Ποιότητα της εκπαίδευσης στην Ελλάδα: Επείγουσα η εθνική στρατηγική

Oι «άριστοι» μειώνονται ενώ οι «αδύναμοι» πληθαίνουν και άλλα δυσάρεστα συμπεράσματα. Υπάρχουν όμως και προτάσεις.
Open Image Modal
.
Eurokinissi

Η ενίσχυση των πολιτών με τις γνώσεις και δεξιότητες, οι οποίες θα τους βοηθήσουν να αναπτύξουν όλες τις ικανότητες και δυνατότητες τους προκειμένου να συμμετέχουν σε έναν όλο και ποιο αλληλοσυνδεόμενο κόσμο και να μετατρέψουν τις ικανότητες και δεξιότητες σε μια καλύτερη ζωή, πρέπει να είναι ο στόχος όλων των υπεύθυνων για τις εκπαιδευτικές πολιτικές μιας χώρας.

Ισότιμη πρόσβαση σε ποιοτικές υπηρεσίες εκπαίδευσης για όλους θα πρέπει οδηγούν τις εκπαιδευτικές πολιτικές (Sustainable Development Goals, UN, 2030; PISA/ΟΟΣΑ, 2019; The Learning crisis, The World Bank, 2019).

Και στην Ελλάδα, ποια είναι η κατάσταση; Στην Ελλάδα επιβεβαιώνεται ότι οι εκπαιδευτικές πολιτικές σε ισχύ, δεν υπηρετούν τον στόχο της ισότιμης πρόσβασης σε ποιοτικές υπηρεσίες εκπαίδευσης. Λίγοι νέοι και νέες έχουν αυτή τη τύχη.

Έρευνες των τελευταίων χρόνων επιβεβαιώνουν την χαμηλή ποιότητα των εκπαιδευτικών υπηρεσιών στις βαθμίδες εκπαίδευσης (προσχολική, πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια) και την αναποτελεσματικότητα τους. Παρά την διπλή χρηματοδότηση της εκπαίδευσης από τη δημόσια επένδυση και την επιπλέον επένδυση των νοικοκυριών σε φροντιστήρια, ιδιωτικά σχολεία, βιβλία, λογισμικά και άλλα αγαθά, οι επιδόσεις των μαθητών στην Ελλάδα υπολείπονται κατά πολύ των επιδόσεων άλλων όμοιων χωρών και μάλιστα από το 2015 χειροτερεύουν.

Τα αποτελέσματα αυτά είναι ανησυχητικά για την ανάπτυξη του ανθρωπίνου κεφαλαίου στην Ελλάδα, για την μείωση της φτώχειας, αλλά και για όποια βιώσιμη ανάπτυξη, που οι υπεύθυνοι των εκπαιδευτικών πολικών στη χώρα δείχνουν να επιζητούν.

Χαμηλές επιδόσεις που επιδεινώνονται

 Πρόσφατες μελέτες (Ετήσια Έκθεση 2019, Ανεξάρτητη Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση - ΑΔΙΠΠΔΕ; Έκθεση παρακολούθησης της εκπαίδευσης και της κατάρτισης 2019, Ευρωπαϊκή Επιτροπή 2019; ΟΟΣΑ PISA 2012 και PISA 2015; Έκθεση ΚΑΝΕΠ/, 2016 και η πρόσφατη δημοσίευση των αποτελεσμάτων PISA 2018 (Δεκέμβριος 2019) επιβεβαιώνουν ότι ενώ η συνολική χρηματοδότηση της εκπαίδευσης στην Ελλάδα δεν υπολείπεται άλλων οικονομικά όμοιων χωρών της ΕΕ και του ΟΟΣΑ, εν τούτοις τα σχολικά αποτελέσματα είναι πενιχρά. Η Ελλάδα έχει χαμηλές θέσεις όσον αφορά τη μέση επίδοση στα Μαθηματικά, στην κατανόηση κειμένου (γλώσσα) και στις Φυσικές Επιστήμες στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

Η πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ για την επιδόσεις των μαθητών σε βασικά θέματα (PISA 2018, δημοσίευση Δεκέμβριος 2019) επιβεβαιώνει ότι ακόμη και αυτά τα πενιχρά αποτελέσματα στις επιδόσεις των δεκαπεντάχρονων μαθητών στην Ελλάδα επιδεινώνονται.

Τι είναι το πρόγραμμα PISA (Programme for International Student Assessment)

Το PISA είναι μια μεγάλη διεθνής εκπαιδευτική έρευνα που διεξάγει ο ΟΟΣΑ από το 2000 και κάθε τρία χρόνια με την συμμετοχή 78 χωρών (το 2018). Σε κάθε χώρα επιλέγονται έγκυρα στατιστικά δείγματα δεκαπεντάχρονων μαθητών και μαθητριών και δοκιμάζονται σε μια σειρά από κοινά θέματα σε τρία γνωστικά αντικείμενα: μαθηματικά, φυσικές επιστήμες και γλώσσα-κατανόηση κειμένου. Αξιολογούνται η κριτική και η αναλυτική σκέψη των 15χρονων , καθώς και την ικανότητά τους να επεξεργάζονται έννοιες και δεδομένα για να επιλύσουν προβλήματα με επιστημονικό τρόπο. Τα θέματα δεν αναφέρονται στενά σε μια συγκεκριμένη διδακτική ύλη (curricula) , αλλά εξετάζουν αν και κατά πόσο οι 15χρονοι σήμερα είναι κατάλληλα καταρτισμένοι για να αντιμετωπίσουν της προκλήσεις της εποχής μας και τα προβλήματα της καθημερινής ζωής τους.

Ο μέσος όρος των επιδόσεων των 15χρονων στην Ελλάδα το 2018 είναι σε πτώση σε σύγκριση με τα αποτελέσματα του 2014 και στα τρία γνωστικά αντικείμενα (PISA 2018). Οι 15χρονοι στην Ελλάδα κατατάχθηκαν 42οι στην κατανόηση κειμένου (πέτυχαν μέσο όρο 457 μονάδες), 45οι στα μαθηματικά (451 μονάδες) και 45οι στις φυσικές επιστήμες (452 μονάδες) ανάμεσα στις 78 χώρες/περιοχές. Και στα τρία γνωστικά αντικείμενα οι Έλληνες μαθητές και μαθήτριες υπολείπονται κατά πολύ του μέσου όρου των μαθητών των χωρών του ΟΟΣΑ. Η Ελλάδα μένει πλέον πολύ πίσω σε σύγκριση με την Πορτογαλία, μια χώρα με την οποία έχει παρόμοια κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά. Οι 15χρονοι μαθητές από την Τουρκία πέτυχαν καλύτερες επιδόσεις από τους 15χρονους στην Ελλάδα και στα τρία γνωστικά αντικείμενα ενώ ταυτόχρονα αυξήθηκε θεαματικά και το ποσοστό των 15χρονων που πηγαίνουν στο σχολείο στην Τουρκία από 36% το 2003 σε 73% το 2018. Η Εσθονία βρίσκεται στην κορυφή της κατάταξης ενώ η Ελλάδα βρίσκεται πίσω από χώρες όπως η Τσεχία η Λετονία, η Κροατία, η Ουγγαρία, η Λευκορωσία και από όλες οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός από την Ρουμανία, την Βουλγαρία την Μάλτα και την Κύπρο.

Η έκθεση PISA 2018 προσφέρει ένα πλήθος φερέγγυων δεδομένων ( τεστ στις γνωστικές περιοχές και ερωτηματολόγια) η ανάλυση των οποίων θα προσφέρει χρήσιμα συμπεράσματα για την ανάπτυξη των σωστών εκπαιδευτικών πολιτικών, αν οι πολιτικοί στην Ελλάδα θελήσουν να τα χρησιμοποιήσουν. Οι ερευνητές θα αναλύσουν, οι πολιτικοί θα ακούσουν;

Κάποιες προκαταρκτικές διαπιστώσεις

Στη γλώσσα/κατανόηση κειμένου, οι 15χρονοι στην Ελλάδα συγκέντρωσαν 457 μονάδες, ενώ στο διαγωνισμό του 2015 είχαν συγκεντρώσει 467 μονάδες. Το 2018 η Ελλάδα κατετάγη 42η ενώ το 2015 41η. Ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 487 βαθμοί.

Oι «άριστοι» μειώνονται ενώ οι «αδύναμοι» πληθαίνουν

 Σύμφωνα με το PISA 2018 μόλις το 6,2% των Ελλήνων μαθητών πέτυχε πολύ υψηλές επιδόσεις σ’ ένα έστω γνωστικό αντικείμενο (από 6,8% το 2015). Το αντίστοιχο ποσοστό αρίστων στην Πορτογαλία είναι 15,2%, στη Σιγκαπούρη 43,3%, στην Εσθονία 22,5%, στη Γαλλία 15,9%. Στον αντίποδα,  2 στους 10 Έλληνες μαθητές δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν ούτε στα βασικότερα προβλήματα και στα τρία γνωστικά αντικείμενα -ποσοστό μεγαλύτερο από αυτό της Τουρκίας, της Σλοβακίας και της Λευκορωσίας, μεταξύ άλλων.

Εσωτερική και γεωγραφική παγίωση των ανισοτήτων

 Οι επιδόσεις των μαθητών στην Ελλάδα, χαρακτηρίζονται από εσωτερική παγίωση όσον αφορά τη δυνατότητα των μαθητών με χαμηλές επιδόσεις να μετακινηθούν σε υψηλότερες κατηγορίες επίδοσης, οι οποίες δυστυχώς δεν βελτιώνονται με τη εκπαίδευση (PISA 2014, 2018). Αυτό σημαίνει ότι το σχολείο αντί να δίνει ευκαιρίες και να μειώνει τις ανισότητες, στην καλύτερη περίπτωση τις παγιώνει, όταν δεν τις διευρύνει περαιτέρω.

Επιβεβαιώνεται ότι στα σχολεία στην Ελλάδα, το σχολικό κλίμα, η ψυχολογία των μαθητών αλλά και ο επαγγελματισμός των εκπαιδευτικών είναι χειρότερα από ό,τι συμβαίνει κατά μέσο όρο στις υπόλοιπες χώρες που συμμετέχουν.

Tι πρέπει να γίνει;

Πρώτα θα πρέπει οι υπεύθυνοι εκπαιδευτικών πολιτικών να σταματήσουν να σχεδιάζουν αποσπασματικές παρεμβάσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα.

Στη συνέχεια να τεθούν οι βάσεις για ένα εθνικό όραμα για την ανύψωση των δημοσίων σχολείων στη χώρα μας. Το όραμα θα καθοδηγήσει το σχεδιασμό των σωστών πολιτικών για τη βελτίωση των επιδόσεων των μαθητών στο δημόσιο σχολείο με έμφαση στη Γλώσσα, τα Μαθηματικά και τις Θετικές Επιστήμες, εκεί δηλαδή που παίζεται το δράμα της σχολικής αποτυχίας. Αυτό απαιτεί τον καθορισμό συγκεκριμένων και μετρήσιμων στόχων σε τακτά χρονικά διαστήματα. η αισθητή βελτίωση των επιδόσεων των μαθητών θα κάνει την δημόσια εκπαίδευση πιο αποτελεσματική και ποιοτική.. Η μετρήσιμη βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης από τα δημόσια σχολεία της χώρας μας αποτελεί την πιο δίκαιη στρατηγική παρέμβαση προς όφελος των μεσαίων και χαμηλών εισοδημάτων.

Διαβούλευση, μετρήσιμοι στόχοι και λογοδοσία. Καθώς η χώρα μας εξέρχεται σιγά-σιγά από μια από τις σοβαρότερες δημοσιονομικές κρίσεις δεν έχει την πολυτέλεια για αποσπασματικά μέτρα και συμβολικές πράξεις, ούτε για άκριτες αντιγραφές από άλλα εκπαιδευτικά συστήματα με διαφορετικές προκλήσεις. Απαιτείται πολύ υψηλού επιπέδου στρατηγικός σχεδιασμός με στόχο τη βελτίωση των δεξιοτήτων και γνώσεων όλων των νέων, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικό-συναισθηματικών δεξιοτήτων και των τεχνολογικών δεξιοτήτων για τον 21ο αιώνα. Ο στρατηγικός σχεδιασμός με μετρήσιμους στόχους θα ενισχύσει τη λογοδοσία, θα δημιουργήσει κίνητρα για βελτίωση, θα επιβραβεύσει τα σχολεία που βελτιώνονται και μειώνουν το εκπαιδευτικό χάσμα και θα καθοδηγήσει τις εκπαιδευτικές πολιτικές. Ο στόχος «Ποιοτική Εκπαίδευση 2030» του ΟΗΕ και οι καλές πρακτικές άλλων ευρωπαϊκών χωρών (Ε.Ε. Ευρυδίκη, 2017) ας εμπνεύσουν τη βελτίωση της δημόσιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα.

( Αίγλη Ζαφειράκου, PhD, Εμπειρογνώμων Εκπαιδευτικών Στρατηγικών & Πολιτικών, Σύμβουλος για την Παγκόσμια Τράπεζα και άλλους διεθνείς οργανισμούς, υποψήφια στις Ευρωεκλογές με το Κίνημα Αλλαγής-ΠΑΣΟΚ)