Εκτός ΜΕΘ 7 στους 10 θανάτους από κορονοϊό στην Ελλάδα κατά το δεύτερο κύμα της πανδημίας

Σε επαγγελματικούς χώρους τα περισσότερα νέα κρούσματα - Τι δείχνουν τα νέα δεδομένα του iMEdD Lab.
|
Open Image Modal
ANNE-CHRISTINE POUJOULAT via Getty Images

Επτά στους δέκα θανάτους από κορονοϊό κατά τη διάρκεια του δεύτερου «κύματος» της πανδημίας στην Ελλάδα συνέβησαν εκτός ΜΕΘ, σύμφωνα με δεδομένα που για πρώτη φορά δημοσιεύονται από το iMEdD Lab, ενώ ανάλυση των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ δείχνει ότι το 2020 υπήρξε περίπου 7% αυξημένη θνησιμότητα συγκριτικά με τη στατιστικά αναμενόμενη.

Το 2020 εκτιμάται ότι καταγράφηκαν περίπου 8.300 περισσότεροι θάνατοι από τους στατιστικά αναμενόμενους, ενώ κατά τη διάρκεια του δεύτερου «κύματος» της πανδημίας σημειώθηκε η μεγαλύτερη αύξηση στατιστικά μη αναμενόμενης θνησιμότητας από οποιαδήποτε αιτία. Μάλιστα, η πλειονότητα των ασθενών με COVID-19 που κατέληξε στο νοσοκομείο, στην κορύφωση του κύματος, ήταν εκτός ΜΕΘ και «έφυγαν» σε συντομότερο χρονικό διάστημα, συγκριτικά με τις εβδομάδες που ακολούθησαν.

Σύμφωνα με την ανάλυση των δεδομένων εβδομαδιαίων θανάτων από οποιαδήποτε αιτία για ολόκληρο το 2020 που δημοσίευσε η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), η θνησιμότητα που σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με την COVID-19 είναι μεγαλύτερη από αυτή που γνωρίζουμε.

Το διάστημα 23 Νοεμβρίου έως 6 Δεκεμβρίου 2020 εκτιμάται ότι καταγράφηκαν 41% περισσότεροι θάνατοι από τους στατιστικά αναμενόμενους.

Η υπερέχουσα θνησιμότητα (excess mortality) αποτελεί τον πλέον αξιόπιστο και αμερόληπτο δείκτη για την παρακολούθηση των θανάτων που σχετίζονται με την COVID-19, διότι μας βοηθά να αντιπαρέλθουμε ένα σημαντικό πρόβλημα: τη μη καταγραφή θανάτων που σχετίζονται έμμεσα με τη νόσο. Διεθνείς επιστημονικές μελέτες καταδεικνύουν πως κατά τη διάρκεια της πανδημίας καταγράφεται αύξηση της θνησιμότητας από αιτίες που δεν σχετίζονται άμεσα με τον ιό. Για παράδειγμα, ασθενείς από άλλες νόσους ενδεχομένως αμελούν τις θεραπείες τους κατά τη διάρκεια ενός lockdown, εμφραγματίες δεν καταφεύγουν έγκαιρα στα τμήματα επειγόντων περιστατικών των νοσοκομείων από φόβο μήπως κολλήσουν τον ιό, ενώ ταυτόχρονα τα υπό πίεση συστήματα υγείας ακυρώνουν χειρουργεία ή δίνουν προτεραιότητα σε περιστατικά COVID-19, με αποτέλεσμα ασθενείς άλλων παθήσεων να μη λαμβάνουν έγκαιρη θεραπεία.

Στην Ελλάδα, το 2020 η υπερέχουσα θνησιμότητα έφτασε το 7% (1η – 52η εβδομάδα). Από τους περίπου 8.300 στατιστικά μη αναμενόμενους θανάτους, εκτιμάται ότι το 61% αφορούν επιβεβαιωμένους θανάτους ασθενών με COVID. Οι υπόλοιποι εικάζεται ότι σχετίζονται έμμεσα με την πανδημία.

Για την εκτίμηση των στατιστικά αναμενόμενων θανάτων του 2020, υπολογίσαμε τον μέσο όρο εβδομαδιαίων θανάτων της περιόδου 2015-2019. Στη συνέχεια, συγκρίναμε τους καταγεγραμμένους θανάτους το 2020 με τους στατιστικά αναμενόμενους. Στο σύνολο των 52 εβδομάδων (δεν υπολογίσαμε στην ανάλυση την 53η εβδομάδα, επειδή τις προηγούμενες τέσσερις χρονιές είχαμε 52 εβδομάδες), οι 15 είχαν υπερέχουσα θνησιμότητα άνω του 10%. Στην καρδιά του δεύτερου «κύματος», από τις 16 Νοεμβρίου έως και τις 6 Δεκεμβρίου, καταγράφονται τα μεγαλύτερα ποσοστά που φτάνουν το 35% την 47η εβδομάδα (16/11/2020-22/11/2020) και το 41% το διάστημα από τις 23 Νοεμβρίου έως τις 6 Δεκεμβρίου. Υπερέχουσα θνησιμότητα 41% σημαίνει ότι, εάν υποθέσουμε ότι οι στατιστικά αναμενόμενοι θάνατοι ήταν 100, τελικά κατέληξαν 141 άνθρωποι. Από τους υπερβάλλοντες θανάτους του διαστήματος 23 Νοεμβρίου έως 6 Δεκεμβρίου, εκτιμάται ότι περίπου επτά στους δέκα είναι θάνατοι επιβεβαιωμένων κρουσμάτων COVID-19, ενώ οι υπόλοιποι τρεις σχετίζονται έμμεσα με την πανδημία.

Οι περιφέρειες που εμφανίζουν τα υψηλότερα ποσοστά υπερέχουσας θνησιμότητας είναι η Κεντρική Μακεδονία, η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, η Δυτική Μακεδονία καθώς και η Θεσσαλία. Στην Κεντρική Μακεδονία, 7 στους 10 θανάτους σχετίζονται άμεσα με την COVID-19, ενώ στην Αττική το ποσοστό είναι 45,3%. Αντιθέτως, στην Ήπειρο και τα Ιόνια Νησιά, περιοχές που επλήγησαν λιγότερο από την πανδημία, συγκριτικά με άλλες περιφέρειες, καταγράφεται αρνητικό ποσοστό υπερέχουσας θνησιμότητας –δηλαδή, σημειώθηκαν λιγότεροι θάνατοι από τους στατιστικά αναμενόμενους.

Open Image Modal
iMEdD Lab


Θάνατοι εκτός ΜΕΘ και αυξημένες συρροές κρουσμάτων σε επαγγελματικούς χώρους

Εστιάζοντας στην περίοδο του δεύτερου «κύματος» της πανδημίας, τα δεδομένα, που φέρνει, για πρώτη φορά, στη δημοσιότητα το iMEdD Lab (αφορούν ολόκληρη τη χώρα, για το διάστημα από τις 12 Οκτωβρίου 2020 έως και τις 3 Ιανουαρίου 2021), σκιαγραφούν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για το τι συνέβη εκείνους τους δραματικούς μήνες, κατά τη διάρκεια των οποίων περισσότεροι από 4.200 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από τον κορωνοϊό.

Πέθαιναν γρήγορα οι ηλικιωμένοι ασθενείς πριν να προλάβουν να μπουν σε ΜΕΘ.

Σύμφωνα με στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας, από τις εβδομαδιαίες εκθέσεις του ΕΟΔΥ οι οποίες αποστέλλονται στο Υπουργείο Υγείας για ενημέρωση της Επιτροπής των Εμπειρογνωμόνων, στο προαναφερθέν διάστημα σχεδόν επτά στους δέκα ασθενείς (2.954) που κατέληξαν από την COVID-19 ήταν εκτός ΜΕΘ, ενώ εντός ΜΕΘ καταγράφηκαν 1.322 θάνατοι διασωληνωμένων ασθενών, δηλαδή το 30,9% των 4.276 συνολικών θανάτων εκείνο το διάστημα.

Θάνατοι εντός και εκτός ΜΕΘ ανά εβδομάδα το 2020

Η μέση ηλικία των ασθενών που κατέληξαν εκτός ΜΕΘ είναι τα 82,8 έτη (μέσος όρος των διάμεσων ηλικιών για τις εβδομάδες 43-53, δηλαδή από τις 19 Οκτωβρίου 2020 έως τις 3 Ιανουρίου 2021), ενώ εντός ΜΕΘ τα 70,7 έτη. Όσον αφορά στους θανάτους διασωληνωμένων ασθενών εντός ΜΕΘ, παρατηρούμε ότι, ενώ την 42η εβδομάδα (12-18 Οκτωβρίου) η διάμεση ηλικία ήταν τα 79 έτη, όσο πλησίαζε η κορύφωση του δεύτερου «κύματος» (49η-50η εβδομάδα, δηλαδή 30 Νοεμβρίου-13 Δεκεμβρίου), η διάμεση ηλικία μειώθηκε στα 67 έτη. Την ίδια περίοδο, όμως, η διάμεση ηλικία των θανόντων εκτός ΜΕΘ κυμάνθηκε από τα 85 έως τα 82 έτη.

Διάμεσες ηλικίες ασθενών που κατέληξαν εκτός και εντός ΜΕΘ, ανά εβδομάδα, το 2020

Εξετάζοντας το διάστημα από την εισαγωγή ενός ασθενούς στο νοσοκομείο έως τον θάνατό του, παρατηρούμε ότι τις πρώτες εβδομάδες η πλειονότητα των ασθενών κατέληγε πολύ πιο σύντομα σε σχέση με τις τελευταίες εβδομάδες. Συγκεκριμένα, την 46η εβδομάδα (9-15 Νοεμβρίου), οπότε καταγράφηκαν 316 νέοι θάνατοι, ο διάμεσος (median) αριθμός ημερών από την εισαγωγή μέχρι τον θάνατο ήταν 4 ημέρες, ενώ ο μέσος όρος ήταν 10 ημέρες. Αυτή η διαφορά ενδεχομένως σημαίνει ότι υπήρχαν πολλοί ασθενείς που πέθαιναν πολύ γρήγορα, ενώ λιγότεροι νοσηλεύονταν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. «Οι θάνατοι στη Βόρεια Ελλάδα, στην πλειονότητά τους, κατά 75%, συνέβησαν εκτός ΜΕΘ (…) οι ασθενείς πήγαιναν πολύ αργά στο νοσοκομείο, ήταν σε πολύ βαριά κατάσταση και δεν προλάβαιναν να νοσηλευθούν σε μονάδα» είχε δηλώσει η Αναστασία Κοτανίδου, Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρεία Εντατικής Θεραπείας, σε άρθρο του iMEdD Lab για την ετοιμότητα του Εθνικού Συστήματος Υγείας στην πανδημία και τις ελλείψεις στο ιατρονοσηλευτικό προσωπικό. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το iMEdD Lab, την 47η εβδομάδα, οπότε καταγράφηκαν 536 νέοι θάνατοι, μειώνεται ο μέσος όρος της διάρκειας από την εισαγωγή ως τον θάνατο στις 8 ημέρες, ενώ ο διάμεσος αριθμός ημερών παραμένει ο ίδιος. Αυτό ενδεχομένως σημαίνει ότι αυξήθηκε ο αριθμός των ασθενών που κατέληγαν πολύ γρήγορα. Από την επόμενη εβδομάδα και μέχρι το τέλος του έτους, αυξάνεται σταδιακά το χρονικό διάστημα από την εισαγωγή έως τον θάνατο –την 53η εβδομάδα φτάνει τις 13 ημέρες (διάμεσος).

Ο Νίκος Καπραβέλος, Τομεάρχης και Συντονιστής Διευθυντής Β’ ΜΕΘ στο νοσοκομείο Παπανικολάου στη Θεσσαλονίκη, σημείωνε στο ίδιο άρθρο του iMEdD Lab ότι «αυτοί οι άνθρωποι που ήρθαν ήταν πολύ μεγάλης ηλικίας και αυτό είναι το διαφορετικό χαρακτηριστικό μεταξύ δεύτερου και τρίτου “κύματος”: oι ηλικίες ήταν πολύ μεγάλες, που σημαίνει ότι δεν είχες τη δυνατότητα να περιμένεις ούτε μία ώρα να στηρίξεις τον ασθενή, για να βρεις κενό κρεβάτι εντατικής –μεγάλες ηλικίες, γρήγορος θάνατος. Ήταν ταχύτατη η επιδείνωση. Προφανώς, έλειπαν ΜΕΘ, διότι οι ανάγκες ήταν πολύ περισσότερες από τις δυνατότητες που είχαμε. Αυτό είναι πασίγνωστο. Συνεπώς, δεν δόθηκε σε πολλούς η δυνατότητα να περάσουν από μια ΜΕΘ».

 

Η πίεση του συστήματος υγείας διαφαίνεται και στα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το iMEdD Lab: Χαρακτηριστικά, την 46η εβδομάδα για κάθε αποσωλήνωση αντιστοιχούσαν 2,45 διασωληνώσεις. Την επόμενη εβδομάδα οι αποσωληνώσεις σχεδόν διπλασιάστηκαν (αύξηση 90%), ώστε να ανταποκριθεί το σύστημα στην πίεση από την ανάγκη νέων διασωληνώσεων. «Επίσης, αρκετοί βγήκαν από τη ΜΕΘ και πέθαναν στο τμήμα: ήταν τόσο βαριές οι καταστάσεις και τέτοια η πίεση η δική μας να φύγει κάποιος (σ.σ.: από τη ΜΕΘ) που ήταν λίγο καλύτερα… Δεν ήταν, όμως, οι συνθήκες τέτοιες (σ.σ.: για να πάει σε απλό κρεβάτι). Έπρεπε να πάει σε ΜΑΦ, που δεν υπάρχει στο Παπανικολάου. Μας βοήθησε πάρα πολύ το γεγονός ότι κάποια από αυτά τα περιστατικά διοχετεύτηκαν σε ιδιωτικό κέντρο που, σε συμφωνία με το κράτος, έπαιρνε τέτοια περιστατικά για αυξημένη φροντίδα. Και σώθηκαν πολλοί άνθρωποι έτσι» σημείωνε ο κ. Καπραβέλος. Η σχέση διασωληνώσεων-αποσωληνώσεων σταδιακά, μέχρι το τέλος του χρόνου, αντιστράφηκε.

Open Image Modal
iMEdD Lab

Σε επαγγελματικούς χώρους τα περισσότερα νέα κρούσματα

Αναφορικά με το πού εντοπίζονται τα περισσότερα νέα κρούσματα, φαίνεται ότι σε επαγγελματικούς χώρους σημειώνονται πολλαπλάσιες νέες συρροές συγκριτικά με άλλους ειδικούς χώρους, όπως κλειστές δομές, εκπαιδευτικά ιδρύματα και δομές υγείας. Συγκεκριμένα, από τις 2 Νοεμβρίου έως το τέλος του έτους, από 758 νέα κρούσματα (η τιμή αυτή δεν αντανακλά το σύνολο των κρουσμάτων στους παραπάνω χώρους) που ανιχνεύτηκαν, τα 434 ήταν σε επαγγελματικούς χώρους, όπως βιομηχανίες και ιδιωτικές επιχειρήσεις. Σε κλειστές δομές, όπως γηροκομεία, ψυχιατρεία, στρατόπεδα, κέντρα αποκατάστασης κ.λπ., εντοπίστηκαν 166 νέα κρούσματα.

Σύνολο νέων κρουσμάτων από την 45η έως και την 53η εβδομάδα του 2020
Αναλύοντας τη σχέση νέων κρουσμάτων με το σύνολο των κρουσμάτων, φαίνεται ότι σε κλειστές δομές ενδεχομένως έγινε μεγαλύτερη διασπορά του ιού, με αποτέλεσμα να καταγράφονται 2.476 κρούσματα από τα 4.769 συνολικά κρούσματα. Από τα 2.476 κρούσματα, τα 1.155 (46%) ήταν σε Μονάδες Φροντίδας Ηλικιωμένων, γηροκομεία και Κέντρα Αποκατάστασης. Παρά το γεγονός ότι σε χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία, καταγράφεται και ανακοινώνεται η θνησιμότητα σε τέτοιες κλειστές δομές, στην Ελλάδα δεν γνωρίζουμε πόσοι από αυτούς τους ανθρώπους σε κλειστές δομές, τελικά, κατέληξαν από τη νόσο.

 

Σύνολο κρουσμάτων από 45η έως και 53η εβδομάδα του 2020
Σύμφωνα με τη Eurostat, από τον Μάρτιο έως και τον Δεκέμβριο του 2020 υπολογίζεται ότι 580.000 περισσότεροι άνθρωποι, συγκριτικά με τους στατιστικά αναμενόμενους, έχασαν τη ζωή τους στην Ευρώπη, με τον Απρίλιο και τον Νοέμβριο να καταγράφονται τα μεγαλύτερα ποσοστά υπερέχουσας θνησιμότητας (25,1% και 40,7% αντιστοίχως).

Στην Ελλάδα, συγκριτικά με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, καταγράφηκε σχετικά μικρότερη, αλλά όχι αμελητέα, υπερέχουσα θνησιμότητα με περίπου τέσσερις στους δέκα στατιστικά μη αναμενόμενους θανάτους να σχετίζονται έμμεσα με την COVID-19.

Τις τελευταίες εβδομάδες η χώρα διανύει το τρίτο «κύμα» της πανδημίας με τα δημόσια νοσοκομεία να είναι υπό ασφυκτική πίεση και με ελλείψεις στο προσωπικό. H ευρωπαϊκή πλατφόρμα EUROMOMO, που παρακολουθεί τη θνησιμότητα από οποιαδήποτε αιτία σε 27 χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), καταγράφει τις τελευταίες εβδομάδες μικρή αύξηση της υπερέχουσας θνησιμότητας, η οποία όμως δεν υπερβαίνει τo φυσιολογικό εύρος. Πληροφορίες που διακινούνται στον Τύπο αναφέρονται σε δεκάδες ασθενείς που παραμένουν εκτός ΜΕΘ, αναμένοντας να βρεθεί άδειο κρεβάτι, με το υγειονομικό προσωπικό να δίνει καθημερινά μάχη, υπό αντίξοες συνθήκες, να τους κρατήσει στη ζωή. Δυστυχώς, η έλλειψη διάθεσης επίσημων και αναλυτικών δεδομένων από τον ΕΟΔΥ, έναν χρόνο και δύο μήνες μετά την έναρξη της πανδημίας στην Ελλάδα, δεν μας επιτρέπει να σχηματίσουμε μια πλήρη εικόνα για το τι ακριβώς συμβαίνει κατά το τρίτο «κύμα» της πανδημίας.

Πηγή: iMEdD Lab