Πώς το βέτο της Κύπρου στις κυρώσεις εναντίον της Λευκορωσίας διασώζει την εθνική κυριαρχία της

...και την ευρωπαϊκή αξιοπιστία
Open Image Modal
YIANNIS KOURTOGLOU via Getty Images

Όπως αναμενόταν, στο πρόσφατο Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ, η Κύπρος δεν συμφώνησε στην επιβολή κυρώσεων στη Λευκορωσία, με αποτέλεσμα να μην υπάρξει ομοφωνία και να μην προχωρήσει το σχέδιο των Ευρωπαίων. Ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής, Ζοζέπ Μπορέλ, επιβεβαίωσε το γεγονός δηλώνοντας: «Δυστυχώς οι κυρώσεις δεν υιοθετήθηκαν ακόμη, διότι ένα κράτος-μέλος δεν ήταν έτοιμο να συναινέσει … η επιβολή κυρώσεων είναι ζήτημα ευρωπαϊκής αξιοπιστίας»1.

Κάποιοι αξιωματούχοι και δημοσιολόγοι, Βορειοευρωπαίοι στην πλειοψηφία τους, ψέγουν τη Λευκωσία για τη στάση της, κατηγορώντας την για αλαζονεία και εγωισμό, εξαιτίας των οποίων η ΕΕ κρατείται «όμηρος» αφού δεν μπορεί να υποστηρίξει εμπράκτως τους κατοίκους της Λευκορωσίας. Της προσάπτουν, μάλιστα, ότι συνδέει άσχετα μεταξύ τους ζητήματα. Είναι, όμως, αυτή η πραγματικότητα; Μάλλον όχι.

Από το 2014,και ιδίως από το 2018, η Τουρκία καταπατά συστηματικά τα κυριαρχικά δικαιώματα τής Κύπρου. Κατά παράβαση του Διεθνούς Δικαίου και κάθε είδους νομιμότητας, το ερευνητικό σκάφος Barbaros και τα γεωτρύπανα Fatih και Yavuz δραστηριοποιούνται εντός της κυπριακής ΑΟΖ, ακόμη και σε αδειοδοτημένα από την κυπριακή κυβέρνηση σε ξένες εταιρίες θαλάσσια οικόπεδα. Επισημαίνεται ότι η Λευκωσία έχει συνάψει συμφωνίες οριοθέτησης ΑΟΖ με Αίγυπτο (2003), Λίβανο (2007) και Ισραήλ (2010), σύμφωνα με τις πρόνοιες της Σύμβασης του Montego Bay για το Δίκαιο της Θάλασσας. Ανά διαστήματα, δε, ο Τούρκος πρόεδρος κι άλλοι αξιωματούχοι απειλούν με νέα εισβολή στο νησί, περίπου 36% του οποίου τελεί ήδη από το 1974 υπό παράνομη τουρκική κατοχή.

Παρά τις συνεχείς αντιδράσεις της κυπριακής κυβέρνησης, τις δηλώσεις διαμαρτυρίας, τις εκκλήσεις για έμπρακτη στήριξη από την ΕΕ και επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία, οι Βρυξέλλες δεν έχουν υιοθετήσει έως τώρα μια αποφασιστική στάση και μια δέσμη μέτρων που θα θέσει οριστικό τέρμα στην τουρκική προκλητικότητα. Τον Ιούλιο του 2019 επιβλήθηκαν κάποιες κυρώσεις αλλά ήταν πολύ περιορισμένες και δεν άγγιζαν την τουρκική οικονομία ή κυβέρνηση. Εδώ και 2,5 χρόνια, Ευρωπαίοι αξιωματούχοι περιορίζονται σε δηλώσεις συμπαράστασης, στις οποίες εκφράζεται η αλληλεγγύη προς την Κύπρο και η Τουρκία καλείται να σεβαστεί το Διεθνές Δίκαιο.

Η ευρωπαϊκή αδράνεια και αναβλητικότητα δε φαίνεται να ισχύει στη περίπτωση της Λευκορωσίας, μιας χώρας που δεν είναι μέλος της ΕΕ. Στις 9 Αυγούστου, διεξήχθησαν προεδρικές εκλογές. Από την επόμενη κιόλας ημέρα, ξεκίνησαν οι αντιδράσεις χιλιάδων πολιτών, που κατηγορούσαν τον πρόεδρο Λουκασένκο για νοθεία, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να προχωρήσει σε καταστολή των διαδηλώσεων. Οι Βρυξέλλες έστερξαν αμέσως στο πλευρό των διαδηλωτών, τονίζοντας ότι δεν αναγνωρίζουν το αποτέλεσμα των εκλογών κι ότι επιθυμούν το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το καθεστώς. Έκαναν λόγο, δε, για άμεση επιβολή κυρώσεων.

Αυτό που δεν λέγεται αλλά είναι προφανές, κρίνοντας και από προηγούμενη ανάμιξη τής ΕΕ σε χώρες της περιοχής, είναι ότι αυτό το έντονο ενδιαφέρον έχει πολιτικό χαρακτήρα. Οφείλεται κατά κύριο λόγο στην επιθυμία ανάσχεσης τής ρωσικής επιρροής στη Λευκορωσία. Ως γνωστόν, η χώρα είναι ένα από τα τελευταία προπύργια ρωσικής ισχύος στην ανατολική Ευρώπη. Μολονότι τα τελευταία χρόνια ο Λουκασένκο εκφράζει ορισμένες φορές τη δυσαρέσκειά του για τη ρωσική πολιτική, η Μόσχα διατηρεί την επιρροή της. Προκειμένου, λοιπόν, οι αξιωματούχοι των Βρυξελλών να αλλάξουν αυτή την κατάσταση και να οδηγήσουν τη χώρα στο δυτικό στρατόπεδο, ετάχθησαν εξαρχής στο πλευρό των διαμαρτυρομένων, αναγορεύοντας μάλιστα τη φιλοδυτική ηγέτιδα της αντιπολίτευσης, Σβετλάνα Τιχανόφσκαγια, σε άμεσο συνομιλητή τους.

Το διήμερο 27-28 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε στο Βερολίνο το Άτυπο Συμβούλιο Ευρωπαίων Υπουργών Εξωτερικών στο οποίο συμφωνήθηκε ότι τα ζητήματα Τουρκίας και Λευκορωσίας θα προχωρούσαν μαζί. Με άλλα λόγια, θα υπήρχε ταυτόχρονη επιβολή κυρώσεων σε Άγκυρα και Μινσκ. Η τελική απόφαση θα ελαμβάνετο στο Συμβούλιο του Σεπτεμβρίου, οπότε και θα ανακοινώνονταν τα καταρτισθέντα σχέδια. Εντούτοις, από νωρίς διεφάνη ότι παρά τις δεσμεύσεις τους, πολλοί Ευρωπαίοι επιδεικνύουν ιδιαίτερη ζέση για την επιβολή κυρώσεων στη Λευκορωσία αλλά όχι στην Τουρκία. Η Λευκωσία προειδοποιούσε για μέρες ότι, σε περίπτωση που αθετηθεί η συμφωνία του Βερολίνου, θα καταφύγει ως έσχατο μέσο στην άσκηση του δικαιώματος αρνησικυρίας. Ως αποτέλεσμα, στο συμβούλιο της 21ης Σεπτεμβρίου, και παρά τις πιέσεις, η Κύπρος παρέμεινε σταθερή στη θέση της και δεν απεδέχθη το σχέδιο της ΕΕ.

Καθίσταται, λοιπόν, σαφές ότι αυτός που ευθύνεται για το αδιέξοδο στο Συμβούλιο δεν είναι η Λευκωσία αλλά κάποια άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Αυτά που, υπαναχωρώντας από τις δεσμεύσεις του Αυγούστου, επέλεξαν να μη στηρίξουν ένα άλλο κράτος-μέλος που απειλείται διαχρονικά και άμεσα, και να κατευνάσουν για μια ακόμη φορά την Τουρκία για ιδιοτελείς σκοπούς. Αντιθέτως, για πολιτικούς λόγους προτεραιοποιούν την περίπτωση ενός κράτους μη μέλους της ΕΕ, στο οποίο σημειώνονται παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που, όμως, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να συγκριθούν με τις παραβιάσεις δικαιωμάτων- ανθρωπίνων και κυριαρχικών- που υφίστανται οι Κύπριοι από το 1974.

Υπογραμμίζεται ότι η Λευκωσία δεν αντιτάσσεται στην επιβολή κυρώσεων στη Λευκορωσία. Τουναντίον, είναι από τις χώρες που πρότειναν και την επιβολή τομεακών κυρώσεων. Αυτό που επιθυμεί είναι η εφαρμογή της πολιτικής συμφωνίας του Βερολίνου.

Το βέτο δεν ασκήθηκε λόγω εγωισμού, έλλειψης ενδιαφέροντος για το λαό της Λευκορωσίας ή χάριν γούστου. Το βέτο ασκήθηκε προκειμένου η Κύπρος να προασπίσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Διστάζοντας να επιβάλουν κυρώσεις λόγω πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων ορισμένων κρατών-μελών, οι Βρυξέλλες δίνουν στην Τουρκία το πράσινο φως για τη συνέχιση των έκνομων ενεργειών της.

Επίσης, το βέτο αποκτά υπαρξιακό χαρακτήρα πλέον για την Κυπριακή Δημοκρατία. Η ιστορία καταδεικνύει ότι η ατιμωρησία της Άγκυρας θρέφει τον αναθεωρητισμό κι επεκτατισμό της στη Μέση Ανατολή και τη Μεσόγειο. Όσο οι Ευρωπαίοι εμμένουν στη λογική του κατευνασμού, η Άγκυρα θα ενισχύει την επιθετικότητά της, θα αυξάνει τις διεκδικήσεις της και θα δημιουργεί τετελεσμένα. Σε περίπτωση που η Κύπρος αποσύρει το βέτο χωρίς να ικανοποιηθεί το αίτημά της, η Τουρκία θα προχωρά σταθερά σε ποιοτικά αναβαθμισμένες παραβιάσεις, που πιθανότατα θα καταλήξουν σε απώλεια κυπριακών κυριαρχικών δικαιωμάτων ή και μέρους της κυπριακής κυριαρχίας. Σε πιο άμεσο επίπεδο, η Λευκωσία θα χάσει την αξιοπιστία της, γιατί θα καταδείξει ότι υπό το βάρος πιέσεων, απεμπολεί τα δικαιώματά της.

Παραλλήλως, με τη στάση της, η Κύπρος πέραν της εθνικής, διασώζει και την ευρωπαϊκή αξιοπιστία. Θεμελιώδεις στόχοι της ΕΕ είναι η ελευθερία, η ασφάλεια, η δικαιοσύνη και η ενίσχυση της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών. Αυτοί πρέπει να εξυπηρετούνται με κάθε κίνηση της ΕΕ, και εν προκειμένω, μπορούν να εξυπηρετηθούν μόνο με τον τρόπο που προτείνει η Λευκωσία.

Η Τουρκία παραβιάζει τα κυριαρχικά δικαιώματα κρατών-μελών και απειλεί ακόμη και την ίδια την ύπαρξη ενός κράτους-μέλους. Το βέτο δίνει την ευκαιρία στους Ευρωπαίους να αποδείξουν εν τοις πράγμασι και με τον πιο εμφατικό τρόπο ότι το όραμα των ιδρυτών της ΕΕ περί μιας ουσιαστικής ένωσης και αλληλεγγύης είναι ζωντανό, και δεν έχει υπονομευθεί εξ ολοκλήρου από τα οικονομικά ή άλλα συμφέροντα ορισμένων μελών. Ακόμη, ότι οι ευρωπαϊκές αρχές και αξίες είναι αδιαπραγμάτευτες και η αντίδραση στην όποια παραβίασή τους δεν είναι επιλεκτική αλλά καθολική. Δεν είναι δυνατόν οι επιθετικές και έκνομες ενέργειες εναντίον κράτους-μέλους, οι οποίες απειλούν την ασφάλειά του, να θεωρούνται ήσσονος σημασίας και να προκρίνεται ως σημαντικότερη η εκλογική νοθεία και η, έστω και βίαιη, καταστολή διαδηλώσεων σε μια χώρα μη μέλος της ΕΕ.

Εντούτοις, αν οι Ευρωπαίοι νοιάζονται τόσο πολύ για τα ανθρώπινα δικαιώματα σε τρίτες χώρες, ας τους ενημερώσει κάποιος ότι από το 2016, βρίσκεται εν εξελίξει στην Τουρκία μια οργανωμένη επιχείρηση καταπάτησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων μαζικές συλλήψεις, βασανιστήρια και δολοφονίες Κούρδων αλλά και Τούρκων, που είτε αντιτάσσονται στον Τούρκο πρόεδρο είτε θεωρούνται μέλη του κινήματος του Φετουλάχ Γκιουλέν. Γι’ αυτά, όμως, τα εγκλήματα, καθώς και για τα εγκλήματα πολέμου που διαπράττονται στη βόρεια Συρία από τις τουρκικές και τουρκόφιλες δυνάμεις κατοχής2, αλλά και για τις στρατιωτικές επεμβάσεις σε Ιράκ και Λιβύη, δε γίνεται ούτε νύξη για επιβολή κυρώσεων.

Μια Ευρωπαϊκή Ένωση, λοιπόν, που σέβεται τον εαυτό της και τον ιδρυτικό της χαρακτήρα οφείλει να αντιδράσει δυναμικά έναντι όλων όσοι καταπατούν το Διεθνές Δίκαιο και θεμελιώδεις αξίες. Ειδάλλως, θα επιβεβαιωθούν πανηγυρικά όσοι διατείνονται ότι η Ένωση είναι ουσιαστικά κενό γράμμα, έχοντας μεταβληθεί σε ένα όργανο προώθησης συμφερόντων συγκεκριμένων κρατών-μελών. 

1 Borrell, J. (2020). “Belarusians courageously demand democratic change. The EU must stand by them”, EEAS, 22 Σεπτεμβρίου [ Διαθέσιμο σε: https://eeas.europa.eu/headquarters/headquarters-homepage_en/85548/Belarusians%20courageously%20demand%20democratic%20change.%20The%20EU%20must%20stand%20by%20them ]

2Μοτίκα, Μ. (2020). «Η Δύση κάνει πως δεν βλέπει τα εγκλήματα πολέμου της Τουρκίας στη Συρία». SLPress, 27 Αυγούστου. [Διαθέσιμο σε: https://slpress.gr/diethni/i-dysi-kanei-pos-den-vlepei-ta-egklimata-polemoy-tis-toyrkias-sti-syria/ ]