μια λύση πακέτο υπό τη σκέπη της διεθνούς κοινότητας με τα ακόλουθα χαρακτηριστικά
Open Image Modal
Valery Sharifulin via Getty Images

Το φθινόπωρο του 2018 σημαδεύτηκε από τρία γεγονότα σχετικά με την κυπριακή υπόθεση. Το επίσημο άνοιγμα του Φακέλου της Κύπρου, τη συμπλήρωση 35 χρόνων από τη διακήρυξη ανεξαρτησίας του ψευδοκράτους και την έναρξη των γεωτρήσεων της ExxonMobil στο οικόπεδο 10. Η σύμπτωση αυτή προσφέρει την κατάλληλη αφορμή αναλογισμού της συνολικής πορείας των διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα του Ο.Η.Ε., ενόψει και της διπλωματικής κινητικότητας που παρατηρείται τον τελευταίο καιρό.

Προφανώς, η λύση που επιδιώκεται δεν μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα συμβιβασμού που ικανοποιεί τα ζωτικά συμφέροντα όλων των πλευρών, στη λογική του μη χείρον βέλτιστον και όχι μιας νομικίστικης, αποκομμένης από την πραγματικότητα της περιοχής κατασκευής. Συνεπώς, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τα δεδομένα που δημιουργήθηκαν τα τελευταία 44 έτη (προεχόντως τη δημογραφική αλλοίωση δια του εποικισμού στο Βορρά αλλά και τη συναισθηματική αποστασιοποίηση της νεότερης γενιάς Ελληνοκυπρίων από το αίτημα επιστροφής στις πατρογονικές εστίες). Εξάλλου, η επί μακρόν αποτυχία επανένωσης της Μεγαλονήσου από τόσες διαφορετικές κυβερνήσεις σε Ελλάδα, Τουρκία και Κύπρο φανερώνει μάλλον την αδυναμία σύγκλισης ανάμεσα στους ενδιαφερόμενους για λόγους που υπερβαίνουν την εκάστοτε συγκυρία.

Ως εκ τούτου, οφείλουμε να εξετάσουμε το απευκταίο, πλην ρεαλιστικό σενάριο εκ νέου κατάρρευσης των συνομιλιών ή απόρριψης της όποιας λύσης από το λαό που θα οδηγήσει, αργά ή γρήγορα, στο αίτημα de jure αποδοχής της de facto, ήδη από το 1974, κατάστασης. Κοντολογίς, με ποιες προϋποθέσεις θα μπορούσε να γίνει ανεκτή μια τέτοια εξέλιξη; Η απάντηση, ασφαλώς αναφέρεται σε μια λύση πακέτο υπό τη σκέπη της διεθνούς κοινότητας με τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

- Καταρχάς, η δημιουργία δύο κρατών καθιστά άνευ περιεχομένου το καθεστώς εγγυήσεων, το οποίο θα καταργηθεί και επίσημα. Τοιουτοτρόπως, η παραμονή ξένων στρατευμάτων στο έδαφος κάθε κράτους μετατρέπεται σε διμερές ζήτημα. Περαιτέρω, οι συνοριακές διορθώσεις θα πρέπει να σχεδιαστούν με βασική έγνοια τη διοικητική λειτουργικότητα (εξάλειψη ξένων θυλάκων) και την ενίσχυση της οικονομικής συνεργασίας (περιοχές Μόρφου και Αμμοχώστου). Τέλος, η είσοδος της «ΤΔΒΚ» στα Ηνωμένα Έθνη και η σύναψη διευρυμένης εμπορικής σχέσης με την Ε.Ε. θα συνδυαστεί με την άρση του τουρκικού veto στην ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στο NATO, ενώ η μετατροπή των αγγλικών βάσεων σε νατοϊκές υπό αγγλική διοίκηση θα διατηρήσει τη βρετανική παρουσία στην περιοχή περιορίζοντας το κόστος υποστήριξης αυτής.

Αφού σκιαγραφήσαμε μια κοινά αποδεκτή διέξοδο από το σημερινό τέλμα που δε θα επηρεάσει την καθημερινότητα των Κυπρίων, όπως τα δυσλειτουργικά διοικητικά μορφώματα που προτείνονται κατά κόρον στις επιμέρους διεθνείς διασκέψεις, απομένει να απαντηθούν δύο ερωτήματα. Πρώτον, ποια είναι τα συγκεκριμένα οφέλη που θα αποκομίσει κάθε μέρος από μια παρόμοια διευθέτηση; Δεύτερον, ποιες είναι οι επιπτώσεις του ενεργειακού ζητήματος και πώς θα αντιμετωπιστεί αυτό στο πλαίσιο της όλης διαδικασίας;

Όσον αφορά το κίνητρο συμμετοχής σε μια τέτοια συμφωνία, οι στρατηγικοί στόχοι που επιτυγχάνει κάθε εμπλεκόμενος είναι οι εξής:

- Αποτροπή περικύκλωσης στην ημισέληνο Κριμαία-Κύπρος για την Τουρκία ανεξάρτητα από μελλοντική σύμπλευση Η.Π.Α.-Ρωσίας, με ειδική αναφορά στην κρίσιμη περιοχή της τουρκοσυριακής μεθορίου και της κουρδικής ενδοχώρας. Παράλληλα, δημιουργία ενός υποδείγματος ευρωτουρκικής συνύπαρξης με πραγματιστικούς όρους.

- Ανάσχεση του τουρκικού αναθεωρητισμού για την Ελλάδα, με διατήρηση ανοιχτών των διαύλων επικοινωνίας με Αίγυπτο και Ισραήλ μέσω Κύπρου, αμβλύνοντας συνάμα τη διαχρονική αμυντική αδυναμία στρατιωτικής ανάπτυξης σε δύο επιχειρησιακά θαλάσσια μέτωπα (Αιγαίο, Ανατολική Μεσόγειος) ταυτόχρονα.

- Αναγνώριση των Τουρκοκυπρίων από τα διεθνή fora με όλα τα επακόλουθα πλεονεκτήματα, κατεξοχήν αυτό της ελεύθερης πρόσβασης στις μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές αλλά και μεσοπρόθεσμα του περιορισμού της ολοσχερούς εξάρτησης από την Άγκυρα.

- Ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας ως κυρίαρχης χώρας που θα εξακολουθεί να χαράσσει τη δική της πολιτική χωρίς να υπόκειται σε εκβιασμούς κυβερνητικής παραλυσίας από εξωκυπριακά κέντρα, ενώ δευτερεύον πλην όχι αμελητέο είναι και το κόστος ενσωμάτωσης του τουρκοκυπριακού τμήματος στην κοινή, ομοσπονδιακή οικονομία που δε θα χρειαστεί να καταβάλλουν οι Ελληνοκύπριοι.

- Απεμπλοκή της αμερικανικής δράσης στη Μέση Ανατολή από χώρες αμφιταλαντευόμενες (Τουρκία) ή ασταθείς (Ιράκ, Συρία) με ειδική μνεία στην προαναφερθείσα μετεξέλιξη των βάσεων Ακρωτηρίου και Δεκέλειας σε συμμαχικές.

- Ασφάλεια του μεσογειακού διαδρόμου για την Ευρωπαϊκή Ένωση στην προσπάθεια διαφοροποίησης των πηγών ενέργειας και προμήθειας υδρογονανθράκων από μη ανταγωνιστικές δυνάμεις, καθώς και εξομάλυνση των σχέσεων με την Άγκυρα με έμφαση στην οικονομία, χωρίς τις αγεφύρωτες πολιτικές τριβές μιας ατέρμονης ενταξιακής διαδικασίας.

Θα κλείσουμε αυτή τη σύντομη παρέμβαση με μερικές σκέψεις για το ενεργειακό και μια γενικότερη επισήμανση. Η διαπραγματευτική αδιαλλαξία των γειτόνων προϋπήρχε του εντοπισμού κοιτασμάτων στην Κύπρο. Η συμπεριφορά της Τουρκίας είναι ουσιαστικά αμετάβλητη και υπαγορεύεται από τις εθνοτικές και κοινωνικές δυναμικές στο εσωτερικό της τουρκικής επικράτειας που ευνοούν την εξαγωγή κρίσεων. Παραταύτα, η συμπερίληψη στους καταστατικούς σκοπούς ενός ελληνοκυπριακού ταμείου υδρογονανθράκων της επένδυσης στο Βορρά σε τομείς κοινού ενδιαφέροντος (τουρισμός, πολιτισμός, υποδομές) θα αποτελούσε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία άσκησης ήπιας ισχύος με σαφές θετικό πρόσημο. Σε κάθε περίπτωση, οι υπεύθυνες πολιτικές ηγεσίες σε Λευκωσία και Αθήνα οφείλουν να διαχειριστούν τις επικείμενες διπλωματικές πρωτοβουλίες με ψύχραιμη αποφασιστικότητα, δημιουργική ευελιξία και, πρωτίστως, προσήλωση στη μελλοντική ευημερία του Ελληνισμού.