Γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν επιβάλλει αυστηρότερες κυρώσεις στην Τουρκία;

Η Κυπριακή και η Ελληνική πολιτική ηγεσία θα πρέπει, κατά την γνώμη μας, να επιμείνουν σε μια πιο πιεστική πολιτική των Ευρωπαϊκών χωρών προς την Τουρκία, ως βέλτιστου και μοναδικού τρόπου καταπολέμησης της Τουρκικής επιθετικότητας,
Open Image Modal
iconeer via Getty Images

Λίγες ημέρες πριν, αναπτύξαμε γιατί, κατά την γνώμη μας, δεν έχουν επιβληθεί μέχρι σήμερα ουσιαστικές κυρώσεις από τις ΗΠΑ στην Τουρκία για την εισβολή της στην Συρία, όπως και για τις παραβιάσεις Αμερικανικών Νόμων (με μοναδική εξαίρεση την αποβολή της από το πρόγραμμα κατασκευής των F35, λόγω της προμήθειας των πυραύλων S400). Είχαμε αναφέρει ότι η Τουρκία, για να προωθήσει τις θέσεις της, χρησιμοποιεί πρόσωπα από το στενό περιβάλλον του Προέδρου Τραμπ, που στην πλειονότητά τους βαρύνονται πλέον με κατηγορίες ή καταδίκες. Ακόμα, ως μια πιθανή εξήγηση της ακραίας φιλοτουρκικής πολιτικής του Τραμπ, δεν είχαμε αποκλείσει (παρότι δεν υπάρχουν σχετικές ενδείξεις), κατά τις επικοινωνίες Τούρκων αξιωματούχων με τα πρόσωπα αυτά, να έχουν υποκλαπεί, μέσω ηλεκτρονικής πειρατείας, στοιχεία που επιβαρύνουν τους ιδίους ή και άλλα πολιτικά πρόσωπα για συγκεκριμένα θέματα, κάτι που, αν έχει συμβεί, θα αποτελούσε μια τραγωδία για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ, μιας μεγάλης δημοκρατικής χώρας με ισχυρούς ελεγκτικούς μηχανισμούς. Τέλος, αναφερθήκαμε στις προσπάθειες μιας ομάδας Ελληνοαμερικανών (’HALC”), που με περιορισμένα μέσα και χωρίς ουσιαστικά την υποστήριξη των κυβερνήσεων της Ελλάδας και της Κύπρου, έχουν καταφέρει να αντιπαρατεθούν επιτυχώς στις πολυέξοδες «επικοινωνιακές εκστρατείες» της Τουρκικής κυβέρνησης. Έκτοτε, έχουν συμβεί γεγονότα που αιτιολογούν περαιτέρω την ανάγκη λήψης αυστηρών μέτρων από τις ΗΠΑ, όπως η πρόθεση παραγγελίας συστοιχιών S400 και από άλλες χώρες και η έναρξη δοκιμών των Τουρκικών S400, με στόχους πολεμικά αεροσκάφη Αμερικανικής κατασκευής.

 Σήμερα θα εξετάσουμε για ποιο λόγο δεν έχουν επιβληθεί ουσιαστικά μέτρα από την Ευρωπαϊκή Ένωση στην Τουρκία για το Συριακό, ενώ στην συνέχεια θα εξετάσουμε συνοπτικά τα μέτρα που ελήφθησαν για τις προκλήσεις της Τουρκίας στην Κυπριακή ΑΟΖ, καθώς και για την καταπάτηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην Τουρκία από την κυβέρνηση του Προέδρου Ερντογάν. 

Η προσέγγιση των Ευρωπαϊκών χωρών 

Σε ότι αφορά την επέμβαση της Τουρκίας στην Συρία, τα εξής στοιχεία φαίνεται να προβληματίζουν τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και όχι απαραίτητα με αυτήν την σειρά): 

 

Open Image Modal
Anadolu Agency via Getty Images

 

Η παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων των Κούρδων

Η Τουρκία έχει κατηγορηθεί ότι με τις επιχειρήσεις της προκαλεί εθνοκάθαρση σε βάρος των Κούρδων, μέσω των βομβαρδισμών των στρατευμάτων της και των εκτελέσεων αμάχων από τους ισλαμιστές που συνοδεύουν τον Τουρκικό στρατό, ο οποίος έχει και την τελική ευθύνη. Στόχοι της, κατά προτεραιότητα, είναι οι δημοσιογράφοι και οι πολιτικοί, ιδιαίτερα όσοι είναι ευρύτερα αποδεκτοί από Άραβες και Κούρδους (υπενθυμίζουμε ότι στο YPG συμμετέχουν και Άραβες), όπως η Hevrin Khalaf, που έπεσε σε ενέδρα, βασανίστηκε και εκτελέστηκε από τις μονάδες Σύριων ισλαμιστών, τις οποίες η Τουρκία εκπαιδεύει, εξοπλίζει και συντηρεί. Όπως ακριβώς έχει ήδη «επιτύχει» η Τουρκία στις περιοχές της Βόρειας Συρίας που ελέγχει μετά τις επιχειρήσεις «Κλάδος Ελαίας» και «Ασπίδα του Ευφράτη», σκοπός της είναι η ανάληψη του απόλυτου ελέγχου και στην συνέχεια η ισλαμοποίηση και η τουρκοποίηση της ευρύτερης μεθοριακής περιοχής. Σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις του ΟΗΕ, η τελευταία επιχείρηση «Πηγή της Ειρήνης» οδήγησε στην προσφυγοποίηση τουλάχιστον 200.000 Κούρδων (δημοσιεύματα ανεβάζουν τον αριθμό ακόμα και στις 300.000 πρόσφυγες), οι οποίοι προστίθενται στους (σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας) 167.000 Κούρδους πρόσφυγες από τις πρόσφατες στρατιωτικές επιχειρήσεις της Τουρκίας, στην περιοχή του Αφρίν. Σοβαρά νομικά ζητήματα προκύπτουν για το «δικαίωμα» της Τουρκίας να επέμβει, αλλά και για την επιχειρούμενη εθνοκάθαρση που συντελείται με την σιωπηρή συναίνεση των ΗΠΑ αρχικά και της Ρωσίας στην συνέχεια, μέσω της «αντικατάστασης» των νόμιμων κατοίκων της περιοχής, από Σύριους άλλων περιοχών και εθνικοτήτων. Επίσης, προκαλεί εντύπωση ότι ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Τουρκία, δεν καταδίκασε ρητά αυτές τις πρακτικές της Τουρκίας, αλλά παρέπεμψε στην μελλοντική εξέτασή τους από επιτροπή του ΟΗΕ. 

Η αναβίωση του Ισλαμικού Κράτους

Το τελευταίο διάστημα πληθαίνουν οι εκτιμήσεις ότι οι οπαδοί του Ισλαμικού Κράτους ανασυντάσσονται στην Συρία και το Ιράκ και επιδιώκουν να ενισχυθούν περαιτέρω, με όσους καταφέρουν να αποδράσουν από τους χώρους φύλαξης των Κουρδικών Δυνάμεων, όπως έχει ήδη συμβεί σε μια περιοχή. Στην ανακοίνωση του Λευκού Οίκου για απόσυρση των στρατευμάτων, αναφερόταν ότι «η Τουρκία θα διαχειριστεί το πρόβλημα με όλους τους μαχητές του ISIS που συνελήφθησαν στην περιοχή τα τελευταία δύο χρόνια», ενώ ο Ερντογάν απειλεί ότι θα τους εκδώσει στις χώρες από τις οποίες κατάγονται.

Το θέμα αφορά περίπου 14.600 αιχμάλωτους τζιχαντιστές αντάρτες και κυρίως τους περίπου 3.500 ξένους (πολλοί από τους οποίους είναι Ευρωπαίοι), καθώς και τα 70.000 περίπου μέλη οικογενειών ισλαμιστών, που πιθανότατα παραμένουν πιστοί στις πεποιθήσεις τους. Οι Ευρωπαϊκές χώρες είχαν μέχρι τώρα επαναπαυθεί, δεδομένου ότι οι Κούρδοι δεν επέμεναν στην έκδοση στις χώρες καταγωγής τους, όπου αντικειμενικά θα ήταν δύσκολο να προσκομιστούν επιβαρυντικά στοιχεία εναντίον τους.

Από την άλλη μεριά, η τακτική της αφαίρεσης της υπηκοότητας, που έχουν εφαρμόσει για τζιχαντιστές υπηκόους τους, Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία και άλλες χώρες, προκειμένου να μην τους παραλάβουν, είναι αμφίβολου αποτελέσματος (πχ θα μπορούσε να εφαρμοστεί μόνο αν διαθέτουν και δεύτερη υπηκοότητα), ενώ τα Κουρδικά Δικαστήρια δεν εκπροσωπούν κάποια διεθνώς αναγνωρισμένη Αρχή, προκειμένου να μπορούν, με κοινά αποδεκτό τρόπο, να εφαρμόσουν ποινές (πολύ δε περισσότερο, την θανατική ποινή).

Η επιστροφή τζιχαντιστών στις Ευρωπαϊκές χώρες, πέραν του αυξανόμενου κινδύνου τρομοκρατικών ενεργειών, συνεπάγεται πρόσθετα οικονομικά κόστη (για την παρακολούθηση επιπλέον χιλιάδων «υπόπτων» και την αμφιβόλου αποτελέσματος προσπάθεια «αποριζοσπαστικοποίησής τους»), ενώ ενδεχόμενα μέτρα προληπτικού περιορισμού τους σηματοδοτούν ένα κράτος Δικαίου υπό αμφισβήτηση.

Ήδη, ως μια «πρόγευση» του τι θα ακολουθήσει, η Τουρκία (επικροτούμενη από τον Τραμπ) ξεκίνησε την «επαναπροώθηση» των συνολικά 1.300 τζιχαντιστών που κρατούνται στο έδαφός της, προς τις ΗΠΑ και τις Ευρωπαϊκές και άλλες χώρες. Από το 2016, οπότε εγκατέλειψε την τουλάχιστον αμφιλεγόμενη στάση της έναντι των τζιχαντιστών του ISIS στην Συρία, η Τουρκία ισχυρίζεται ότι έχει εκδώσει πάνω από 5.000 υπόπτους και 3.290 φερόμενους ως τρομοκράτες, σε 95 συνολικά χώρες. 

Το μεταναστευτικό και προσφυγικό κύμα

Παρά τα μέτρα περιορισμών και ελέγχων στα σύνορά τους, που έχουν λάβει πολλές Ευρωπαϊκές χώρες, πολλές χιλιάδες μετανάστες και πρόσφυγες καταφέρνουν να φτάσουν σε αυτές, αποτελώντας, κατά τον Ερντογάν, «εργαλείο» για τους εκβιασμούς του. Σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις του Γερμανού Υπουργού Εσωτερικών, εκτός από την Ελλάδα και την Κύπρο, που υφίστανται τεράστιες πιέσεις από την (υποκινούμενη και προσχεδιασμένη από την Τουρκία) μετακίνηση δεκάδων χιλιάδων μεταναστών και προσφύγων, 30.000 έως 40.000 μετανάστες και πρόσφυγες βρίσκονται καθ’ οδόν προς τις μεγάλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Στο μεταξύ, η Τουρκία καταφέρνει να παραπλανά και να συσκοτίζει την πραγματικότητα, πχ αναφέροντας ότι έχει ξοδέψει τεράστια ποσά για τους Σύριους πρόσφυγες, όταν αυτοί (και πολλές φορές και τα ανήλικα παιδιά τους) αποτελούν φτηνό, συχνά παράνομο, εργατικό δυναμικό, παράγοντας μεγαλύτερη αξία στην Τουρκική οικονομία, από όσα κοστίζουν στο Τουρκικό κράτος.

Κατά τα άλλα, όπως αναφέρουν ανθρωπιστικές οργανώσεις, η Τουρκία αποτρέπει με την βία την είσοδο νέων προσφύγων στο έδαφός της και παράλληλα συνεχίζει να «επαναπροωθεί» εκατοντάδες χιλιάδες Σύριους από το έδαφός της προς το Ιντλίμπ και τις άλλες περιοχές που ελέγχει, με μη θεμιτούς τρόπους. Παράλληλα, «ενοχοποιεί» τους Κούρδους που αντιστέκονται στις ελεγχόμενες από την ίδια περιοχές, για τους θανάτους αμάχων, αξιοποιώντας την επικοινωνιακή υπεροχή της.

Είναι κατά την γνώμη μας σαφές, ότι η Τουρκία δεν επιδιώκει απλά τον σχηματισμό ενιαίας περιοχής στα σύνορά της, με τροποποιημένα δημογραφικά χαρακτηριστικά σε βάρος των Κούρδων, υπό την εποπτεία των μεταμελημένων (;) τζιχαντιστών του Ιντλίμπ, αλλά και μια Ευρώπη, που όχι μόνο θα ανεχτεί τους παράνομους σχεδιασμούς της, αλλά και θα χρηματοδοτήσει τις Τουρκικές κατασκευαστικές Εταιρείας για τις αναγκαίες υποδομές (!). 

Οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά της Τουρκικής πολιτικής  

Open Image Modal
Umit Bektas / Reuters

Κατά το Συμβούλιο των Υπουργών Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 14.10.2019, συζητήθηκε το θέμα της Τουρκικής εισβολής στην Συρία και τα μέλη συμφώνησαν ότι την καταδικάζουν. Από πρακτικής πλευράς, συζητήθηκε η πρόταση για απαγόρευση πωλήσεων (εμπάργκο) όπλων από την Ευρωπαϊκή Ένωση στην Τουρκία, στην βάση ανάλογων αποφάσεων που είχαν ανακοινωθεί από την Γερμανία και την Γαλλία. Όμως, κατόπιν βέτο της Μ. Βρετανίας, η Ευρωπαϊκή Ένωση αρκέστηκε σε μια γενικόλογη διατύπωση, που παραπέμπει σε μια συμφωνία του 2008 (2008/944/CFSP), όπως αναφέρεται στις αποφάσεις της Διάσκεψης Κορυφής στις 18.10.2019. 

Σημειώνουμε την κυρίως συμβολική σημασία μιας τέτοιας απόφασης, αφού περίπου το 70% των Τουρκικών οπλικών συστημάτων παράγεται στην χώρα αυτή και ουσιαστικά μόνο οι ΗΠΑ θα μπορούσαν, με μια παρόμοια απόφαση, να επηρεάσουν ενδεχομένως, το αξιόμαχο των Τουρκικών δυνάμεων. 

Επίσης, κατά πληροφορίες, η Τουρκία, προκειμένου να αποφύγει τον σκόπελο των πιθανών κυρώσεων από χώρες που απαγορεύουν την χρήση των κατασκευασμένων από αυτές οπλικών συστημάτων σε επιθετικές ενέργειες, βάσισε την στρατηγική της κυρίως σε βομβαρδισμούς, ενώ ως επίγεια υποστήριξη χρησιμοποιήθηκαν παλαιότερα (λιγότερο σύγχρονα) ή και κατασκευασμένα στην Τουρκία επιθετικά μέσα. 

Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε την αποτυχημένη προσπάθεια των 6 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που συμμετέχουν στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, ως μόνιμα ή μη μέλη, στις 10.10.2019 να προωθήσουν ψήφισμα καταδίκης της Τουρκικής επέμβασης στην Συρία, που προσέκρουσε στην άσκηση βέτο από την Ρωσία, αλλά και στην επαμφοτερίζουσα στάση των ΗΠΑ. Υπό τα πιο πάνω δεδομένα, η υποβολή πρότασης από την Γερμανίδα Υπουργό Άμυνας (και μάλιστα χωρίς την σύμφωνη γνώμη όλων των εταίρων της κυβέρνησης) για διεθνή έλεγχο της μεθοριακής ζώνης, δεν ήταν δυνατόν να επιτύχει.

Όμοια, περισσότερο συμβολικά, παρά κατασταλτικά είναι τα αποτελέσματα της στάσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις παράνομες γεωτρήσεις της Τουρκίας στην ΑΟΖ της Κύπρου, όπου στις 20.06.2019 και στις 15.07.2019, το Συμβούλιο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης τις καταδίκασε, ζητώντας στην επόμενη Διάσκεψη να της προταθούν στοχευμένα μέτρα. Στο Συμβούλιο των Υπουργών Εξωτερικών στις 14.10.2019, το θέμα αυτό συζητήθηκε, όπως και το θέμα της επέμβασης της Τουρκίας στην Συρία. 

Οι τελικές αποφάσεις της Διάσκεψης Κορυφής στις 18.10.2019 επικύρωσαν τα μέτρα που περιγράφονταν στην εκδοθείσα στις 14.10.2019 Ανακοίνωση, για «στοχευμένα μέτρα» σε πρόσωπα ή φορείς που εμπλέκονται στις παράνομες γεωτρήσεις στην Κυπριακή ΑΟΖ. Τα μέτρα αυτά εξειδικεύτηκαν περαιτέρω στις 11.11.2019 και αφορούν πρόσωπα ή Εταιρείες που διενεργούν ή υποστηρίζουν τεχνικά ή οικονομικά τις διενεργούμενες γεωτρήσεις, τα οποία όμως δεν αποθάρρυναν την Τουρκία από την συνέχιση των δραστηριοτήτων της. Σύμφωνα δε με πρόσφατο δημοσίευμα της Κυπριακής εφημερίδας «Φιλελελεύθερος», η νέα Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σκοπεύει να «ψαλιδίσει» τις πολιτικές κυρώσεις κατά της Τουρκίας, με αφετηρία την άρση αναστολής των «υψηλών ευρωτουρκικών πολιτικών διαλόγων» (meetings of the EU-Turkey high-level dialogues) που αποφασίστηκε στις 15.07.2019, μέσω της προγραμματισμένης επίσκεψης των Αντιπροέδρων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Τουρκία, για το μεταναστευτικό. 

Σε ότι αφορά την τρομοκρατία που επέβαλε το καθεστώς Ερντογάν στην Τουρκία μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος, θυμίζουμε ότι, στις 24.11.2016, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με συντριπτική πλειοψηφία (471 προς 37) ψήφισε την προσωρινή αναστολή των διαδικασιών ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μεταξύ των ελάχιστων ευρωβουλευτών που καταψήφισαν την σχετική πρόταση ήταν και Έλληνες εκπρόσωποι κόμματος που έχει πλέον διαλυθεί. Ας μην ξεχνάμε ότι ισχύει ακόμα το casus belli εναντίον της Ελλάδος, όπως και η κατοχή της Βόρειας Κύπρου από την Τουρκία και η μη αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας, σύμφωνα με το Πρωτόκολλο επέκτασης της τελωνειακής ένωσης Τουρκίας – Ε.Ε..

Δεδομένου ότι η πιο πάνω Απόφαση δεν είναι δεσμευτική, σημειώνουμε ότι στο Συμβούλιο Κορυφής στις 26.06.2018, η Ε.Ε. αναγνώρισε μεν ως σημαντικό εταίρο και υποψήφια προς ένταξη χώρα την Τουρκία, θεώρησε όμως (παρ. 35) ότι δεν μπορούν να ανοίξουν ή να κλείσουν νέα Κεφάλαια στις διαπραγματεύσεις για την ένταξη, ούτε να προχωρήσει άμεσα η αναθεώρηση της Τελωνειακής Συμφωνίας.

Τέλος, ως προς την άλλη επιδίωξη της Τουρκίας (την κατάργηση της βίζας για τους Τούρκους πολίτες), η κατάσταση, που λίγο πριν την κατάπνιξη του πραξικοπήματος φαινόταν θετική για την Τουρκία (με μόνο 5 από τα 72 συνολικά κριτήρια να απομένουν να ικανοποιηθούν), φαίνεται πλέον ιδιαίτερα δύσκολο να προχωρήσει. 

Αίτια της διστακτικής στάσης των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Εκτός από τις πιο πάνω παραμέτρους (παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, προσφυγικό/μεταναστευτικό, απειλή από τους φανατικούς τζιχαντιστές) επιπρόσθετα, για τις ισχυρές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λαμβάνονται σοβαρά υπόψη τα εξής:

Τα οικονομικά συμφέροντά τους με την Τουρκία.

Η Τουρκία αποτελεί τον πέμπτο μεγαλύτερο εταίρο της Ε.Ε., τόσο σε εισαγωγές, όσο και εξαγωγές, ενώ οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελούν τον πρώτο εταίρο της Τουρκίας στις εμπορικές της συναλλαγές. Σημαντικό ρόλο σε αυτό, έπαιξε η εφαρμογή της Τελωνειακής Ένωσης Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας στις 31.12.1995. Σημειώνουμε πάντως το ισοζύγιο σε αγαθά και υπηρεσίες το 2018 ήταν πλέον ισοσκελισμένο, λόγω της μείωσης της ισοτιμίας της τουρκικής λίρας

Σημαντικότερο ακόμα ρόλο παίζουν οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Τουρκία, ιδιαίτερα μετά το 2002.  

Open Image Modal
Διάγραμμα ξένων άμεσων επενδύσεων στην Τουρκία, σε δις δολάρια
(πηγή: Παγκόσμια Τράπεζα, https://data.worldbank.org/indicator/BX.KLT.DINV.WD.GD.ZS?locations=TR)

 

Σημειώνεται ότι η μεγάλη πλειοψηφία αυτών των επενδύσεων ήταν από Ευρωπαϊκές Εταιρείες, κυρίως της Ολλανδίας, της Μεγάλης Βρετανίας, της Γερμανίας και της Ισπανίας. Οι επενδύσεις αυτές οδήγησαν και στην αλματώδη άνοδο του Τουρκικού ΑΕΠ (σχεδόν τετραπλασιασμός του από το 2002 έως το 2018). Την τελευταία δεκαετία οι επενδύσεις στην Τουρκία παρουσιάζουν περιορισμένες αυξομοιώσεις.

Με βάση τα πιο πάνω, εξηγείται η απροθυμία των Ευρωπαϊκών χωρών να λάβουν μέτρα (όπως η αναστολή της Συμφωνίας Τελωνειακής Σύνδεσης) που θα προκαλούσαν ζημία σε όσες Εταιρείες έχουν ήδη επενδύσει στην Τουρκία. Σημειώνουμε ότι με τον ίδιο τρόπο σκέπτονταν και οι ηγέτες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, πριν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία (στην οποία εξάλλου συνέβαλαν άμεσα και ορισμένοι οικονομικοί παράγοντες της εποχής). Μια τέτοια προσέγγιση όμως, αποδυναμώνει την ηθική βάση της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και προοιωνίζει μεγάλους κινδύνους για την συνέχεια. 

Στην παρουσία Τούρκων μεταναστών πρώτης και δεύτερης γενιάς

Πέραν του αριθμού τους και της αντίστοιχης εκλογικής τους επιρροής, ιδιαίτερα στην Γερμανία, όπου περίπου 730.000 πολίτες, με διπλή υπηκοότητα και δικαίωμα ψήφου, έχουν Τουρκικές ρίζες, σημειώνουμε ότι η Τουρκία προσπαθεί να μεγιστοποιήσει την επιρροή της με διάφορους τρόπους, όπως: 

την θρησκευτική πρακτική, μέσω των ιμάμηδων που αποστέλλει η παντοδύναμη Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων της Τουρκίας, Diyanet, η οποία πλέον απολύει τους φιλελεύθερους ιερωμένους από τα καθήκοντά τους. Μετά από τις καταγγελίες και έρευνες για επέμβαση των Τούρκων ιμάμηδων στην ζωή των Τουρκικής καταγωγής πολιτών, η Γερμανία πρόσφατα δήλωσε ότι θα αναλάβει η ίδια την εκπαίδευση των Τούρκων ιμάμηδων.

την εκπαιδευτική διαδικασία, που περιλαμβάνει την παραχάραξη της ιστορίας μέσω των σχολικών βιβλίων και την παρακολούθηση των Τούρκων εκπαιδευτικών.

την παρεμπόδιση των φιλελεύθερων Τούρκων που καταφεύγουν στην Γερμανία, με παρακολουθήσεις ή εντάλματα σύλληψης των υποτιθέμενων Γκιουλενιστών και άλλων αντιπολιτευομένων τον Ερντογάν, ως δήθεν τρομοκρατών.

τον προσεταιρισμό μουσουλμάνων άλλων εθνικοτήτων, στα πλαίσια της φιλοδοξίας της Τουρκίας να εμφανίζεται ως «προστάτιδα» των απανταχού μουσουλμάνων.

 Το δίδαγμα

Όπως απέδειξε και η στρατηγική των ΗΠΑ (που ουσιαστικά πέτυχε περιορισμένα αποτελέσματα στην προσπάθεια επιβολής της, μέσω οικονομικών μέτρων), το κυριότερο μέσο ανάσχεσης της Τουρκίας είναι ο περιορισμός των οικονομικών δυνατοτήτων της, ως βασικής προϋπόθεσης των γεωστρατηγικών της στόχων.

Τονίζουμε ότι αυτή η δυνατότητα, σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, θα έχει ολοένα και μικρότερες πιθανότητες επιτυχίας. Σημειώνουμε, για παράδειγμα, την αντικατάσταση μέρους των Ρώσων τουριστών, κατά την περίοδο της κρίσης Ρωσίας-Τουρκίας, με τουρίστες από την Ουκρανία, την Γεωργία και άλλες χώρες, καθώς και την σταθερή αύξηση των αποθεμάτων της Τουρκικής Κεντρικής Τράπεζας σε χρυσό.

Τα απαιτούμενα μέτρα, για να έχουν αποτέλεσμα, θα πρέπει να λαμβάνονται συντονισμένα και από όλες τις χώρες που «χάνουν» από την αύξηση της επιρροής της Τουρκίας, κάτι που φαίνεται ανέφικτο σε μεσοπρόθεσμο τουλάχιστον ορίζοντα. Και σε μικρότερη ακόμα κλίμακα, όπως της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτό φαίνεται προβληματικό, όπως προκύπτει από την έλλειψη συμπαράστασης από τους Ευρωπαίους Εταίρους, στην επίθεση του Τούρκου Προέδρου εναντίον του Προέδρου Μακρόν, με ανήκουστες εκφράσεις.

Ειδικά στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το προβληματικότερο ίσως στοιχείο είναι ότι ισχυρά οικονομικά συμφέροντα συνεχίζουν τις επενδύσεις τους, ουσιαστικά επιβραβεύοντας την γειτονική χώρα, όπως αποδεικνύεται από την νέα μεγάλη επένδυση της Volkswagen στην γειτονική χώρα. Η πρόσφατη απόφαση αναστολής της εφαρμογής της απόφασης, εξ αιτίας του Συριακού ζητήματος, δεν είναι αρκετή: η ακύρωση αυτής της απόφασης, που, πέραν των άλλων, παραβαίνει ηθικούς κανόνες, αν όχι και τον ελεύθερο ανταγωνισμό, είναι αναγκαία, με προτροπή της Γερμανικής κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής κοινωνίας των πολιτών.

Κατά τα άλλα, η Κυπριακή και η Ελληνική πολιτική ηγεσία θα πρέπει, κατά την γνώμη μας, να επιμείνουν σε μια πιο πιεστική πολιτική των Ευρωπαϊκών χωρών προς την Τουρκία, ως βέλτιστου και μοναδικού τρόπου καταπολέμησης της Τουρκικής επιθετικότητας, αντί να σπαταλούν δυνάμεις σε μια βραχυπρόθεσμη και ευκαιριακή «διαχείρισή» της. Οι σχετικά περιορισμένες δυνατότητες παρέμβασής τους, θα μπορούσαν ίσως να ενισχυθούν από την αυξημένη παρουσία της Ελληνικής και Κυπριακής κοινωνίας των πολιτών, σε επαφή με αντίστοιχες Ευρωπαϊκές οργανώσεις.