολλοί αυτοί που ανησυχούν για τα αποτελέσματα που μπορεί να έχει μακροπρόθεσμα (ή και βραχυπρόθεσμα) η ρωσική επέμβαση. Ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία εδώ και πολύ καιρό αποτελεί εξαιρετικά πολύπλοκη υπόθεση, με πολλές διαφορετικές πλευρές οι οποίες μπορεί να έχουν φαινομενικά όμοια συμφέροντα αλλά να μην συνεργάζονται, που μπορεί τη μια να φαίνονται να συγκρούονται και την άλλη να συνεργάζονται και γενικότερα μια εικόνα χάους, η οποία δεν φαίνεται πως θα λάβει τέλος σύντομα.

Οι προβληματισμοί σχετικά με τις επιπτώσεις της ρωσικής εμπλοκής εντείνονται για πολλούς και διάφορους λόγους, οι οποίοι ξεκινούν από τοπικό επίπεδο και αποκτούν σαφείς διεθνείς γεωπολιτικές προεκτάσεις. Υπό αυτό το πρίσμα, αξίζει να εξετάσει κανείς τους βαθύτερους λόγους της «εντυπωσιακής» επιλογής του Βλάντιμιρ Πούτιν, ο οποίος αναδείχθηκε από δυνάμει «παρία» της διεθνούς κοινότητας (ύστερα από τις εξελίξεις στην Κριμαία και την Ουκρανία) σε «πρωταγωνιστή» των διεθνών δρωμένων, που επιδεικνύει την «αποφασιστικότητα» να επιλύσει τον «γόρδιο δεσμό» του Ισλαμικού Κράτους, τη στιγμή που η Δύση είτε αδρανεί είτε επιδίδεται σε αναποτελεσματικές ενέργειες, με αποτέλεσμα η προέλαση των τζιχαντιστών να συνεχίζεται.

Open Image Modal

Ωστόσο, ο βασικός στόχος της Ρωσίας επί της προκειμένης είναι βαθύτερος, και ανάγεται σε μια πολύ παλιά γεωπολιτική στόχευση/ σκοπιμότητα της χώρας: την εδραίωση και διασφάλιση της πολιτικής και στρατιωτικής παρουσίας στην ανατολική Μεσόγειο. Δεν είναι τυχαίο το ότι η Ταρτούς αποτελεί τη μοναδική ναυτική βάση της Ρωσίας σε ξένα εδάφη. Γενικότερα, όπως επισημαίνεται σε σχετική ανάλυση στο Foreign Policy, η έξοδος/ παρουσία στη Μεσόγειο αποτελεί παλιά ρωσική «περιπέτεια», από τις εποχές των τσάρων, αλλά και τη σοβιετική περίοδο. «Αυτή η επιδίωξη, απλή στη σύλληψη αλλά άπιαστη πρακτικά, εξηγεί μεγάλο τμήμα της ρωσικής αυτοκρατορικής ιστορίας τον 18ο και τον 19ο αιώνα, τις σοβιετικές προσπάθειες στον 20ό αιώνα και τα μετασοβιετικά ρωσικά “στοιχήματα” του 21ου, περιλαμβανομένης της ξαφνικής “βουτιάς” του Πούτιν στον συριακό εμφύλιο» αναφέρεται σχετικά. Επίσης, όπως και να έχει, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι η Ρωσία με αυτόν τον ελιγμό έχει πραγματοποιήσει έναν αντιπερισπασμό, απομακρύνοντας τη διεθνή προσοχή από την Ουκρανία. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η επίσημη τοποθέτηση του Κρεμλίνου, ότι το Ισλαμικό Κράτος συνιστά απειλή για την εθνική ασφάλεια της Ρωσίας, ειδικά στον βόρειο Καύκασο, από τον οποίο προέρχονται πολλοί τζιχαντιστές επ' ουδενί είναι αβάσιμη.

Τα ρίσκα

Ωστόσο, η ρωσική κίνηση εμπεριέχει σημαντικούς κινδύνους, από πολλές απόψεις. Ο πρωτεύων και πιο άμεσος κίνδυνος είναι αυτός ενός θερμού επεισοδίου, με πιθανώς καταστροφικές συνέπειες σε παγκόσμιο επίπεδο, ανάμεσα σε δυτικά και ρωσικά αεροσκάφη, καθώς επιχειρούν στη Συρία χωρίς όμως να υπάρχει συνεννόηση- συντονισμός. «Οι δυνάμεις του συνασπισμού είναι επικεντρωμένες στη διεξαγωγή επιχειρήσεων κατά του ISIL (ISIS- Daesh- άλλες ονομασίες για το Ισλαμικό Κράτος), και από όσο γνωρίζω δεν υπάρχει επαφή μεταξύ των δύο ενόπλων δυνάμεων σε αυτό το σημείο», έχει σημειώσει ο σμήναρχος Πατ Ράιντερ, της αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας, εκπρόσωπος της CENTCOM (Central Command). «Παρατηρούμε την κατάσταση με τους Ρώσους εκεί» πρόσθεσε, μιλώντας σε δημοσιογράφους στις 12 Σεπτεμβρίου- πριν την έναρξη των επιχειρήσεων, ενώ ήταν σε εξέλιξη οι ρωσικές προπαρασκευές. Η έλλειψη «military-to-military» επικοινωνίας συνεχίζεται, και έχει χαρακτηριστεί ως ιδιαίτερα επικίνδυνη από τον Τζέιμς Σταυρίδη, πρώην Ανώτατο Διοικητή του ΝΑΤΟ. «Είναι πολύ επικίνδυνο να έχουμε τόσο ρωσικές όσο και αμερικανικές δυνάμεις σε έναν περιορισμένο χώρο επιχειρήσεων (battlespace), πρακτικά στις αντίθετες πλευρές ενός εμφυλίου πολέμου, χωρίς επαφή για αποκλιμάκωση δραστηριοτήτων μάχης ή υποστήριξης». Παράλληλα, ο πρόεδρος Ομπάμα έχει ζητήσει από το Πεντάγωνο να ανοίξει κανάλια επικοινωνίας με τους Ρώσους για τη Συρία. Από πλευράς του, ο Ρώσος ΥΠΕΞ, Σεργκέι Λαβρόφ, έχει κατηγορήσει την Ουάσινγκτον για την αποκοπή των στρατιωτικών διαύλων επικοινωνίας μετά την προσάρτηση της Κριμαίας.

Ένας άλλος σημαντικός κίνδυνος ο οποίος προκύπτει από τη ρωσική επέμβαση – και που φαίνεται να έχει προβληματίσει σημαντικά τη ρωσική ηγεσία, που θέλει να αποφύγει επανάληψη οδυνηρών προηγουμένων όπως στο Αφγανιστάν επί ΕΣΣΔ- είναι το ενδεχόμενο να θεωρηθεί η Ρωσία κοινός εχθρός των δυνάμεων που μάχονται κατά του καθεστώτος Άσαντ, περιλαμβανομένου του Ισλαμικού Κράτους και της συριακής αντιπολίτευσης. Χαρακτηριστικό είναι το σχόλιο του Τσαρλς Λίστερ, (Brookings Doha Center), ότι πλέον όλη η συριακή αντιπολίτευση θεωρεί πως βρίσκεται σε πόλεμο με τη Ρωσία, κάτι που συνιστά σημαντική αλλαγή δεδομένων- και πιθανώς να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή την ενίσχυση των εξτρεμιστών.

Το ρίσκο που συνεπάγεται η κλιμάκωση της ρωσικής εμπλοκής στη σύγκρουση είναι κάτι παραπάνω από προφανές: Όσο και αν ο πρόεδρος Πούτιν επιδιώκει να αναδειχθεί στον «άνθρωπο-κλειδί», ο οποίος επεμβαίνει αποφασιστικά προκειμένου να «καθαρίσει» στη Συρία (με τα ρωσικά ΜΜΕ να ενισχύουν αυτή την εικόνα, η οποία αναπαράγεται και στα social media, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την εμφάνιση του hashtag #PutinPeacemaker- ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι δηλώσεις στήριξης με αέρα «ιερού πολέμου» έχουν προέλθει και από την πλευρά της ρωσικής ορθόδοξης εκκλησίας) ιδιαίτερης σημασίας είναι η μέριμνά του να αποκλείσει τη χρήση χερσαίων δυνάμεων στη Συρία. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, και μόνο η παρουσία πολεμικών αεροσκαφών και συστημάτων αεράμυνας περιπλέκει τη δραστηριότητα των δυτικών δυνάμεων στη Συρία, και τα πιθανά αποτελέσματα που μπορεί να έχει αυτό είναι άγνωστα. Και, όπως προαναφέρθηκε, το «Σύνδρομο του Αφγανιστάν» δεσπόζει πάντοτε απειλητικό: Ο Πούτιν, επιδιώκοντας να «αναγκάσει» τις ΗΠΑ να τον αποδεχτούν εκ νέου ως ισότιμο και ισχυρό συνομιλητή ρισκάρει να μπλεχτεί σε έναν πόλεμο στον οποίο η ξεκάθαρη νίκη ενδεχομένως να μην είναι εφικτή- ενώ παράλληλα η συγκεκριμένη «ζαριά» ίσως να επιδεινώσει αντί να βελτιώσει τις σχέσεις του μαζί τους, ειδικά στο απευκταίο ενδεχόμενο «θερμού επεισοδίου».

Open Image Modal

Επίσης, δεν θα έπρεπε να παραβλέπονται οι πιθανές επιπτώσεις στο εσωτερικό «μέτωπο»: Ο Πούτιν παραμένει ισχυρός και δημοφιλής, ακόμα και εν μέσω σημαντικών προβλημάτων στη ρωσική οικονομία από την πτώση των τιμών του πετρελαίου και τις δυτικές κυρώσεις που ακολούθησαν τα γεγονότα στην Κριμαία, χάρη στην άνοδο του «πατριωτικού» πυρετού για τις «στρατιωτικές» επιλογές του και την αίσθηση αντιπαράθεσης με τη Δύση. Από μία άποψη, η Συρία πιθανώς να λειτουργήσει θετικά, καθώς αποτελεί άλλη μια επίδειξη στρατιωτικής δύναμης, καθώς «παλιώνει» επικοινωνιακά η προσάρτηση της Κριμαίας. Ωστόσο, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να αποδειχτεί «μπούμερανγκ»: Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την πιθανότητα κατάρριψης ρωσικών αεροσκαφών και αιχμαλωσίας Ρώσων πιλότων, που πιθανότατα θα ακολουθηθεί από βίντεο με εκτελέσεις, όπως συνηθίζει το Ισλαμικό Κράτος.

«Η Συρία παρέχει έναν χρήσιμο αντιπερισπασμό από την Ουκρανία, αλλά στρατηγικά στόχος είναι η Αμερική» εκτιμά ο Ντμίτρι Τρένιν, επικεφαλής του Moscow Carnegie Centre, όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα του Economist- όπου υποστηρίζεται ότι στην τρίτη θητεία του, ο Ρώσος πρόεδρος, αντί για την αύξηση των εισοδημάτων δείχνει να βασίζεται περισσότερο στον πόλεμο και την αίσθηση υπερηφάνειας που προκύπτει από την αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ.