Γιατί η Φιλική Εταιρεία δεν μπόρεσε να ηγεμονεύσει στην Επανάσταση;

Οι άνθρωποι που έμειναν τελικά έξω από την ηγεσία της Επανάστασης, έστω και αν την υπηρέτησαν με όλες τους τις δυνάμεις.
|
Open Image Modal
.Το έμβλημα της Φιλικής Εταιρείας
commons wikimedia

Ένα ερώτημα που επανέρχεται διαρκώς για τη σχέση της Φιλικής Εταιρείας με την Επανάσταση, την οποία πυροδότησε και οργάνωσε είναι το γιατί παρ’ όλα ταύτα όχι μόνο δεν μπόρεσε να την καθοδηγήσει στη συνέχεια αλλά και χάθηκε κυριολεκτικώς στους μαιάνδρους της. Η μοίρα του ανθρώπου που πρώτος συνέλαβε την ιδέα της ίδρυσής της αποτυπώνει μάλλον με ενάργεια, ίσως και να λύνει αυτό το ιστορικό παράδοξο.

Ο μάλλον άγνωστος σήμερα Κωνσταντίνος Ράδος (1785-1865) μπορεί να θεωρηθεί ο πρώτος που έριξε στη Ρωσία τον σπόρο της δημιουργίας μιας επαναστατικής οργάνωσης για την απελευθέρωση των Ελλήνων, συνεχίζοντας την παράδοση του Ρήγα.

Ο Ράδος γεννήθηκε στο Τσεπέλοβο της Ηπείρου από εύπορη οικογένεια. Ο παππούς του χρημάτισε προεστός στο Ζαγόρι, ενώ ο πατέρας του εμπορευόταν στο Γαλάτσι της Μολδαβίας. Όταν, το 1797, ο παππούς του έπεσε στη δυσμένεια του Αλή, ο οποίος τον φυλάκισε –με αποτέλεσμα να πεθάνει από τις κακουχίες στη φυλακή– και δήμευσε την περιουσία του, τότε η οικογένεια μετανάστευσε στο Γαλάτσι, μαζί της και ο δωδεκάχρονος Κωνσταντίνος. Δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα για τις σπουδές του, ξέρουμε όμως ότι διδάχτηκε γαλλικά και ιταλικά, εκτός από τα ρωσικά, και βρέθηκε πιθανώς1 στην Πίζα για σπουδές, όπου λέγεται ότι συνδέθηκε με τις οργανώσεις των Καρμπονάρων. Αργότερα, έμπορος στη Μόσχα, προσπάθησε να ιδρύσει επαναστατική εταιρεία για την απελευθέρωση της Ελλάδας, ήδη από τις αρχές του 1812.

Λέγεται ότι ο πρώτος ο οποίος εξέφρασε την ιδέαν της εταιρίας ταύτης ήταν ο Κωνσταντίνος Ράδος εις Μόσχαν περί το 1812, ολίγον προ της αφίξεως των Γάλλων· εν εσπέρας, εις την οικίαν του, εις την οποίαν ήσαν και τινές, Αντώνιος Κομιζόπουλος, Μάνθος Ριζάρης και ο Σκουφάς2.

Όμως, δεν πρόλαβε να προχωρήσει στην ολοκλήρωση της ιδέας του, διότι τα στρατεύματα του Ναπολέοντα κατέλαβαν τη Μόσχα, οι Σκουφάς και Τσακάλωφ έφυγαν προς τη Νότιο Ρωσία, ενώ ο ίδιος συντάχθηκε με τους Γάλλους. Ο Ράδος υπήρξε ένας από τους ελάχιστους Έλληνες που προέβησαν σε ανάλογο διάβημα, ένδειξη του μίσους του για τον τσαρισμό και της ριζοσπαστικότητας των ιδεών του, μια και πίστευε πως τα γαλλικά στρατεύματα θα έφερναν στη Ρωσία και τον αέρα της επανάστασης. Μάλιστα, γνωρίζουμε ότι δέχθηκε και έναν Γάλλο στρατηγό στην κατοικία του και εξ αιτίας των σχέσεών του με τους Γάλλους κατόρθωσε να διασώσει πολλές περιουσίες Ελλήνων. Εν συνεχεία, υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη Ρωσία, μαζί με τα στρατεύματα του στρατηγού Νεΰ, μέχρι την πολωνική πόλη Βίλνα. Εκεί απέκτησε γαλλική υπηκοότητα και διαβατήριο και, μέσω Βλαχίας και Κωνσταντινούπολης, εγκαταστάθηκε ως έμπορος στη Σμύρνη (1813-1814).

Ο νεαρός επαναστάτης φαίνεται πως δεν σχετιζόταν μόνο με τον Σκουφά αλλά και με τους Τσακάλωφ και Ξάνθο· ο τελευταίος, περιγράφοντας τη μύηση του Ράδου στη Φιλική, τον αναφέρει ως «φίλον»:

«…Ο Τσακάλωφ έπειτα… επήγε… εις… την Σμύρνην διά να ανταμώσῃ τον φίλον Κύριον Ράδον»3. Και άλλη πηγή επιβεβαιώνει πως γνωριζόταν και με τον Τσακάλωφ: «πρωίαν, λοιπόν, τινά της ανοίξεως του 1818 εμφανίζεται ενώπιον του Ράδου εν Σμύρνη ο Τσακάλωφ και εγκαλιζόμενος αυτόν λέγει μετ’ ενθουσιασμού και δακρύων: Η ιδέα σου επραγματοποιήθη. Η εταιρία εσυστήθη και εργάζεται από καιρού. Ιδού εγώ έρχομαι εντεταλμένος εκ μέρους της να σου αναθέσω να την διαδώσης εν Σμύρνη»4.

Ο Ράδος, που όντως δραστηριοποιήθηκε ενεργά στην Εταιρεία5, είχε συνείδηση του πρωτοποριακού ρόλου που είχε διαδραματίσει, όπως εμφαίνεται στη διήγηση του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου:

«Ἀπαραλλάκτως τοιαύτην ὁμιλίαν… μοῦ ἔκαμε καὶ ὁ κ. Ράδος, ὅτι πᾶν τὸ περιεχόμενον εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ Σκουφᾶ ἦτο ἐδικόν του, ὡς φρονηματήσας αὐτὸν εἰς Μόσχαν»6.

Αλλά και η μετέπειτα ζωή και σταδιοδρομία του, που είναι ελάχιστα γνωστή, επιβεβαιώνει τις ικανότητές του, την αγωνιστικότητά του και την εμμονή στις απόψεις του. Ο Ράδος, προτού ξεσπάσει η Επανάσταση, το 1820 –ή, σύμφωνα με τον Λαμπρίδη, μετά την έκρηξή της στη Μολδοβλαχία–, διέφυγε από τη Σμύρνη, επειδή είχε προδοθεί, με πλοιάριο στην Τήνο, ενώ στη συνέχεια πολέμησε στα Στύρα της Εύβοιας. Το 1822, χρημάτισε έπαρχος στην Άνδρο και, έως το 1825, έπαρχος στην Τρίπολη, και μετά την κατάληψή της από τον Ιμπραήμ περιπλανήθηκε επί αρκετές ημέρες στα βουνά. Αναφέρεται ότι είχε πολεμήσει και στα Ψαρά, κατά την καταστροφή τους (1824). Μετά την έλευση του Καποδίστρια, διορίστηκε, το 1828, στρατιωτικός διοικητής στο Ναύπλιο και εν συνεχεία έκτακτος επίτροπος Αργολίδας και επίτροπος της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, ενώ συμμετείχε ως πληρεξούσιος των Ηπειρωτών και στην Εθνοσυνέλευση του 1829 καθώς και στην Ε΄ Εθνοσυνέλευση (Άργος 1831-32).

Ο Ράδος είχε ταυτιστεί απόλυτα με τον Καποδίστρια, ο οποίος τον εκτιμούσε ιδιαίτερα για τις ικανότητες και την αφιλοκέρδειά του, όπως φαίνεται και από σχετικές επιστολές του. Μετά τον θάνατο του κυβερνήτη, ο Ράδος απεσύρθη και ιδιώτευε έχοντας περιπέσει στη δυσμένεια της βαυαρικής διοίκησης, μέχρι το 1839, όταν επανήλθε στην υπηρεσία και μέχρι το 1844. Τότε παύτηκε από τη βραχύβια «υπηρεσιακή» κυβέρνηση Μαυροκορδάτου αλλά, σύντομα, μετά την πτώση του τελευταίου και επί της πρώτης εκλεγείσας συνταγματικής κυβέρνησης Κωλέττη, λίγους μήνες μετά, διορίστηκε στη νευραλγική θέση του διοικητή των Αθηνών· εν συνεχεία δε, χρημάτισε νομάρχης, αρχικώς στην Αθήνα και ακολούθως στη Σύρο και το Ναύπλιο, μέχρι το τέλος του 1854 όταν και συνταξιοδοτήθηκε. Ο θάνατός του επήλθε το 1864. Και σήμερα τη μνήμη του θυμίζει μόνο ένα μικρό δρομάκι κοντά στην πλατεία Αττικής.

Παρότι ο εμπνευστής της ιδέας της Φιλικής δεν αναμείχθηκε ενεργά στην πολιτική, οι προτιμήσεις του παραμένουν προφανείς: σε βαθύτατη αντίθεση με τους Βαυαρούς, το αγγλικό κόμμα και τον Μαυροκορδάτο, παρέμεινε πιστός στο «λαϊκό» κόμμα – τον Καποδίστρια και το ρωσόφιλο κόμμα του Κολοκοτρώνη και τη γαλλόφιλη πτέρυγα υπό τον Κωλέττη. Εξάλλου, αυτές οι δύο παρατάξεις θα πραγματοποιήσουν από κοινού τη Συνταγματική Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, μετά την οποία ο Ράδος θα αναλάβει και πάλι σοβαρές διοικητικές αρμοδιότητες.

Και όμως, παρά τις προφανείς ικανότητές του, την εντιμότητά του, την αγωνιστικότητα και την ακάματη δραστηριότητά του, δεν διαδραμάτισε μετέπειτα κάποιον πρωτεύοντα πολιτικό ρόλο στην Επανάσταση και στην απελευθερωμένη Ελλάδα – το ίδιο εξάλλου συνέβη και με τους περισσότερους από τους λοιπούς πρωτεργάτες της Φιλικής. Οι περισσότεροι ανήκουν στην κατηγορία των «προδρόμων», των πρωτοπόρων που ρίχνουν τον σπόρο, χωρίς οι ίδιοι να μπορούν να τον θερίσουν. Και αυτό αποτελεί μια ακόμα βαθύτατη συνέπεια του διάσπαρτου χαρακτήρα του ελληνισμού.

Οι αρχικοί εμπνευστές της Φιλικής, δραστηριοποιούμενοι στη Ρωσία και τις ηγεμονίες, στους κόλπους των Ελλήνων εμπόρων της Διασποράς, επηρεασμένοι από τις ευρωπαϊκές επαναστατικές κινήσεις, ήταν οι κατάλληλοι άνθρωποι για να ρίξουν τον σπόρο. Όμως, σε μια Επανάσταση που σταδιακώς επικεντρώθηκε στη νότια και τη νησιωτική Ελλάδα, ήταν λογικό να ηγεμονεύσουν άνθρωποι των αρμάτων και της παραδοσιακής ηγεσίας του ελληνισμού, αρματολοί, προύχοντες, κληρικοί και Φαναριώτες και όχι βέβαια οι φλογεροί επαναστάτες που την εμπνεύστηκαν. Αυτός ο διάσπαρτος χαρακτήρας ερμηνεύει εξάλλου και το ισχυρό εμφυλιοπολεμικό δυναμικό της. [Δραματική υπήρξε δε η απουσία των λογίων και των διανοουμένων που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως μια ενοποιητική ιδεολογική δύναμη.]

Και αν κάτι τέτοιο ισχύει για τον Τσακάλωφ και τον Ξάνθο, ακόμα και για τον Αλέξανδρο ή τον Δημήτριο Υψηλάντη, ισχύει πολύ περισσότερο για τον Κωνσταντίνο Ράδο. Έναν άνθρωπο που θα συνδεθεί με τους Γάλλους του Ναπολέοντα σε τέτοιο βαθμό ώστε να ακυρώσει το ελληνικό επαναστατικό του πρόταγμα και να εμπλακεί σε μία αντιπαράθεση πανευρωπαϊκών διαστάσεων, η οποία δεν αφορούσε τις τύχες της Ελλάδας και θα τον οδηγήσει στην απομάκρυνση και από τη Ρωσία και από την επαναστατική απόπειρα που ο ίδιος είχε εμπνευστεί. Ο Ράδος, μεταξύ των αρχικών εμπνευστών της Φιλικής, αποτελεί την πιο ακραία έκφραση αυτής της ενδογενούς ανισορροπίας. Τόσο γιατί υπήρξε αυτός που την εμπνεύστηκε, με αφετηρία τον ευρωπαϊκό ριζοσπαστισμό –πιθανώς τους Καρμπονάρους αλλά οπωσδήποτε τη γαλλική Επανάσταση–, αλλά και διότι, ακριβώς εξαιτίας αυτών των πηγών της έμπνευσής του, δεν ήταν δυνατόν να τη φέρει εις πέρας. Και μόνο η πολιτική μεγαλοφυΐα του Σκουφά θα διασώσει το αρχικό εγχείρημα, τόσο με την ένταξη των Πελοποννησίων οπλαρχηγών, το 1817, όσο και με την καθοριστική μεταφορά του επίκεντρου της εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη, πράξη που θα την φέρει πιο κοντά στις κεντρικές δυνάμεις του ελληνισμού.

Η περίπτωση του Κωνσταντίνου Ράδου, ακριβώς επειδή βρίσκεται στα όρια, μας επιτρέπει και να φωτίσουμε εναργέστερα το μυστήριο της αντίφασης ανάμεσα στον πρωταρχικό και καθοριστικό ρόλο της Φιλικής Εταιρείας στον σχεδιασμό και την πυροδότηση της Επανάστασης και τον δευτερεύοντα ρόλο που θα διαδραματίσει στη συνέχεια. Γεγονός που υπογραμμίζουν εναργέστερα οι εξαιρετικές ικανότητες που διέθετε ο Κωνσταντίνος Ράδος· και όμως, τέτοιοι άνθρωποι έμειναν τελικά έξω από την ηγεσία της Επανάστασης, έστω και αν την υπηρέτησαν με όλες τους τις δυνάμεις.

 

1 Η μετάβαση στην Πίζα δεν μαρτυρείται από όλες τις διαθέσιμες πηγές.

2 Κωνσταντίνος Λαζαρίδης, Ο εθνικός αγωνιστής Κωνσταντίνος Ράδος, και οι εθνικοί ευεργέτες από το Τσεπέλοβο, Μικρή Ζαγοριακή Βιβλιοθήκη, Γιάννινα 1971, σ. 10· Ιωάννης Λαμπρίδης, Ζαγοριακά, Αθήνα 1870, σσ. 92-98.

Α.Α. Παπανδρέου, «Απολογία του Εμμανουήλ Ξάνθου», Αγών της Δωδεκανήσου, 5, 1-21/3/1931, 1/11/1931.

4 Μάνθος Οικονόμου, «Ένας λησμονημένος αγωνιστής», εφημ. Ηπειρωτικός Αγών, Γιάννενα 27/1/1964· Αλέξανδρος Δεσποτόπουλος, Η απόφασις περί της ελληνικής επαναστάσεως του 1821, Αθήνα 1965, σ. 8.

5 Βλ., Επικήδειος του Κ. Ράδου από τον Ι. Κόνιαρη (πρ. δήμαρχο Αθηναίων), στις 9 Αυγούστου 1865, εφ. Εθνοφύλαξ, Αθήνα 14/8/1865· Κ. Λαζαρίδης, Ο εθνικός αγωνιστής…, ό.π.· Στέφανος Ξένος, Η ηρωΐς της Ελληνικής Επαναστάσεως, Εν Λονδίνω, 1861, σ. 12· Αλ. Δεσποτόπουλος, Η απόφασις…, ό.π., σσ. 6-8· Α.Α. Παπανδρέου, «Απολογία», ό.π.· Ιωάννης Λαμπρίδης, Ζαγοριακά, Αθήνα 1870, σσ. 92-98· Αγησίλαος Τσελάλης, Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος ο Φιλικός, Αθήνα 1933, σ. 13.

Αγ. Τσελάλης, Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος…, ό.π., σ. 13.