Τα κανόνια προϋποθέτουν βούτυρο και το αντίστροφο

Οσοι δεν ξέχασαν και παρέμειναν προσηλωμένοι στην παράλληλη μέριμνα και των δύο ,διαχειρίζονται αποτελεσματικότερα την ενεργειακή και εν γένει τη διεθνή κρίση.
Open Image Modal
via Associated Press

Εν τω μέσω του Ψυχρού Πολέμου, το 1970, ο Αμερικανός θεωρητικός Charles Kindleberger επισήμαινε ότι «σχεδόν οιοδήποτε πολιτικό ερώτημα ενέχει μία οικονομική πτυχή και, εφόσον ξεφύγουμε από τα [απλουστευμένα] οικονομικά προβλήματα του Ροβινσώνα Κρούσου, σχεδόν οιοδήποτε οικονομικό ερώτημα ενέχει μία πολιτική πτυχή».

Σήμερα, σχεδόν μισό αιώνα μετά, βιώνουμε την επαλήθευση της εν λόγω θέσης κατά τρόπο καταιγιστικό, δραματικό και απόλυτο. Το ερώτημα «βούτυρο ή κανόνια» είναι προφανώς ελκυστικό για την έγερση πολύωρων συζητήσεων, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για ψευδοδίλημμα εφόσον η οικοδόμηση στρατιωτικής ισχύος και η εν γένει ενίσχυση της στρατηγικής θέσης ενός δρώντα προϋποθέτουν την οικονομική ισχύ και αντιστρόφως, η οικονομική ισχύς μεγιστοποιείται ενόσω ο δρών διαθέτει ένας ευκρινές στρατηγικό αποτύπωμα στο διεθνές σύστημα. Συνεπώς, πρόκειται για δύο διαδικασίες, για τις οποίες το κράτος μεριμνά εν παραλλήλω.

Όπως υπογράμμιζε ο Kenneth Waltz την ίδια ακριβώς χρονική περίοδο με τις αναλύσεις του Kindleberger, μία χώρα επιθυμεί ορθολογικά να επιτύχει την αυτάρκειά της ιδίως όσον αφορά στρατηγικά αγαθά όπως κατά μείζονα λόγο η ενέργεια. Όμως, η προκείμενη αυτάρκεια και η συνεπαγόμενη ελαχιστοποίηση των έξωθεν εξαρτήσεων δεν μπορεί να καταστεί μετρήσιμη μέσω αποκλειστικά των εισαγόμενων ποσοτήτων, αλλά διακριτής σημασίας είναι η αξιόπιστη και αδιάληπτη πρόσβαση της χώρας σε ενεργειακούς πόρους.

Επιπροσθέτως, εκτός της γεωγραφικής θέσης των παραγωγών, ο αριθμός τους είναι εξίσου σημαντικός, ενώ η ανθεκτικότητα της οικονομίας αυξάνεται και η εξάρτηση από τις εισαγωγές μειώνεται μέσω βελτιωμένων μεθόδων χρήσης και ανακύκλωσης των υλικών, κατεύθυνση προς την οποία η Ευρώπη αναγκάζεται πλέον να κινηθεί με πιο επιτακτικούς ρυθμούς λόγω των συνεπειών της τρέχουσας ενεργειακής κρίσης.

Επί σειρά δεκαετιών, οι Η.Π.Α. τόνιζαν την ανάγκη διεύρυνσης της διαφοροποίησης των συνεργαζόμενων παραγωγών και διόδων μεταφοράς υδρογονανθράκων προς τις ευρωπαϊκές αγορές.

Η αμερικανική διπλωματική πίεση οδήγησε τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. να υιοθετήσουν την εν λόγω επιλογή ως προτεραιότητα αφενός στο πνεύμα του ορισμού της ενεργειακής ασφάλειας, όπως αποδίδεται με γνώμονα την ελαχιστοποίηση των σχέσεων εξάρτησης, και αφετέρου με το βλέμμα προφανέστατα στη διευρυνόμενη θέση της Ρωσίας στην ενεργειακή αγορά της ευρωπαϊκής ηπείρου.

Η δε ένταξη στην Ε.Ε. των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες παρουσίαζαν και εξακολουθούν να παρουσιάζουν μεγάλα ποσοστά εξάρτησης από τη Μόσχα, μετέτρεψε τις προτροπές σε στρατηγική προτεραιότητα.

Το διαρκές επιχείρημα υπέρ της εμβάθυνσης της ενεργειακής συνεργασίας των κρατών-μελών της Ε.Ε. και ιδίως της Γερμανίας με τη Ρωσία συνίστατο στο γεγονός ότι δεν διαπιστωνόταν μόνο η πτυχή του μονοπωλίου, αλλά και εκείνη του μονοψωνίου. Υπογράμμιζαν, δηλαδή, ότι η Μόσχα είναι και εκείνη βαθιά εξαρτημένη στα έσοδα από το εμπόριο εν προκειμένω του φυσικού αερίου και δεν είναι προς το συμφέρον της μια ενδεχόμενη διάρρηξη της συνεργασίας, καθώς θα πληγεί δημοσιονομικά.

Υπήρχε όντως σχέση αλληλεξάρτησης και ποια ήταν τα όρια της;

Πρώτον, η Ρωσία είχε επιτύχει την εύρεση σημαντικότατων αγορών, οι οποίες απορροφούσαν και απορροφούν μεγάλο μέρος των εξαγωγών της. Τα κράτη του πρώην σοβιετικού χώρου, η Κίνα ή και η Τουρκία είναι ορισμένοι από τους σημαντικότερους ενεργειακούς εταίρους της Μόσχας εκτός Ε.Ε.. Η αδυναμία πλήρους και καθολικής απονομιμοποίησης της ρωσικής στρατιωτικής εισβολής στην Ουκρανία έχει δημιουργήσει προσκόμματα, τα οποία εκμεταλλεύεται η Μόσχα όχι μόνο στο επίπεδο των εξαγωγών υδρογονανθράκων, αλλά και σε εκείνο των εξοπλιστικών προγραμμάτων.

Δεύτερον, υποτιμήθηκε η στρατηγική κουλτούρα μιας Μεγάλης Δύναμης, όπως η Ρωσία. Όταν κράτη, στρατηγικά απονευρωμένα όπως η Γερμανία, δήλωναν τη μονομερή προσήλωσή τους στο εμπόριο και στις οικονομικές σχέσεις, η Ρωσία – ιδίως του Βλαντίμιρ Πούτιν – προχωρούσε σε ένα πολυεπίπεδο σχεδιασμό, χωρίς την αντίστοιχη επίδειξη «τυφλής εμπιστοσύνης».

Άλλωστε, η δυνατότητα της ρωσικού πολιτικού συστήματος και της ρωσικής γραφειοκρατίας, λόγω κουλτούρας, πολιτειακής συγκρότησης και ιστορικών καταβολών, να απορροφούν τους κραδασμούς μιας στρατηγικής αναπροσαρμογής επί της οικονομίας είναι σαφώς μεγαλύτερη εν σχέσει με την αντίστοιχη προθυμία των περισσοτέρων – αν όχι όλων – πολιτικών συστημάτων και κοινωνιών στην ευρωπαϊκή ήπειρο.

Με άλλα λόγια, όσοι δεν ξέχασαν και παρέμειναν προσηλωμένοι στην παράλληλη μέριμνα τόσο για το «βούτυρο» όσο και για τα «κανόνια», σήμερα διαχειρίζονται πολύ αποτελεσματικότερα την ενεργειακή και εν γένει διεθνή κρίση. Όσοι, αντιθέτως, προτίμησαν τη μονοσήμαντη διπλωματία των αδιαφανών οικονομικών συναλλαγών, χωρίς την αναγκαία περίσκεψη για το στρατηγικό σκέλος, σήμερα θερίζουν θύελλες.