Η περιφερειακή συνεργασία Ελλάδας - Κύπρου - Ισραήλ και η ψήφος των Ισραηλινών στις εκλογές της 17ης Σεπτεμβρίου

Φάκελος Εκλογές στο Ισραήλ 2019.
|
Open Image Modal
ASSOCIATED PRESS

Όπως συνέβη και με τα υπόλοιπα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής που διαχειρίστηκε η διακυβέρνηση Νετανιάχου, στην τρέχουσα προεκλογική εκστρατεία ζητήματα που σχετίζονται με τη θέση του Ισραήλ στον ενεργειακό χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου δεν ακούστηκε σχεδόν καμία επίκριση από την πλευρά της αντιπολίτευσης.

 

 

 

Καθ’ όλη τη διάρκεια της προηγούμενης κυβερνητικής θητείας, καμία πολιτική δύναμη στο Ισραήλ δεν επέκρινε τις κυβερνητικές αποφάσεις που προώθησαν την ενίσχυση των σχέσεων με την Ελλάδα, την Κύπρο, την Αίγυπτο, τις ΗΠΑ και την ΕΕ με αφορμή την εκμετάλλευση του φυσικού αερίου.

Μάλιστα, σε σύγκριση με την προηγούμενη προεκλογική περίοδο για τις εκλογές της 9ης Απριλίου 2019, τώρα απουσιάζουν παντελώς οι επικρίσεις που ακούγονταν από την αντιπολίτευση περί ιδιαιτέρων σχέσεων του Νετανιάχου και του περιβάλλοντός του με συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα που εμπλέκονται στην εκμετάλλευση του ισραηλινού φυσικού αερίου.  

Με την ενεργό ανάμιξη και των ΗΠΑ, ιδιαίτερα μετά την παρουσία του Αμερικανού Πρέσβη στο Ισραήλ στις εργασίες της Τριμερούς Διάσκεψης της Μπεέρ Σέβα τον Δεκέμβριο του 2018, και μετέπειτα με την συμμετοχή του Αμερικανού ΥΠΕΞ στην επόμενη Τριμερή, που πραγματοποιήθηκε στην Ιερουσαλήμ τον Ιούνιο του 2019, τερματίσθηκαν οι ”δεύτερες σκέψεις” από πλευράς ισραηλινών εμπειρογνωμόνων όσον αφορά στη σπουδαιότητα και βιωσιμότητα του άξονα Ισραήλ-Κύπρου-Ελλάδας στον τομέα της ενέργειας και της εν γένει περιφερειακής τους πολιτικής και στρατιωτικής συνεργασίας. Επισημαίνεται μάλιστα, ότι στο ισραηλινό πολιτικό περιβάλλον δεν υφίσταται κομματικός φορέας που να εκφράζει a priori αντιαμερικανικές θέσεις – με εξαίρεση τα μειονοτικά αραβικά κόμματα, λόγω της παραδοσιακά φιλοϊσραηλινής στάσης των Ηνωμένων Πολιτειών στο Παλαιστινιακό. 

Ως εκ τούτου, η ευρύτατη πολιτική συναίνεση ως προς την διαχείριση των περιφερειακών ζητημάτων που άπτονται του τομέα της ενέργειας, προλέγει περαιτέρω εμβάθυνση της συνεργασίας μεταξύ της ισραηλινής κυβέρνησης που θα σχηματισθεί μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου με τον ελληνικό περιφερειακό παράγοντα, γεγονός που διαφαίνεται ότι θα ενθαρρυνθεί εκ μέρους τοπικών και διεθνών επιχειρηματικών παραγόντων. 

Το παιχνίδι των τριών πιθανοτήτων 

Περί της πορείας της συνεργασίας του Ισραήλ με τον ελληνικό περιφερειακό παράγοντα, οι πιθανότητες, που διαφαίνονται μετά την διενέργεια των εκλογών της 17ης Σεπτεμβρίου 2019, είναι οι εξής: 

  • Εάν ο Βενιαμίν Νετανιάχου καταφέρει να σχηματίσει κυβέρνηση με κύριο κορμό το Λικούντ, Ελλάδα και Κυπριακή Δημοκρατία θα συνεχίσουν να συνεργάζονται σε περιφερειακό επίπεδο στο γνώριμο πλέον πλαίσιο συνεργασίας, αξιοποιώντας κατάλληλα την πείρα των τελευταίων δέκα ετών. 

  • Εάν ο Αβινγκντόρ Λίμπερμαν συνυπάρξει σε κυβέρνηση συνασπισμού είτε υπό τον Βενιαμίν Νετανιάχου, είτε υπό τον Μπένι Γκαντς, Αθήνα και Λευκωσία θα βρεθούν να συνομιλούν ξανά με τον πάλαι ποτε Υπουργό Εξωτερικών, ο οποίος είχε αρχίσει να θέτει τις βάσεις του τριμερούς αυτού περιφερειακού άξονα, ήδη προτού ξεσπάσει το επεισόδιο του Mavi Marmara στα τέλη Μαΐου 2010 και επί σημαντικού χρονικού διαστήματος που επακολούθησε. Η παρουσία Λίμπερμαν σε μία κυβέρνηση συνασπισμού, ανεξαρτήτως των καθηκόντων που θα αναλάβει, εκτιμάται ως ένα δεδομένο θετικό για τις ελληνικές και ελληνοκυπριακές επιδιώξεις, ιδιαίτερα ως προς τη στάση που καλείται να συνεχίσει να επιδεικνύει το Ισραήλ έναντι της Τουρκίας. 

  • Τέλος, σε περίπτωση κατά την οποία ο Μπένι Γκαντς κληθεί να κυβερνήσει, αποκλείοντας τον Βενιαμίν Νετανιάχου ή ακόμα, για οποιονδήποτε λόγο τον – εν πολλοίς, απρόβλεπτο ως προς τις μετεκλογικές του διαπραγματεύσεις - Αβιγκντόρ Λίμπερμαν, τότε ο ελληνικός περιφερειακός παράγοντας θα κληθεί να επιβεβαιώσει τα έως τώρα συμφωνηθέντα σε τριμερές επίπεδο, ενεργοποιώντας τις ασφαλιστικές δικλείδες που θα παράσχουν οι ΗΠΑ, η Αίγυπτος, η ΕΕ και οι εμπλεκόμενοι επιχειρηματικοί κύκλοι, που αναμένουν πολλά από τον άξονα Ισραήλ-Ελλάδας-Κύπρου. Ο Γκαντς, πέραν της πρόσφατης πολιτικής του ιδιότητας, προέρχεται κατά βάσιν από το στρατιωτικό κατεστημένο της χώρας του, το οποίο υιοθετούσε - από την μακρινή δεκαετία του 1950 έως και το επεισόδιο του Mavi Marmara το 2010 – την πεποίθηση ότι ο άξονας Τουρκίας-Ισραήλ είναι αναντικατάστατος. Ο ελληνικός περιφερειακός παράγοντας καλείται να διατηρήσει το επίπεδο της στρατηγικής συνεργασίας με το Ισραήλ, λαμβάνοντας όμως σοβαρά υπ’όψιν παλαιότερες θεωρήσεις της ισραηλινής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, οι οποίες δεν έχουν λησμονηθεί απαραιτήτως. 

Κι αν τελειώσει η ”εποχή Νετανιάχου”; 

Open Image Modal
ASSOCIATED PRESS

Πέραν των ανωτέρω, και ανεξάρτητα από τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης συνασπισμού στο Ισραήλ, κάποια πρόσθετα δεδομένα καλό είναι να μην αγνοούνται. Συγκεκριμένα: 

Τα τελευταία χρόνια, ο ελληνικός περιφερειακός παράγοντας δείχνει να επαφίεται στο γεγονός ότι αφ’ενός, την ισραηλινή εξωτερική πολιτική διαχειρίζεται προσωπικά ο Βενιαμίν Νετανιάχου, και αφ’ ετέρου, ότι η διπλωματική κρίση μεταξύ Ισραήλ και Τουρκίας θα διαρκέσει για πολλά χρόνια ακόμα. Δεν έχει όμως καταστεί σαφές τι μέλλει γενέσθαι εάν, είτε ο Βενιαμίν Νετανιάχου πάψει να έχει σημαίνοντα ρόλο στην διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας του, είτε οι ισορροπίες μεταξύ Άγκυρας και Ιερουσαλήμ μεταβληθούν δραστικά, σταδιακά ή μη. Σε περίπτωση κατά την οποία τουλάχιστον ένα από τα ως άνω ενδεχόμενα συμβεί, Αθήνα και Λευκωσία θα κληθούν να αναπληρώσουν τα κενά για να ανεύρουν τρόπους να ξεπεράσουν τυχόν κραδασμούς στον τριμερή άξονα που καλλιέργησαν με την ισραηλινή πολιτική ηγεσία. Προκειμένου να ανευρεθούν ευκολότερα οι αναγκαίες εναλλακτικές, ο ελληνικός περιφερειακός παράγοντας πρέπει το δυνατόν συντομότερο να αναπτύξει ποικίλους διαύλους επικοινωνίας με την ισραηλινή πολιτική πραγματικότητα και τον ιδιότυπο - και εν πολλοίς, άγνωστο σε Ελλάδα και Κύπρο - πολιτικό πολιτισμό που την διέπει. 

Το ισραηλινό πολιτικό σύστημα χαρακτηρίζεται από ιδεολογική πολυσυλλεκτικότητα, που εκδηλώνεται με την ύπαρξη πληθώρας κομματικών σχηματισμών, πολλοί από αυτούς κινούνται σε ένα πολιτισμικό περιβάλλον πολύ διαφορετικό από τις δυτικού τύπου κοινοβουλευτικές δημοκρατίες της Ελλάδας και της Κύπρου. Αθήνα και Λευκωσία καλούνται να κατανοήσουν την πρακτική επιρροή της ισραηλινής κομματικής πολυφωνίας στα κέντρα λήψεως αποφάσεων, συνειδητοποιώντας ότι ακόμα και ένα μικρό πολιτικό κόμμα, που συμβαίνει να καταλαμβάνει μόλις το 3,25% των έγκυρων ψηφοδελτίων και να καταλαμβάνει μόλις 4 έδρες στο 120μελές κοινοβούλιο, κάποια δεδομένη στιγμή είναι πιθανό να έχει την πολιτική δύναμη να καθορίσει δραστικά κάποια δεδομένη -σημαντική ίσως - απόφαση του Υπουργείου που θα ελέγχει ή ακόμα και ολόκληρης της κυβέρνησης. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο ο ελληνικός περιφερειακός παράγοντας να είναι σε θέση να καλλιεργήσει πολλαπλούς διαύλους επικοινωνίας με τον ισραηλινό κομματικό χάρτη, ανεξαρτήτως ιδεολογικής τοποθέτησης ή θρησκευτικού, εθνοτικού ή εθνικού προσανατολισμού. 

Ανάγκη δημιουργίας εναλλακτικών διαύλων επικοινωνίας 

Για να αναπτυχθούν εναλλακτικοί δίαυλοι επικοινωνίας με τους πολλαπλούς κομματικούς εταίρους στην εκάστοτε ισραηλινή κυβέρνηση συνασπισμού, δεν αρκούν κινήσεις εκ μέρους των εκάστοτε ελληνικών ή κυπριακών κυβερνητικών φορέων. Θα πρέπει να αξιοποιηθούν κατάλληλα οι κομματικές δομές, που λειτουργούν στην Ελλάδα και στην Κυπριακή Δημοκρατία για τους εξής λόγους: 

Α) Τα ισραηλινά πολιτικά κόμματα, εξ αιτίας του ισχύοντος εκλογικού συστήματος, χαρακτηρίζονται από την εξαντλητική εξειδίκευση των πολιτικών τους επιδιώξεων (ιδεολογικών, θρησκευτικών, πολιτισμικών κ.λ.π.) επειδή, ενόψει κάθε εκλογικής αναμέτρησης προσβλέπουν στον έλεγχο συγκεκριμένου Υπουργείου (π.χ. τα υπερορθόδοξα θρησκευτικά κόμματα επιδιώκουν να ελέγχουν το Υπουργείο Εσωτερικών ή το Υπουργείο Παιδείας). 

Β) Κανένα ισραηλινό πολιτικό κόμμα δεν διαθέτει μία ιδιαίτερη και σαφώς καθορισμένη ατζέντα περί της διαχείρισης της εξωτερικής πολιτικής της χώρας -εκτός βέβαια από τα θέματα που σαφώς άπτονται της διαπραγμάτευσης με την παλαιστινιακή πλευρά-. Το φαινόμενο αυτό, ειδικά κατά την μακρά περίοδο της πρωθυπουργίας Νετανιάχου, εξηγείται. Είναι γνωστό ότι το Υπουργείο Εξωτερικών και ο σχεδιασμός των διεθνών σχέσεων της χώρας καθορίζεται προσωπικά από τον Βενιαμίν Νετανιάχου. Είναι γεγονός ότι καμία άλλη πολιτική προσωπικότητα στη χώρα τα τελευταία χρόνια δεν έχει το απαιτούμενο προφίλ διαχείρισης της πολυπλοκότητας των διμερών και πολυμερών σχέσεων του Ισραήλ με τις ξένες χώρες. Οποτεδήποτε, λοιπόν, τίθεται ζήτημα σχηματισμού νέας κυβέρνησης συνασπισμού, το Υπουργείο Εξωτερικών αναλαμβάνει είτε ο ίδιος ο Βενιαμίν Νετανιάχου είτε πρόσωπα που ελέγχονται απόλυτα από εκείνον. Άγνωστο όμως παραμένει ποια θα είναι η διάδοχη κατάσταση, σε περίπτωση που ο μακροβιότερος ισραηλινός Πρωθυπουργός πάψει να βρίσκεται στην εξουσία. Το ερώτημα παραμένει αναπάντητο, δεδομένου ότι κανένα πολιτικό κόμμα δεν περιλαμβάνει στην ατζέντα του το σημαντικό κεφάλαιο που λέγεται ‘διεθνείς σχέσεις’ – πέραν του κεντρικού ακανθώδους ζητήματος της διένεξης με τους Παλαιστινίους-. Την ύπαρξη ενός τέτοιου κενού και το ζήτημα με ποιον τρόπο θα πρέπει να καλυφθεί, αποτελούν δύο ζητήματα που οφείλουν να απασχολούν τον ελληνικό περιφερειακό παράγοντα. 

Για έναν διακομματικό διάλογο μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ   

Open Image Modal
GALI TIBBON via Getty Images

Στην Ελλάδα, η παράδοση των μονοκομματικών κυβερνήσεων – απόρροια μίας σειράς εκλογικών συστημάτων που διέπονται από την αρχή της ενισχυμένης αναλογικής – δεν έχει εμπεδωθεί όσο θα έπρεπε η ανάγκη πρακτικών διακομματικών συγκλήσεων σε ζητήματα διαχείρισης των διεθνών σχέσεων της χώρας. 

Αντιθέτως, στην Κύπρο, και ιδιαίτερα μετά την τουρκική εισβολή και την λήξη της διακυβέρνησης του Προέδρου Μακαρίου, τα ελληνοκυπριακά πολιτικά κόμματα με την πάροδο των ετών έχουν θεσμοθετήσει διαδικασίες διακομματικής συναίνεσης, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις που ενέχουν οι διεθνείς σχέσεις του κυπριακού κράτους, με κύρια αιτία τη συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 μέχρι σήμερα, σημαντικές αποφάσεις που αφορούν στις διεθνείς σχέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας, να αποτελούν αντικείμενο διακομματικής διαβούλευσης επί τω τέλει όσο το δυνατόν ευρύτερων ιδεολογικών συναινέσεων, με εν γένει ικανοποιητικά αποτελέσματα. Ειδικότερα, εντυπωσιακή υπήρξε η διακομματική συναίνεση που παρατηρήθηκε σχετικά με την αναγκαιότητα της προσέγγισης Κύπρου-Ισραήλ, αρχής γενομένης επί Προεδρίας Δημήτρη Χριστόφια και εντεύθεν. 

Κατόπιν των ανωτέρω, και με δεδομένη την πολυφωνία του ισραηλινού κομματικού περιβάλλοντος αφ’ενός και αφ’ετέρου της κυπριακής εμπειρίας στην διακομματική διαχείριση των διεθνών σχέσεων της χώρας, θα ήταν σκόπιμο και εφικτό να διευρυνθούν οι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ του κομματικού περιβάλλοντος της Κύπρου και του Ισραήλ, προκειμένου να αναπτυχθούν χρήσιμες και πρακτικές δικλίδες ασφαλείας, που θα χρησιμεύσουν ως μηχανισμοί αποτροπής τυχόν μεταβολών των τωρινών ευνοϊκών συγκυριών διμερούς συνεργασίας. Για αυτόν το λόγο, είναι σκόπιμο να εντοπισθούν ποια θα είναι τα κατάλληλα κοινά σημεία αναφοράς μεταξύ των ισραηλινών και κυπριακών κομμάτων σε ιδεολογικό επίπεδο, ως επίσης και μεταξύ τοπικών φορέων δημοσίου λόγου που κινούνται στους τομείς της θρησκείας, της επιχειρηματικότητας και του συνδικαλισμού και δραστηριοποιούνται στις δύο αυτές χώρες. 

Είναι σαφές ότι, εξ αιτίας του ιδιότυπου χαρακτήρα του πολιτικού συστήματος της Κύπρου και του Ισραήλ, απόλυτες ιδεολογικές ταυτίσεις σε επίπεδο κομμάτων ή φορέων δημοσίου λόγου δεν είναι δυνατόν να ανευρεθούν. Κύπρος και Ισραήλ κινούνται σε διαφορετικές πολιτισμικές τροχιές, και αυτό φαίνεται από το περιεχόμενο και την φυσιογνωμία της ατζέντας των πολιτικών τους κομμάτων. Κοινό σημείο αναφοράς όμως, είναι οι εμπεδωμένοι δημοκρατικοί θεσμοί, η πολυφωνία στον δημόσιο λόγο και η δοκιμασμένη πρακτική της διακομματικής διαβούλευσης – και ενίοτε, ευρείας συναίνεσης. 

Παρά τις εγγενείς δυσκολίες ανεύρεσης κοινών σημείων μεταξύ των πολιτικών κομμάτων των δύο χωρών, το ιστορικό υπόβαθρο των σχέσεων Ισραήλ-Κύπρου, που ανάγεται χρονικά ήδη προ της ανακηρύξεως της ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας και που εκτείνεται χρονικά μέχρι τις μέρες μας, έχει να διδάξει πολλά και να κατευθύνει αποτελεσματικά τα κέντρα λήψεως αποφάσεων τόσο στην Κύπρο, όσο και στο Ισραήλ.

 

Ο Δρ. Γαβριήλ Χαρίτος είναι ερευνητής του Ινστιτούτου Μπεν-Γκουριόν , Πανεπιστήμιο Μπεν - Γκουριόν , Ισραήλ και Senior Fellow, Κυπριακό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων , Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.

 

Καθημερινή ανάλυση από τον Δρ. Γαβριήλ Χαρίτο για τις επερχόμενες εκλογές στο Ισραήλ στο Φάκελος Εκλογές στο Ισραήλ 2019