Πέθανε ο διάσημος χάκερ Κέβιν Μίτνικ

Σε ηλικία 59 ετών.
Open Image Modal
via Associated Press

Πέθανε σε ηλικία 59 ετών ο διάσημος χάκερ Κέβιν Μίτνικ, ο οποίος είχε γίνει γνωστός για τις δραστηριότητές του τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 με στόχο μεγάλες εταιρείες των χώρων της τηλεφωνίας και της τεχνολογίας.

Ο Μίτνικ πέθανε την Κυριακή στο Λας Βέγκας μετά από μάχη 14 μηνών με τον καρκίνο (πάγκρεας) είπε ο Στου Τσούβερμαν, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας εκπαίδευσης ασφαλείας KnowBe4, όπου ο Μίτνικ ήταν «chief hacking officer».

Η καριέρα του- από φοιτητής που πειραματιζόταν μέχρι καταζητούμενος από το FBI, κρατούμενος σε φυλακές και εν τέλει επαγγελματίας του χώρου της κυβερνοασφαλείας και συγγραφέας στον οποίο στρέφονταν Αμερικανοί κοινοβουλευτικοί και μεγάλες εταιρείες- αντανακλά την εξέλιξη της αντίληψης της κοινωνίας όσον αφορά στο hacking.

Αν και η καριέρα του Μίτνικ – και αυτό που πολλοί θεωρούν υπερβάλλοντα ζήλο από τους εισαγγελείς- τον έβαλε στη φυλακή για περίπου 5 χρόνια ως το 2000, το κοινό έμαθε να ξεχωρίζει το σοβαρό διαδικτυακό έγκλημα από τις δραστηριότητες νεαρών που θέλουν να αποδείξουν τις δυνατότητές τους. «Ποτέ δεν έκανε hacking για χρήματα» είπε ο Τσούβερμαν, που έγινε συνέταιρος του Μίτνικ το 2011. Όπως είπε, τον ενδιαφέρονταν κυρίως «τρόπαια».

Η σύλληψή του είχε τραβήξει πάνω της τα φώτα της δημοσιότητας το 1995, τρία χρόνια αφού κατάφερε να αποφύγει άλλη μια κατηγορία. Η κυβέρνηση τον κατηγόρησε για πρόκληση ζημιών εκατομμυρίων δολαρίων σε εταιρείες, μεταξύ των οποίων οι Motorola, Novell, Nokia και Sun Microsystems μέσω κλοπής λογισμικού και αλλαγών σε κώδικα υπολογιστή. Ωστόσο οι εισαγγελείες δυσκολεύτηκαν να βρουν στοιχεία για μεγάλα εγκλήματα, και μετά από φυλάκιση περίπου τεσσάρων ετών, ο Μίτνικ κατέληξε σε συμφωνία- συμβιβασμό το 1999. Αποφυλακίστηκε τον Ιανουάριο του 2000, με τον ίδιο να λέει πως ήταν «απλά εγκλήματα παραβίασης...ήθελα να μάθω όσα μπορούσα να βρω για το πώς λειτουργούσαν τα τηλεφωνικά δίκτυα».

 

Open Image Modal
via Associated Press

 

Του απαγορεύτηκε αρχικά η χρήση υπολογιστών, μόντεμ, κινητών ή οτιδήποτε άλλου θα μπορούσε να του παρέχει πρόσβαση στο Ίντερνετ, καθώς και οι δημόσιες ομιλίες. Οι όροι αυτοί χαλάρωσαν σταδιακά, μα δεν του επετράπη να επιστρέψει online μέχρι τον Δεκέμβριο του 2022.

Ο ίδιο ειδικευόταν σε αυτό που αποκαλείται «social engineering»: Υποδυόταν εργαζομένους εταιρειών για να αποκτά κωδικούς και δεδομένα, μια τεχνική που έγινε γνωστή ως pretexting και εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική στο hacking.

«Οι δραστηριότητες hacking μου ήταν μια αναζήτηση για γνώση, διανοητική πρόκληση, αγωνία και απόδραση από την πραγματικότητα» είπε το 2000 σχετικά με τα κίνητρά του, ενώ είχε καυχηθεί πως είχε διεισδύσει επιτυχώς σε κάποια από τα ανθεκτικότερα συστήματα που αναπτύχθηκαν ποτέ.

Είχε συλληφθεί για πρώτη φορά στα 17 του, αφού μπήκε σε γραφεία της Pacific Bell και πήρε εγχειρίδια υπολογιστών και κωδικούς για ψηφιακές κλειδαριές σε πόρτες. Έκανε έναν χρόνο σε κέντρο επανένταξης, καθώς κρίθηκε εθισμένος στο «πείραγμα» υπολογιστών.

Είχε μεγαλώσει στο Panorama City του Λος Άντζελες με τη μητέρα του, που είχε πάρει διαζύγιο από τον πατέρα του όταν ο ίδιος ήταν τριών ετών. Ήταν ένας υπέρβαρος, μοναχικός έφηβος που εγκατέλειψε το λύκειο και έκανε φίλους μόνο όταν μπήκε στον κόσμο των «phone phreaks», που χρησιμοποιούσαν κλεμμένους κωδικούς τηλεφώνων για κλήσεις μεγάλων αποστάσεων. Μετά ακολούθησαν οι υπολογιστές και ο ίδιος άρχισε να παραβιάζει συστήματα, συχνά περιπαίζοντας αυτούς που έβρισκε μπροστά του.

Ωστόσο υπήρχε και μια άλλη πλευρά, η οποία φάνηκε στις συζητήσεις του με τον δημοσιογράφο Τζόναθαν Λίτμαν για το «The Fugitive Game: Online with Kevin Mitnick». Ο χάκερ φαινόταν όχι τόσο απειλητικός, όσο ένας μάλλον προβληματικός νεαρός, πιο πολύ ενοχλητικός παρά εκδικητικός. Αν και μετά τη σύλληψή του το 1994 βρέθηκε ένα αρχείο υπολογιστή με 20.000 αριθμούς πιστωτικών καρτών που είχαν αντιγραφεί από τη Netcom δεν υπάρχουν στοιχεία πως χρησιμοποίησε κάποιους από αυτούς.

Ο Μίτνικ έγινε σύμβολο για τους χάκερ, και αρκετοί προέβησαν σε βανδαλισμούς ιστοσελίδων ζητώντας την απελευθέρωσή του, καθώς θεωρούσαν υπερβολική την ποινή που του επιβλήθηκε. Φήμες για τις δυνατότητες και τα κατορθώματά του κυκλοφόρησαν – μία μάλιστα οδήγησε στη μεταφορά του στην απομόνωση για εννιά μήνες, σύμφωνα με τον Τσούβερμαν, λόγω φόβων πως θα μπορούσε να προκαλέσει πυρηνικό πόλεμο σφυρίζοντας σε ένα τηλέφωνο με κερματοδέκτη- υποκρινόμενος το μόντεμ για να χακάρει συστήματα και να προκαλέσει εκτόξευση πυραύλου.

Ο ίδιος έχει γράψει το «The Ghost in the Wires», ενώ έχει γράψει μαζί με άλλους τρία ακόμα βιβλία, μεταξύ των οποίων το «The Art of Deception». Πέρα από τη KnowBe4, είχε και μια επιχείρηση penetration testing με τη σύζυγό του, Κίμπερλι Μπάρι.

Με πληροφορίες από Associated Press